Ανθολογία ρωσικού διηγήματος! Και μόνο ο τίτλος υπόσχεται πολλά· και διάφορα. Αυτή τη φορά μάλιστα, μετά την έκδοση του 1978 (Εστία), έχουμε έναν δεύτερο τόμο που καλύπτει τρεις νεότερες περιόδους: Επανάσταση του '17 - Σοβιετικό - Μετασοβιετικό διήγημα. Θα απολαύσουμε λοιπόν τη συνέχεια μιας μεγάλης λογοτεχνίας με τα ονόματα - θρύλους: Γκόγκολ, Πούσκιν, Λέρμοντοφ, Ντοστογέφσκι, Τουργκένιεφ, Τολστόι, Τσέχοφ, Γκόρκι...
Μια συνολική ματιά σ' αυτόν τον δεύτερο τόμο προκαλεί ανακούφιση: η μεγάλη ρωσική λογοτεχνία επέζησε της αγάπης του Στάλιν και του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού».
Μαθημένα τα βουνά. Από το «σπίτι των πεθαμένων» στο Γκουλάγκ των νεκροζώντανων, από την εικονική εκτέλεση του Ντοστογέφσκι στις πραγματικές εκτελέσεις δεκάδων συγγραφέων, από το κνούτο στους «συντάκτες» της λογοκρισίας που απαγορεύουν έργα, κρεουργούν και «διορθώνουν» χειρόγραφα: το μυθιστόρημα του Μπουλγκάκοφ Ο μετρ και η Μαργαρίτα εκδόθηκε δώδεκα χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, ακρωτηριασμένο κατά 80 σελίδες!
Στον χρυσό αιώνα του μυθιστορήματος (δεύτερο μισό του 19ου), πλάι στον γαλλικό ρεαλισμό και στη βικτωριανή πλειάδα, έλαμψε με την ανθρωπιστική ζεστασιά της, τη σάτιρα και το ψυχολογικό βάθος της η μεγάλη ρωσική αφήγηση, συντελώντας στην αναβάθμιση της πρόζας στην επικράτεια της τέχνης και τη διεύρυνση του κοινού της.
Πώς να συναγωνιστεί εκείνη τη ζωτικότητα, την ελευθεροφροσύνη, την καυστικότητα της σάτιρας μια λογοτεχνία στις συνθήκες του σταλινισμού; Ας πούμε, η Μύτη ενός Σοβιετικού Κοβαλιόφ (του ήρωα στη Μύτη του Γκόγκολ) θα οσφραινόταν τη σήψη, τη βία - υποταγή, την κουφότητα της νομενκλατούρας με τα φεουδαλικά προνόμια και τα γελοία ήθη· οπότε ο Σοβιετικός Κοβαλιόφ θα ξανάβρισκε την κομμένη μύτη του συναχωμένη στο σιβηριανό Γκουλάγκ.
Μπορεί λοιπόν να μην έχει πια Γκόγκολ, Τσέχοφ, Ντοστογέφσκι η ρωσική λογοτεχνία - όπως δεν έχει Μπαλζάκ, Φλομπέρ, Σταντάλ η γαλλική, Ντίκενς, Θάκερεϊ, Τζορτζ Ελιοτ η αγγλική· έχει όμως Μπάμπελ, Μπουλγκάκοφ, Σολτζενίτσιν, Γκριν... Το φοβερό και το ανόσιο είναι ότι κανένας από αυτούς τους μεγάλους και δεκάδες άλλους ισάξιους δεν έμεινε ζωντανός, ελεύθερος, αφίμωτος. Μαζί με τις γενοκτονίες και την εξόντωση των παλιών μπολσεβίκων, αυτή η εκατόμβη του πνεύματος είναι ό,τι πιο ατιμωτικό και αναιρετικό σημάδεψε τον κομμουνισμό.
Η τιμή της λογοτεχνίας είναι η αντίσταση: στις εξουσίες και τον αυταρχισμό, στη βία αλλά και στην υποταγή, στη δεισιδαιμονία, στο σκοτάδι και στην κακότητα των ισχυρών και των ταπεινών. Αυτά συνδέουν την παλιά και τη σοβιετική λογοτεχνία.
Ανθολογία θα πει αυθαιρεσία. Δεν υπάρχουν στον κόσμο δύο αναγνώστες ή ειδικοί που θα έκαναν την ίδια επιλογή συγγραφέων και κειμένων. Θα όριζα την ανθολογία ως μια εκλογή που δεν έλαβε υπ' όψιν της τις προτιμήσεις μου...
