Θανάσης Νιάρχος ποιητής

«Σημείο αναφοράς μιας ποίησης ανατρεπτικής»

Είναι άδικο και λίγο μίζερο την ώρα αυτή της αναχώρησης του Ντίνου Χριστιανόπουλου να θυμηθούμε, όσους μας είχε βρίσει, το πόσο είχαμε θυμώσει ή οργισθεί με τα λεγόμενά του και να αρνηθούμε τον επαινετικό εξόδιο λόγο που τον δικαιούται και με το παραπάνω. Η προσωπική σχέση δεν ακυρώνει την προσφορά ακόμη και του πιο διαβλητού, όσον αφορά το ήθος της δημόσιας συμπεριφοράς, ανθρώπου και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος υπήρξε και θα παραμείνει ένας ποιητής και ουσιαστικός και αποκαλυπτικός που σε μια δεδομένη χρονική «στιγμή» λειτούργησε ως σημείο αναφοράς σε σχέση με μία ποίηση καίρια ανατρεπτική. Μια ποίηση που οι χαμηλοί της τόνοι σε συνδυασμό με τη διεκδίκηση μιας ελευθερίας, σε όλα τα επίπεδα, χωρίς να γίνεται σημαία και λάβαρο, δημιούργησε ένα εκρηκτικό μείγμα πολύ πιο αποτελεσματικό όσον αφορά τη νομιμοποίηση μιας «ιδιαιτερότητας» που δεν είναι μόνον ερωτική αλλά περιλαμβάνει κάθε μορφή κοινωνικής απελευθέρωσης.

Γιώργος Χρονάς ποιητής, «Οδός Πανός»

«Ο ποιητής των αρχαίων αγαλμάτων»

Ενός λεπτού σιγή κι ας γίνει αιώνια. Πέθανε ο ποιητής των αρχαίων αγαλμάτων. Με το απροσδιόριστο χαμόγελό τους. Τον γνώρισα το καλοκαίρι του 1973 στην πόλη του. Απέτυχα να γίνω μαθητής του και του άρεσε. Ο Κ.Π. Καβάφης και ο Ελιοτ τον υποδέχονται στα υψηλά. Είχε πει το 1948, όταν μπήκε στα Γράμματα, ότι τον επηρέασαν. Τρώγαμε για πολλά χρόνια στο εστιατόριο «Το χρυσό παγώνι». Μου απαγόρευε να πληρώσω. Με έλουζε με σπάνια λόγια, τρώγοντας, και εκ βαθέων αποκαλύψεις του. Μου ανακοίνωσε πριν από 20 χρόνια στο βιβλίο μου γι’ αυτόν, ποιος είναι ο κληρονόμος του. Το μάθαινε ο ίδιος σε παλαιοβιβλιοπωλείο της πόλης του. Τον είχα συνοδεύσει στην Αθήνα στον γάμο της κόρης του. Ο Γιάννης Μέγας κρατά γερά το έργο του. Αυτός είναι ο Σεγκόπουλος του. Εμείς στον Πειραιά λέμε «Στα άγια η ψυχή του».

Ο φίλος του Γιώργος Χρονάς

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης επιλέγει το ποίημα:

Ο αλλήθωρος (1960)

Το βράδυ που σκότωσαν τον Λαμπράκη,

γυρνούσα από ένα ραντεβού.

«Τι έγινε;» ρώτησε κάποιος στο λεωφορείο.

Κανείς δεν ήξερε. Είδαμε χωροφύλακες

μα δε διακρίναμε τίποτε άλλο.

Πέρασαν τρία χρόνια. Ξανακύλησα

στην ίδια αδιαφορία για τα πολιτικά.

Ομως το βράδυ εκείνο με ενοχλεί

σα μια ανεπαίσθητη αγκίδα που δε βγαίνει:

άλλοι να πέφτουν χτυπημένοι για ιδανικά,

άλλοι να οργιάζουν με τα τρίκυκλα,

κι εγώ ανέμελος να τρέχω σε τσαΐρια.

Ο εκδότης του περιοδικού «Εντευκτήριο» Γιώργος Κορδομενίδης επιλέγει το ποίημα:

Οταν σε περιμένω (1960)

Οταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,

ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους,

σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,

έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο,

κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι

για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη.

Οταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,

γίνομαι ένα με τους τσακισμένους.

(«Ανυπεράσπιστος καημός»)