«Στο βλέμμα της η επιθετικότητα έδωσε τη θέση της σε μια θλίψη, μια συμπόνια μάλιστα, που την αναγνώρισα από το τρέμουλο στις άκρες των χειλιών της και το ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού της, μια έκφραση που μου έδινε πληροφορίες για την κατάστασή μου. Σκέφτηκα πως είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που κάποιος μου είχε δείξει συμπόνια. Ισως από τα παιδικά μου χρόνια μάλιστα, από τότε που ζούσε η μητέρα μου. Προσπάθησα να μιλήσω, πιστεύοντας πως θα προλάβαινα τις ερωτήσεις της. Εκείνη κούνησε το χέρι, δίνοντάς μου να καταλάβω πως δεν χρειαζόταν να απολογηθώ. Πάνω απ’ όλα η φωνή μου πνιγόταν σ’ έναν βήχα επίπονο, έτοιμο να μου ξεκολλήσει τα σωθικά. Η αρρώστια που είχα καταφέρει να ανακόψω, επανήλθε πυρώνοντας τα πνευμόνια μου και κάνοντας την ανάσα μου καυτή. Δεν ξεχώριζα καλά τις κινήσεις της δραπέτισσας – το μόνο που καταλάβαινα ήταν πως με βοηθούσε να σηκωθώ».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