Εγώ θα πρόσθετα στον Α' τόμο Νεκράσοφ, Λεσκόφ, Ρεμίζοφ, Πισέμσκι· και θα διάλεγα το Παλτό του Γκόγκολ ή την Αμαξα ή κάτι από τις Νεκρές ψυχές αντί της Μύτης· από τον Γκόρκι θα επέλεγα «Τσέλκας» ή «Μάλβα»... Και στον Β' τόμο θα πρόσθετα Λεόνοφ, Ζαμιάτιν, Τινιάνοφ, Αλ. Ζινόβιεφ, Ευγενία Γκίνγκσμπουργκ, Παντ. Ρομανόφ, Ντ. Γκράνιν, Σινιάφσκι...
Η μετάφραση
Το πρόβλημα δεν είναι η επιλογή. Είναι η μετάφραση.
Η ρωσική λογοτεχνία έχει αποδοθεί στη γλώσσα μας από δεκάδες λογοτέχνες και επαγγελματίες μεταφραστές, όπως ο Αρης Αλεξάνδρου που συνδύαζε τις δύο αυτές ιδιότητες. Δυστυχώς, δεν μπορεί να προστεθεί στο κεφάλαιό μας αυτό η εργασία του Γιάννη Μότσιου. Η γλώσσα του είναι ελλειμματική, άκαμπτη, ακατάλληλη, εξαρτημένη από λεξικά διάφορα και αδιάφορα, και όμως γεμάτη ακυρολεξίες, περιφράσεις, ταυτολογίες, αδιέξοδα. Φταίει, μάλλον, η πολύχρονη απομάκρυνση από τη ζωντανή επαφή και χρήση της γλώσσας. Προσφεύγει σε κάποιο λεξικό (ρωσορωσικό μάλλον) και βρίσκει ότι η τάδε ρωσική λέξη σημαίνει «ιχνηλάτης σκύλος» - έχει ξεχάσει το μονολεκτικό μας λαγωνικό· ότι η δείνα λέξη πά' να πει «πηγάδι με αψηλό βαρούλκο» - πού να θυμηθεί το μαγκανοπήγαδο της αυλής μας· προσκρούει σ' ένα «πέτρινο ντουβάρι», ενώ θα απέφευγε το καρούμπαλο αν έβλεπε τη λιθιά του χωριού του ή, έστω, λιθόκτιστο τοίχο· χάνει τον λογαριασμό μ' ένα «αριθμητήριο» - τον πατροπαράδοτο άβακα· προσαράζει σε «στάθμευση των καραβιών» αντί για ασφαλές λιμάνι, όρμο ή ένα ποιητικότερο αραξοβόλι. Αμ' εκείνη η «αρχή της ναυσιπλοΐας» αντί για μπαρκαρίσματα, βίρα τις άγκυρες, όρτσα τα πανιά... απόπλου αν μη τι άλλο... Φταίει, φαίνεται, «το φτιάξιμο των καραβιών», τουτέστιν η ναυπηγική, η τέχνη του καρνάγιου. Κι έπειτα φταίει το ρούσικο Κτηματολόγιο που λέει «διατοίχισμα» τη μεσοτοιχία.
Των τοιούτων ουκ έστιν αριθμός... Η λέξη «πληθώρα», φέρ' ειπείν, του λύνει όλες τις εκφραστικές απορίες: «πληθώρα από μας», «μια ζωντανή πληθώρα νοικοκυράς», αλλά και «πληθώρα της πληθώρας». Πραγματικός πληθωρισμός!
Η εξασθένιση της γλώσσας εκβάλλει σε χαλάρωση του γλωσσικού αισθήματος αλλά και της νοηματικής συνοχής· η δυσλεξία, η λεξιπενία συναγωνίζεται την ακυρολεξία: «εκ νέου και εκ νέου» (πάλι και πάλι), «ούρια νερά», «τα σμήνη των αυτοκινήτων», αλλά και «η πιλάλα των αυτοκινήτων» (το πήγαιν' - έλα), «να εξισωθεί» (με κάποιον) (να μετρηθείς μαζί του)... Και να πώς «το άλογο σκαρφίζεται το ψωμί του»· έτσι εξηγείται εκείνο το «χάθηκα μέσω του αλόγου»· με τέτοιο άλογο όλα να τα περιμένεις... Αλλος είναι «κάτοχος μεγάλης εγκαρδιότητας», άλλος είναι «δάσκαλος» (μάστορας), άλλος αθλητής στο «τρέξιμο μετ' εμποδίων στις μεγάλες διαδρομές» (ανώμαλος δρόμος ημιαντοχής). Εχουμε όμως και «απόκεντρες ερημιές», «επιτύμβιο υψηλού ύψους», έναν «ογκώδες λόφο», αθώα μπογαλάκια που γίνονται «τόπια», άνθρωπο «εμβόλιμο» (παρείσακτο), «οδοιπορικό άγγελο» (φύλακα άγγελο), ένα σωρό τέτοια «ανεπίτευκτα» (απίστευτα). Μαντεύεις ότι «λίγο το λίγο» πά' να πει: σιγά σιγά, το «ξεκουράσου λίγο στην αρχή» σημαίνει: ξεκουράσου πρώτα, το «παρόμοια δεν την κλαίνε» εννοεί: δεν την κλαίνε κιόλας, ότι η έκφραση «στην ίδια την εξώπορτα συνάντησε...» πάλι σημαίνει: κιόλας, ήδη. Αλλά η φράση «Τα σκυλιά του τα έβγαζε στο Θεό» τι στο καλό εννοεί; Μαντεύεις, αντίθετα, ότι λέγοντας σε κάποιον «σε όραμά μου...» (έκανες αυτό κι αυτό) ρωμέικα νογάει: σε πήρε το μάτι μου να..., σε τσάκωσα.
