«Τα ποιήματα δεν μπορούν πια / να ‘ναι ωραία / αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει / Η πείρα είναι τώρα / το μόνο σώμα των ποιημάτων / κι όσο η πείρα πλουταίνει / τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει. / Πονάν τα γόνατά μου / και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω, / μόνο τις έμπειρες πληγές μου / μπορώ να της χαρίσω. / Τα επίθετα μαράθηκαν / μόνο με τις φαντασιώσεις μου / μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω. / Ομως πάντα θα την υπηρετώ / όσο βέβαια εκείνη με θέλει / γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ / τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου» («Ποιητικό υστερόγραφο»). Διεκδικώντας το προνόμιο της υπαινικτικότητας στην ποιητική της φωνή – και όχι τόσο της αυτοβιογραφικής αφήγησης, όπως συνηθίζεται να της αποδίδεται -, η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, που έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών, ανήκε στις σχετικά όψιμες «επανεκτιμήσεις», αν και το έργο της απλώνεται σε έξι δεκαετίες. Γεννημένη τον Φεβρουάριο του 1939, δημοσίευσε μόλις στα 17 της το ποίημα «Μοναξιά» στο περιοδικό «Καινούργια εποχή», ύστερα από παρότρυνση του νονού της Νίκου Καζαντζάκη, ο οποίος σε επιστολή του προς τον διευθυντή της έκδοσης Γιάννη Γουδέλη έγραφε: «Παρακαλώ, δημοσιεύστε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μια κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο. Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ!». Εκτοτε ξεκινάει την προσωπική της διαδρομή στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, που θα την οδηγήσει στην «εσωτερικότητα» της δεκαετίας του 1970 και την ωριμότητα των επόμενων. Από τη συλλογή «Λύκοι και σύννεφα» του 1963 ως τα «Σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης» (1977), τους «Μνηστήρες» (Κέδρος, 1984), την «Αδεια φύση» (Κέδρος, 1993), το «Λυπιού» (1995). Στις δύο τελευταίες δεκαετίες είχε εκδώσει τις συλλογές: «Η Υλη Μόνη» (2001), «Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος» (2003), «Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα» (2005), «Η ανορεξία της ύπαρξης» (2011), «Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι» (2016), «Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο» (2018), «Με άλλο βλέμμα» (2018) – όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Από τον ίδιο εκδοτικό κυκλοφόρησε και η ανθολογία «Ποίηση 1963-2011» το 2014, χρονιά κατά την οποία η ποιήτρια τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (και ενώ είχε τιμηθεί με το Β’ Βραβείο Ποίησης το 1985, το Βραβείο Ιδρύματος Ουράνη το 2000 και το Βραβείο Ποίησης το 2012). Με αφορμή την κριτική εκείνης της ανθολογίας έγραφε ο Αναστάσης Βιστωνίτης («Το Βήμα», 25/4/2014): «Προχωρώντας από την πρώτη στη δεύτερη ανάγνωση διαπιστώνουμε πως αλλάζοντας τον φωτισμό αποκάλυπτε συνεχώς νέα επίπεδα του κόσμου της, των εμπειριών της, των ενθουσιασμών, των τραυμάτων, των βιωμάτων και των αισθήσεων που την καταλάμβαναν κάθε φορά. Με γνήσιο αίσθημα και αδιαμφισβήτητη αμεσότητα». Και σχετικά με τον αποδιδόμενο τίτλο της «ερωτικής» ή «αισθησιακής» ποιήτριας σημείωνε: «Ο ερωτισμός στη Ρουκ είναι τόσο πιο έντονος όσο εντονότερο παρουσιάζεται το ερωτικό βίωμα, κυρίως όμως οι προεκτάσεις του και η αγωνία που προκαλεί το ερώτημα πάνω στο μείζον και αιώνιο ποιητικό θέμα: της ζωής και του θανάτου. Αυτό είναι κατά βάθος η ερωτική συνομιλία. Το ίδιο και η ποιητική της μεταγραφή. Ή, αν θέλετε, και η αλληγορική της εκδοχή, την οποία η ποιήτρια μας προσφέρει στη συλλογή της «Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης» (1977), μία από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της μεταπολεμικής μας ποίησης όπου συνδυάζονται αριστοτεχνικά το άμεσο βίωμα και η έμμεση γλώσσα, η αίσθηση και ο σχολιασμός…».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