Η πανδημία του COVID-19 φέρνει στην επιφάνεια ένα θέμα που η δημόσια συζήτηση είχε κρύψει «κάτω από το χαλί». Την κατάσταση των υπηρεσιών υγείας, που είναι από τον Μάιο του 2014 (προεκλογική περίοδος ευρωεκλογών) ουσιαστικά αδιοίκητες.

Η κρίση είναι τριπλή. Πρώτον, ανθρώπινου δυναμικού: Η χώρα που είχε το παγκόσμιο ρεκόρ αριθμού γιατρών σε δέκα χρόνια έχασε, με τη μετανάστευση, περίπου 25.000. Τους νεότερους και πλέον ανταγωνιστικούς. Αφήνοντας πίσω 50.000, αριθμό στα ανώτερα ανεκτά όρια για μια κανονική χώρα, με μεγάλο μέσο όρο ηλικίας, κακά κατανεμημένους γεωγραφικά και σε ειδικότητες, χωρίς αξιολόγηση και ένα σημαντικό ποσοστό χωρίς επαρκή εκπαίδευση. Αυτά επιτείνονται από την καταστροφική για τα νοσοκομεία εφαρμογή του λεγόμενου πολυδιευθυντικού συστήματος, την επιτομή της αναξιοκρατίας και της αναποτελεσματικότητας. Η κρίση κορυφώνεται από τη συσσωρευμένη χρόνια έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού.

Δεύτερη πτυχή, η διοικητική κρίση. Από την κορυφή, στην οποία δεν βρέθηκε ηγεσία ικανή να προσδιορίσει τη σκοπιμότητα διάρθρωσης του συστήματος, τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν και να εκπονήσει ένα αξιόπιστο σχέδιο έργων και δράσεων. Ως τη βάση, όπου οι υγειονομικές περιφέρειες είναι άχρηστες γραφειοκρατικές δομές. Με αρκετά νοσοκομεία να μην πληρούν τις ελάχιστες ποιοτικές προϋποθέσεις. Δηλαδή να έχουν τουλάχιστον τρεις αναισθησιολόγους, οκτώ κλίνες ΜΕΘ, μονάδα εμφραγμάτων και αιμοδυναμικό εργαστήριο, έναν αξονικό τομογράφο, παθολογοανατομικό τμήμα και ετήσια μέση πληρότητα άνω του 50%. Τμήματα και κλινικές διατηρούνται με λιγότερους από τρεις ειδικούς. Τα νοσοκομεία δεν στελεχώθηκαν με μηχανικούς, επιστήμονες πληροφορικής και οικονομολόγους που χρειάζονται όσο οι γιατροί.

Τρίτη πτυχή, η οικονομική κρίση. Το ελληνικό μοντέλο ήταν και είναι, κατά κυριαρχία, το κράτος χρηματοδοτεί τον ιδιωτικό τομέα. Στήθηκαν 660 επιχειρήσεις, οι ιδιωτικές κλινικές και τα διαγνωστικά κέντρα που είναι εντελώς κρατικοδίαιτα δεν επιβιώνουν αν τους διακοπεί για έναν μήνα η σύμβαση, πριν με τα βασικά Ταμεία, τώρα με τον ΕΟΠΥΥ. Αποδοτικότερα είναι όσα με πολιτικές πελατειακές σχέσεις εξασφαλίζουν έγκαιρες αποζημιώσεις και προνομιακές συμβάσεις. Τα δημόσια νοσοκομεία έμειναν κελύφη, χωρίς σύγχρονους εξοπλισμούς και χωρίς ειδικές μονάδες. Το κράτος δεν εξασφάλισε εργαλεία στους γιατρούς του Δημοσίου. Η χρηματοδότηση του ΕΣΥ περιορίζεται στη μισθοδοσία και στις στοιχειώδεις λειτουργικές δαπάνες, δεν έχει επενδυτική λογική, ούτε έλεγχο απόδοσης.

Η πολύπτυχη κρίση συνδέεται άμεσα με όσα αποκαλύπτονται τώρα ως αδυναμίες και επιβαρύνουν το αξιόμαχο με την πανδημία του κορωναϊού.

