«Κανένας άλλος δεν μαγείρευε πατάτες με κρέμα ή τηγανητό καλαμπόκι όπως αυτή» αναφέρεται για την 85χρονη Τζουν Μπέβερλι Χιλ από το Σακραμέντο. Ο 56χρονος Ορλάντο Μονκάδα από το Μπρόνξβιλ «ήρθε από το Περού κυνηγώντας το αμερικανικό όνειρο». Ενας 25χρονος από το Μίσιγκαν ονόματι Μπάσεϊ Οφιόνγκ «έβλεπε τους φίλους του στις χειρότερες στιγμές τους, αλλά τους έβγαζε πάντα τον καλύτερο εαυτό τους».

Με αυτόν τον τρόπο, σημειώνει η εφημερίδα, αισθανόμαστε λες και εκείνοι που έφυγαν είναι μαζί μας για μια τελευταία φορά με τη δύναμη της συλλογικής αγάπης, να μοιραστούμε μαζί τους μια αποχαιρετιστήρια προσευχή, ένα ύστατο αγκάλιασμα. Γιατί συνέβη αυτό στις ΗΠΑ του 2020; Γιατί μεταξύ των θυμάτων είναι πολύ μεγαλύτερα τα ποσοστά των μαύρων και των ισπανόφωνων πολιτών; Γιατί αποδεκατίστηκαν οι οίκοι ευγηρίας; Αυτά τα ερωτήματα θα μας στοιχειώνουν τις επόμενες δεκαετίες. Προς το παρόν, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να δεχθούμε απώλειες ζωών μεγαλύτερες από εκείνες δεκαετιών πολέμου – από το Βιετνάμ ως το Ιράκ.

Και να θυμόμαστε. 100.000 ζωές. Τη γυναίκα που είχε την ταβέρνα και φρόντιζε τους γείτονες, που αγαπούσε να βλέπει το φεγγάρι να υψώνεται στον ουρανό. Τον άνδρα που πάντα σηκωνόταν πρώτος για χορό και του άρεσε να φορά τιράντες. Την πρώην αξιωματικό του στρατού που τραυματίστηκε και μετά πήρε μέρος στους Παραολυμπιακούς, που απήγγειλε Τένισον από μνήμης.