Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που ακούς υπερβολές και τις δέχεσαι με χαρά και άλλες φορές που αρνείσαι να τις κατανοήσεις. Και στις δύο περιπτώσεις χρειάζεται ένα μέτρο. «Παν μέτρον άριστον», για να χρησιμοποιήσουμε και το περίφημο ρητό του Κλεόβουλου, ενός εκ των εφτά σοφών της αρχαιότητας. Ο Βασίλης Κουτσιανικούλης πριν από μερικά χρόνια δεχόταν με χαρά την υπερβολή που τον αφορούσε. «Ο Μέσι της Ελλάδας», χαρακτηρίστηκε από τα media, επειδή με τη φανέλα του Εργοτέλη είχε βάλει 2-3 γκολ περνώντας μερικούς αντιπάλους.
Ποτέ δεν μίλησε για υπερβολή. Ποτέ δεν αρνήθηκε τον χαρακτηρισμό. Του άρεσε να είναι «ο Ελληνας Μέσι». Του έφερε και εκείνη τη μεταγραφή του εκατομμυρίου στον ΠΑΟΚ, λεφτά που ποτέ του δεν τα δικαιολόγησε. Γρήγορα ο κόσμος κατάλαβε πως όχι μόνο δεν πρόκειται για τον Ελληνα Μέσι. Στην πραγματικότητα ο Βασίλης Κουτσιανικούλης ήταν ένας ποδοσφαιριστής κάτω του μετρίου. Και αποδείχτηκε από την επίσης κάτω του μετρίου καριέρα του.
Ολα αυτά τα χαριτωμένα περί Μέσι ξεχάστηκαν πολύ γρήγορα, αλλά απέδειξαν πως ο Κουτσιανικούλης δεν μπορούσε να διαχειριστεί το πιο απλό πράγμα του κόσμου. Να βγάλει από πάνω του τη σύγκριση με τον κορυφαίο ποδοσφαιριστή του κόσμου. Να βάλει ένα στοπ. Ως εκ τούτου, καμία εντύπωση δεν κάνει η ανοησία που έγραψε – και στη συνέχεια έσβησε – για τον κορωνοϊό, τις μάσκες, τα σχολεία, τα παιδιά και τα… τσιπάκια που κάποιοι κακοί θα βάλουν μέσα μας αν κάνουμε το τεστ. Ο Κουτσιανικούλης πιστεύει πως δεν υπάρχει κορωνοϊός, αλλά μια παγκόσμια συνωμοσία που θέλει να μας κάνει στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα.
Μας καλεί να στείλουμε τα παιδιά μας σχολείο χωρίς μάσκες, να μην υπακούμε στις εντολές των ειδικών, να μην πιστεύουμε πως μπορεί οι ηλικιωμένοι άνθρωποι να πεθάνουν, γιατί όπως είπε έχουμε κάνει θέμα τον θάνατο 25 μεγάλων ανθρώπων. Ο Βασίλης Κουτσιανικούλης είναι το ίδιο επικίνδυνος με όλους εκείνους που αύριο – μεθαύριο μέσα στην ανοησία τους μπορεί να γίνουν κίνδυνος για την υγεία της γειτονιάς, της πόλης, της χώρας. Ας απομονώσουμε τους… Κουτσιανικούληδες και ας αρκεστούμε στο να τους θυμόμαστε μόνο για την πλάκα που είχε να τον αποκαλούν ως τον Μέσι της Ελλάδας.







