Σε τροχιά σύγκρουσης με την ΕΕ εισήλθε χθες η Τερίζα Μέι – με τη στήριξη μιας οριακής πλειοψηφίας των βρετανών βουλευτών. Τροπολογία επί της (απορριφθείσας) συμφωνίας της για το Brexit που είχε καταθέσει ο συντηρητικός βουλευτής Γκρέιαμ Μπρέιντι και είχε οπισθογραφήσει η ίδια ζητώντας την αντικατάσταση του backstop, της δικλίδας ασφαλείας που αποσκοπεί στην αποφυγή σκληρών συνόρων στην Ιρλανδία, με «εναλλακτικές ρυθμίσεις» υπερψηφίστηκε αργά χθες το βράδυ από τη Βουλή των Κοινοτήτων με 317-301 ψήφους. Νωρίτερα, η βρετανίδα πρωθυπουργός είχε δεσμευτεί ενώπιον του Σώματος να επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία με την ΕΕ ώστε να επιτύχει «σημαντικές και νομικά δεσμευτικές αλλαγές». Εδειξε έτσι να ποντάρει τη μόνη της ελπίδα να σώσει το σχέδιό της για το Brexit στο να ζητήσει από την ΕΕ κάτι που η τελευταία χαρακτήριζε εξαρχής – και επανέλαβε κατηγορηματικά χθες πως είναι – αδύνατο.

«Είναι πλέον σαφές πως υπάρχει ένας δρόμος που μπορεί να εξασφαλίσει μια βιώσιμη πλειοψηφία σε αυτό το Σώμα» επέμεινε η Μέι δεσμευόμενη να «προχωρήσει αυτή την εντολή εμπρός». Την απάντηση της την είχαν ήδη δώσει εντούτοις ευρωπαίοι αξιωματούχοι αλλά και ο Εμανουέλ Μακρόν: ο γάλλος πρόεδρος προειδοποίησε από την Κύπρο όπου βρισκόταν τη βρετανίδα πρωθυπουργό πως η συμφωνία που συνομολογήθηκε ανάμεσα στην κυβέρνησή της και την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του ιρλανδικού backstop, «είναι η καλύτερη δυνατή συμφωνία. Δεν είναι επαναδιαπραγματεύσιμη». Και της την (ξανα)έδωσε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των ψηφοφοριών στο Λονδίνο ο εκπρόσωπος του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ: «Το backstop είναι μέρος της συμφωνίας αποχώρησης και η συμφωνία αποχώρησης δεν είναι ανοιχτή σε αναδιαπραγμάτευση». Με τη Μέι να επιμένει εντούτοις σε αυτή την τελευταία, ο Μακρόν σημείωσε πως ένα Brexit χωρίς συμφωνία στις 29 Μαρτίου είναι μια κατάσταση που «κανένας δεν θέλει, αλλά για την οποία θα έπρεπε όλοι να προετοιμαστούμε».

Εξοδο χωρίς συμφωνία δεν επιθυμεί, πράγματι, ούτε το βρετανικό Κοινοβούλιο. Η μόνη άλλη τροπολογία που πέρασε, από τις επτά που είχε κάνει συνολικά δεκτές ο πρόεδρος του Σώματος Τζον Μπέρκοου, δηλώνει πως η Βρετανία δεν θα αποχωρήσει από την ΕΕ «χωρίς μια Συμφωνία Αποχώρησης και ένα πλαίσιο για τη Μελλοντική Σχέση»: έχει όμως απλώς συμβουλευτικό χαρακτήρα και καμία νομοθετική ισχύ. Και όλες οι προσπάθειες βουλευτών να αποσπάσουν τον έλεγχο του Brexit από τη Μέι, αν μη τι άλλο να της επιβάλουν να ζητήσει παράταση του Brexit σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία εγκαίρως, καταψηφίστηκαν. Οριακά όμως – καταδεικνύοντας πόσο διχασμένο είναι το Σώμα, αλλά και η χώρα εν γένει.

Η πολυσυζητημένη τροπολογία που είχαν καταθέσει η βουλευτής των Εργατικών Ιβέτ Κούπερ και ο βουλευτής των Συντηρητικών Νικ Μπόουλς δίνοντας στην Τερίζα Μέι διορία έως τις 26 Φεβρουαρίου προκειμένου να (επανα)διαπραγματευτεί με τις Βρυξέλλες, να αναθεωρήσει το σχέδιό της και να εξασφαλίσει έγκριση για αυτό από το Κοινοβούλιο, και προβλέποντας πως σε αντίθετη περίπτωση η Βουλή των Κοινοτήτων μπορούσε να την υποχρεώσει, μέσω κοινοβουλευτικής ψηφοφορίας, να ζητήσει από την ΕΕ αναβολή του Brexit από τις 29 Μαρτίου για έως και εννέα μήνες, καταψηφίστηκε με 321-298 ψήφους.

Η τροπολογία που είχε καταθέσει ο ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν, ζητώντας από το Κοινοβούλιο να εξετάσει εναλλακτικές λύσεις για να αποτρέψει ένα Brexit χωρίς συμφωνία – ανάμεσά τους μια συμφωνία μόνιμης τελωνειακής ένωσης αλλά και ένα δεύτερο δημοψήφισμα -, καταψηφίστηκε με 327-296 ψήφους.

Η τροπολογία που είχε προτείνει ο Συντηρητικός βουλευτής Ντόμινικ Γκριβ, ζητώντας να δοθεί στους βουλευτές η δυνατότητα να συζητούν τις δικές τους προτάσεις για το Brexit μία ημέρα την εβδομάδα κατά την περίοδο Φεβρουαρίου – Μαρτίου, καταψηφίστηκε με 321-301 ψήφους.

Και η τροπολογία που είχε καταθέσει η Εργατική βουλευτής Ρέιτσελ Ριβς, ζητώντας διετή παράταση του Brexit σε περίπτωση μη επικύρωσης κάποιας συμφωνίας από τη βρετανική Βουλή έως τις 26 Φεβρουαρίου, απορρίφθηκε με 322-290 ψήφους.

Μετά το πέρας της συνεδρίασης, πάντως, η Μέι απηύθυνε έκκληση για συνομιλίες στον επικεφαλής των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν – την οποία ο τελευταίος, αναιρώντας τη στάση που κρατούσε τις τελευταίες εβδομάδες, αποδέχθηκε.