Μέχρι πρότινος, στην Ευρώπη έδειχναν να μην έχουν αντιληφθεί τι εστί Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Πολλές φορές αντιμετώπισαν τις διαμαρτυρίες της Ελλάδας και της Κύπρου ως συνηθισμένη γκρίνια. Η ΕΕ είχε πάρει σωστά την απόφαση να δημιουργήσει δεσμούς με την τουρκική πλευρά, αγνοώντας όμως την έκταση του προβλήματος.

Χρειάστηκε η επίθεση του τούρκου προέδρου στον Εμανουέλ Μακρόν για να γίνει εμφανές σε όλους το μέγεθός του. Οι αναφορές σε «ψύχωση» και «ισλαμοφοβία», η προτροπή «να μπει ένα τέλος στην ατζέντα Μακρόν», ακόμα ο τρόπος με τον οποίο ο Ερντογάν διαχειρίστηκε επικοινωνιακά το Ολοκαύτωμα λίγες μέρες μετά τον αποκεφαλισμό του Σαμουέλ Πατί από φανατικό ισλαμιστή αποτυπώνουν τη μεγαλομανία του τούρκου ηγέτη πιο καθαρά από ποτέ. Η μία μετά την άλλη, οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις (μεταξύ αυτών και η Γερμανία) στέκονται στο πλευρό του γάλλου προέδρου.

Πριν ακόμα η κόντρα του με τον Μακρόν φτάσει σ’ αυτά τα επίπεδα, ο Ερντογάν επέλεγε συστηματικά τα τζαρτζαρίσματα με την ελληνική πλευρά. Δρούσε πάντα μελετημένα, τραβώντας το σχοινί λίγο παραπάνω κάθε φορά, γνωρίζοντας πως μπορεί στην Ελλάδα να φώναζαν, όμως στην ΕΕ οι διαφορές στην τακτική δεν θα ήταν αισθητές. Από το καλοκαίρι, η Ελλάδα βρίσκεται υπό καθεστώς διαρκούς έντασης με τους γείτονές της. Και στις σχέσεις Ερντογάν και Βρυξελλών τίποτα δεν είναι business as usual.

Γι’ αυτό η Αθήνα βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη ευκαιρία να αξιοποιήσει το κύμα δυσαρέσκειας απέναντι στην Αγκυρα. Συνεχίζοντας να δείχνει ψυχραιμία απέναντι στις προκλήσεις, αναδεικνύοντας με επιμονή τις παραβιάσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και τον τρόπο που η Τουρκία θίγει ζωτικά συμφέροντα της ΕΕ. Τα αφτιά της Ευρώπης είναι πια ανοιχτά.