Το θέμα των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας. Το δημόσιο σύστημά μας, αντί περίπου 600 εν λειτουργία κλινών (Δεκέμβριος 2019) ΜΕΘ, έπρεπε να έχει περίπου 2.000, μαζί δε με τις μονάδες αυξημένης φροντίδας 3.500. Οι λαϊκιστές αυτές τις ημέρες ζητούν την επίτευξη αυτού του στόχου, αγνοώντας το ουσιαστικό λειτουργικό σκέλος. Αν στηθούν, μπορούν να ανταποκριθούν στις ορθά εφαρμοσμένες επιστημονικές πρακτικές ή θα είναι κατ’ όνομα; Οι ΜΕΘ δεν λείπουν από έλλειψη εξοπλισμών,αλλά από έλλειψη προσωπικού. Ως σύστημα αργήσαμε να αναγνωρίσουμε την εξειδίκευση της Εντατικολογίας, όπως και της Λοιμωξιολογίας, λόγω των συντεχνιακών πιέσεων των ισχυρών ιατρικών εταιρειών. Ο γιατρός του ΕΣΥ σήμερα ξεκινά με 960 ευρώ καθαρά τον μήνα ως ειδικευόμενος για να φτάσει στα 2.080 ευρώ το μέγιστο ως 67χρονος διευθυντής. Πλέον 180-400 ευρώ από εφημερίες. Ισοπεδωτικά. Ανεξάρτητα ειδικότητας, έντασης και όγκου εργασίας, ποιότητας εξειδίκευσης, ευθύνης και βαρύτητας της νοσοκομειακής μονάδας. Οι εντατικολόγοι εργάζονται σκληρά, υπό πίεση, και δεν έχουν πρόσβαση στην ολοήμερη λειτουργία (απογευματινά ιατρεία) ή στις «γκρίζες ζώνες» για να αυξήσουν το εισόδημά τους. Αν το κάνουν από επιλογή, προτιμούν τη Γερμανία ή τη Σουηδία με μισθούς 4.500-12.000 ευρώ τον μήνα. Στην Ελλάδα δεν θα οργανώσουμε ΜΕΘ και ολόκληρο το ΕΣΥ αν δεν αλλάξουν ριζικά οι εργασιακές σχέσεις των γιατρών. Χρειάζεται μια εθνική συλλογική σύμβαση με τον ελάχιστο μισθό και μετά ατομικές συμβάσεις με βάση την ακριβή περιγραφή των εργασιακών υποχρεώσεων και τι συνεπάγονται αυτές σε αποδοτικότητα.

Μάθαμε για τις υποκείμενες νόσους που επιβαρύνουν τους προσβληθέντες. Αυτές είναι κατά συντριπτική πλειοψηφία χρόνιες παθήσεις. Το άσθμα και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, ο διαβήτης, οι καρδιοπάθειες , όπως η στεφανιαία νόσος, οι καρκίνοι. Αποτελούν μια άλλη πανδημία που ενδημεί στις κοινωνίες του ανεπτυγμένου κόσμου. Στην Ελλάδα από το 1982 ψάχνουμε να βρούμε το σωστό μοντέλο πρωτοβάθμιας περίθαλψης, αλλά όχι το λειτουργικό σύστημα που περιορίζει ή αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις αιτίες από τις οποίες νοσεί το 50% του πληθυσμού των ενηλίκων. Κάθε επιδημία θα θερίζει αν δεν περιορίσουμε ή αν δεν βελτιώνουμε την κατάσταση των ευάλωτων. Αυτό συνεπάγεται πόρους στην ενημέρωση, την πρόληψη, την εκπόνηση εθνικών οδηγιών για κάθε περίπτωση, την κατάρτιση των επαγγελματιών, την οργάνωση δικτύων και κέντρων αναφοράς, την ανάπτυξη τριτοβάθμιων ειδικών μονάδων. Κυρίως την αναδιοργάνωση εκ του μηδενός όλων των νοσοκομείων με επιδημιολογικά και επιστημονικά κριτήρια.

Τώρα το ΕΣΥ πρέπει να αντέξει, αύριο να αλλάξει με κριτήρια τα δεδομένα των βιοϊατρικών επιστημών, τις αρχές του κοινωνικού κράτους, την κανονικότητα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι και την αξιοκρατία.

Ο Γιάννης Δατσέρης είναι πυρηνικός ιατρός MD, PhD, συντονιστής διευθυντής και τομεάρχης των Εργαστηρίων στον Ευαγγελισμό. Διετέλεσε αντιπρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ), 2010-2016.