Και είναι αδύνατο να παραθέσουμε μεγάλες φράσεις ή περιόδους όπου η κακότεχνη μετάφραση, το άψυχο λεξικό και οι αμάσητοι ρωσισμοί... όλα μαζί καταστρέφουν την ομορφιά της αφήγησης, κάποτε και το ίδιο το νόημα. Πώς να... εμπιστευτείς τις λέξεις όταν διαβάζεις τις παρόλες: «Φυλάξου απ' αυτόν τον Ανθιμο. Θα σε εμπιστευτεί πλήρως» (Β', 388). «Τότε (...) στο αναστατωμένο μέγεθος της αγρύπνιας εισέρχονται ευλογημένες ογκώδεις σκέψεις, τις οποίες πού να τις αγγίξεις στη ματαιότητα της μέρας;» (Β', 482).
...Και ξαφνικά καταπλέει στο λιμάνι της Οδησσού το εγγλέζικο βαπόρι «Γκάλιφαξ»! (Β', 85). Αλλά ο μεταφραστής ξέχασε ότι στη ρωσική αποδόθηκε το παχύ h (έιτς, ας) των λατινογενών γλωσσών με το γράμμα g. Ετσι, το πασίγνωστο όνομα πόλης και οικογένειας λόρδων, το «Χάλιφαξ», έγινε «Γκάλιφαξ»... όπως παλαιότερα είχαμε ρωσομαθή οδοντίατρο που ανέφερε τον λατίνο ποιητή Γκόρας (Οράτιο) αλλά και τον έλληνα τοιούτο Γκόμερ, τον Ομηρο, χυδαϊστί. Κι όποιον πάρει ο... Γκάρος.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Γιάννης Μότσιος είναι πολύ αυστηρός κριτής. Από τον μεταφραστή απαιτεί γλωσσική δεινότητα, είναι «απόλυτος σ' αυτό», λέει. Σε ποιο; Στο ότι «η καλλιτεχνική πεζογραφία (μεταφράζεται) από μάστορα του είδους του λόγου του». Δεν αρκεί, λέει πολύ σωστά, η καλή γνώση της ξένης γλώσσας (η γνώση της δικής του, βέβαια, θεωρείται αυτονόητη προϋπόθεση). Γι' αυτό επαινεί μερικώς τη μετάφραση της Ιλιάδας από τον Δ. Μαρωνίτη για τη νοηματική απόδοση· μόνο που πια «δεν υπάρχει ποίηση (...) η καλλιτεχνική ομορφιά έχει χαθεί».
...Βάζει δύσκολα στους άλλους, πράγματα που «σπάνια ποιος το κατόρθωνε», όπως λέει ένα νοσταλγικό διήγημα σοσιαλιστικού ρεαλισμού της μετασοβιετικής εποχής· τότε που το σύνθημα «η Τέχνη ανήκει στο λαό» (στον φαντάρο ήρωα του έργου) «πραγματοποιούνταν στην πράξη»! (Β', 574-575).
Μεροληψία
Νοσταλγός του τείχους
Γιατί ο Γιάννης Μότσιος δεν αποφαίνεται μόνο επί του προβλήματος της μετάφρασης. Στους Προλόγους, Εισαγωγές, σημειώματα για κάθε συγγραφέα εκφράζεται πάντα αξιωματικά, τελεσίδικα, με θέση ακλόνητη, σε στυλ του παλιού καλού καιρού του υπαρκτού σοσιαλισμού, τον οποίο νοσταλγεί· υμνεί τον «σοβιετικό λαό... που τσάκισε κυριολεκτικά την αδικία» και τον «μεγάλο και αγαπημένο Λένιν», θρηνεί το ξανακύλισμα της Ρωσίας στον καπιταλισμό ως καταστροφή, μαλώνει την Ουκρανία, τις Βαλτικές Χώρες, την Πολωνία για τον εθνικισμό τους, που του φαίνεται «παράξενος», «παράλογος» - δεν αναρωτιέται για τη «γενεσιουργό αιτία» -, που ψάχνει πάντα ο «διαλεκτικός υλισμός». Τόσο «υποπτευόμενος ερευνητής», που λέει ο ίδιος! Ο ίδιος πάλι μιλάει για εξόντωση εκατομμυρίων πολιτών και αξιωματούχων, για Γκουλάγκ, βασανιστήρια, εκτελέσεις... Καθαρίζει αποδίδοντάς τα σε μη «σοφή ηγεσία». Η κριτική του αποκοτιά έχει όριό της τον Χρουστσόφ (από τους αγριότερους σταλινικούς κάποτε).
