Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
«Το 1989, στο σαλόνι ενός πλοίου, πλακώθηκα με κάτι αγνώστους για χάρη της Δήμητρας Λιάνη. Ούτε ΠΑΣΟΚ ήμουν ούτε τη Λιάνη συμπαθούσα. Ελεγαν όμως τέτοιες γουρουνιές εις βάρος της, εκφράζονταν τόσο χυδαία, που δεν άντεξα. Τους απάντησα και - κουβέντα την κουβέντα - καταλήξαμε στις κλωτσιές και στα μπουκέτα. Μπήκαν στη μέση οι καμαρότοι και μας χώρισαν. Μην καγχάσεις! Στα είκοσι δύο μου, πίστευα χρέος μου να υπερασπίζομαι δυναμικά το δίκιο... Το πιο τρελό; Υπηρετούσα τη θητεία μου, είχα πάρει μετάθεση για Λήμνο, πήγαινα να παρουσιαστώ. Ετσι και μας παρέδιδε ο καπετάνιος φτάνοντας στο λιμάνι στην αστυνομία, θα είχα πολύ κακά ξεμπερδέματα...».
Ο φίλος μου ούτε κατασκευάζει ιστορίες ούτε καν τις φουσκώνει για να κοκορευτεί. Μπορώ άνετα να τον φανταστώ - με μαλλί κατάμαυρο, πόσα κιλά άραγε πιο λεπτό; - να παίζει ξύλο και το μάτι του να αστράφτει.
«Θα έκανες τίποτα παρόμοιο σήμερα;» τον ρωτάω. «Μόνο αν προσέβαλλαν τη γυναίκα μου ή αν απειλούσαν καθ' οιονδήποτε τρόπο τα παιδιά μου. Ειδάλλως, ας πιστεύει και ας αμολάει ο καθένας ό,τι του κατεβαίνει. Χέστηκα».
Παρομοίως. Οποτε ακούω τερατολογίες, όποτε συνυπάρχω με ανθρώπους που - κατά τη γνώμη μου - όχι απλώς έχουν χάσει επαφή με την πραγματικότητα αλλά και διαδίδουν επιθετικά τη στρεβλή άποψή τους, δεν μπαίνω καν στον κόπο να τους απαντήσω. «Εσείς τι πιστεύετε;» με ρωτάει ο ταξιτζής. «Συγγνώμη, έχει μισοτελειώσει η μπαταρία και τα ακουστικά βαρηκοΐας κάνουν διακοπές...» χαμογελάω χαζά και κοιτάω έξω από το παράθυρο.
Εχουμε καταντήσει απαθείς λόγω ηλικίας; Αμφιβάλλω. Το καλοκαίρι του δημοψηφίσματος μας ανάβαν τα λαμπάκια με όσα ακούγαμε από την αντίπερα όχθη. Μάλλιαζε η γλώσσα μας μήπως μεταπείσουμε έναν τουλάχιστον συμπολίτη μας. Δεν έχουμε γεράσει και τόσο από τότε... Εχουμε γίνει - νομίζω - απλώς πιο σοφοί με τη μελαγχολικότερη σημασία της λέξης. Το έχουμε πάρει απόφαση ότι τα λόγια μας είναι πουλιά που δεν θα φτερουγίσουν ποτέ ως τα αφτιά τού συνομιλητή μας.
Περιμένω στο περίπτερο. Μπροστά μου μια κοτσονάτη εβδομηντάρα αγοράζει τα άπαντα της συνωμοσιολογίας. Τις εφημερίδες που διακινούν πλαστές προφητείες του Γέροντος Παϊσίου. Που έχουν στην πρώτη τους σελίδα εξωγήινους και τσιπάκια και από κάτω ανυπερθέτως κάποιο ημίγυμνο κορίτσι, «μπλεγμένο σε ροζ κύκλωμα». Για να τις αγοράζει, θα τις διαβάζει. Για να τις διαβάζει, θα τις παίρνει στα σοβαρά. Πόσω μάλλον που θα βρίσκει στο Διαδίκτυο άφθονους ομοϊδεάτες της. Θα ακούει τον αντίλαλο τής φωνής της και θα χαλυβδώνεται η πεποίθησή της. Εάν την καλούσα για καφέ κι αν προσπαθούσα υπομονετικά, με λογικά επιχειρήματα, να της αλλάξω μυαλά; Δεν θα υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα. Θα με εξελάμβανε στην καλύτερη σαν «λακέ του συστήματος», στη χειρότερη σαν πράκτορα του Σατανά - δεν έχει, εδώ που τα λέμε, και μεγάλη διαφορά. «Κρίμα και φαίνεστε μια χαρά κύριος...» θα μου έλεγε και θα απομακρυνόταν φτύνοντας τον κόρφο της.
Οι θεμελιώδεις πεποιθήσεις για τον εαυτό μας και για τον κόσμο, η ψυχική και η διανοητική μας ραχοκοκαλιά σχηματίζονται σε νεαρότατη ηλικία. Κι όχι βεβαίως μέσα από διαβάσματα ή από εμπειρίες τις οποίες ψύχραιμα επεξεργαζόμαστε. Από εντολές και από παραδείγματα που μας δίνουν τα κοντινότερά μας πρόσωπα. Συχνά από νήπια κιόλας έχουμε αποφασίσει για τα βασικά. Είναι η ύπαρξη δώρο ή βάσανο; Μας κινεί η επιθυμία ή ο φόβος; Εμπιστευόμαστε ή δυσπιστούμε στον πλησίον μας; Οι πιο άτυχοι ορίζουν τον εαυτό τους εξ αντιδιαστολής, βάσει αρνήσεων. «Μισώ τους διαφορετικούς... Δεν θα καταντήσω ποτέ σαν τους γονείς μου... Δεν θα λογαριάζω παρά μόνο τον προσωπικό μου θεό...».
Ο κύβος έχει, προτού μπούμε στην εφηβεία, ριφθεί. Για την υπόλοιπη ζωή μας θα συναναστρεφόμαστε ευχαρίστως μονάχα όσους έχουν κάνει τις ίδιες βασικές παραδοχές. Τους υπόλοιπους είτε θα τους ανεχόμαστε εξ ανάγκης είτε - όσο βράζει το αίμα μας - θα προσπαθούμε να τους αλλάξουμε με το καλό ή με το άγριο. Και όταν, με τα χρόνια το αίμα κρυώσει, θα τους κρατάμε όσο γίνεται μακριά μας. Για να μη χαλάει η ζαχαρένια μας. Για να μην κινδυνεύει, σε έκρυθμες καταστάσεις, η ασφάλειά μας.
Δεν ισχυρίζομαι ότι οι άνθρωποι διαιρούνται βάσει πεποιθήσεων. Ούτε καν από το φύλο, τη φυλή, την κοινωνική ισχύ. Οι διαχωριστικές γραμμές είναι πολύ βαθύτερες. Συνοψίζονται στην καταφατική ή την αποφατική στάση απέναντι στη ζωή. Μια εχθροπαθής φεμινίστρια με απωθεί εξίσου με έναν θρησκομανή. Κάποιος που λέει ψέματα στον εαυτό του μου φαίνεται αξιοθρήνητος. Κάποιος που λέει ψέματα σε όλους τους άλλους, ίσως και χαριτωμένος. Πολλοί με απεχθάνονται. Το βρίσκω υγιές. Τόσο για εκείνους όσο και για μένα.
Αυτές είναι οι αληθινές κοινωνικές αποστάσεις, πριν, κατά και μετά τον κορωνοϊό.