Και μεροληπτεί ασύστολα. Ελέγχει τις «λαθεμένες θέσεις» του Σαλάμοφ, «τα χώνει» για καλά στον Σολτζενίτσιν για τις ιδεολογικές του παρλαπίπες, αλλά ούτε λέξη για τη θλιβερή εξέλιξη του Γκόρκι, που είχε καταντήσει απολογητής των εγκλημάτων του Στάλιν και υβριστής των θυμάτων του. Αλλά, στο κάτω κάτω, ο Σολτζενίτσιν πλούτισε από τις πωλήσεις των βιβλίων του, ενώ ο μεταλλαγμένος Γκόρκι ζούσε σαν μαχαραγιάς της νομενκλατούρας εις βάρος των σοβιετικών πολιτών.
Δεν υπάρχει χώρος για να επισκεφθούμε άλλες πλευρές της κριτικής εποπτείας του Γιάννη Μότσιου, όπως οι συγκριτολογικές του απόπειρες, που γίνονται για να γίνονται... Ενδιαφέρει ο μεταφραστής και όχι ο στοχαστής. Και ο μεταφραστής δηλώνει αυστηρά: «Είναι προτιμότερο να μην έχουμε μεταφράσεις, παρά να έχουμε κακές. Ή ακόμα και μέτριες». Προσυπογράφω.
Καλά ο μεταφραστής... Κάνει ό,τι μπορεί. Αμ' ο εκδότης;
Οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης μάς έχουν συνηθίσει σε καλές επιλογές, έγκυρες μεταφράσεις, επιμελημένες εκδόσεις. Εδώ παραιτήθηκαν από κάθε έλεγχο και εποπτεία. Ενας σχετικά μικρός οίκος, η Κίχλη, εκδίδει ένα διήγημα του Αλ. Γκριν (Τα πορφυρά πανιά), σε άριστη μετάφραση της Ιοκάστης Καμμένου, και αναθέτει την επιμέλεια σε δύο καταξιωμένες μελετήτριες (Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Γιώτα Κριτσέλη). Οι ΠΕΚ παρέδωσαν τον Ντοστογιέφσκι, τον Γκόγκολ, τον Τσέχοφ με κλειστά μάτια στην αυθεντία του Γιάννη Μότσιου.
Ούτε μια ματιά στα Περιεχόμενα δεν έριξε κανείς. Θα έβλεπε ότι ένας συγγραφέας (Κ. Στανιουκόβιτς) και το διήγημά του, σύνολο 85 σελίδες, είναι άφαντες! Στο ίδιο αυτό διήγημα υπάρχει μια «γαλλικούρα»: «Taisej-vous»! (Σιωπή!) με αστερίσκο... Και διαβάζουμε την υποσέλιδη εξήγηση: «Το πουλί τσουτσουλιάνος»!
Ενα «τρίτο μάτι» ίσως θα ενθάρρυνε τον μεταφραστή να ελαφρύνει τον υπερπληθυσμό του Β' τόμου (υπερδιπλάσιοι συγγραφείς σε σχέση με τον Α' τόμο του χρυσού αιώνα σε 150 λιγότερες σελίδες). Αλλη μια «πληθώρα της πληθώρας».
Η ουσιαστική επιμέλεια θα πρότεινε, νομίζω, στον ανθολόγο να ελαφρύνει αυτή την πτώση, αφαιρώντας π.χ. τη Λουντμίλα Σουχαρόκοβα (Ελευθεριάδη) με τις ανατολίτικες σοφίες και την «επικάθιση στον άλλο»... Κι ας έμενε η Γκαλίνα Σουτσόβα ως ζόμπι του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Χάθηκε, βρε αδερφέ, ένας ρωσομαθής αναγνώστης να προλάβει την προσάραξη του «Γκάλιφαξ»...
Ανθολογία ρωσικού διηγήματος
Επιλογή, εισαγωγή, μετάφραση από τα ρωσικά, βιοβιβλιογραφικά και κριτικά σημειώματα: Γιάννης Μότσιος
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Ηράκλειο, 2019
Τόμος Α’: 1830-1916
Τόμος Β’: 1918-2016
Σελ. 1.320
Τιμή: 35 ευρώ