Οι λαϊκιστικές εξεγέρσεις στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν φτάσει αμφότερες σε ένα κρίσιμο σημείο. Στην αρχή της τρίτης του χρονιάς στον Λευκό Οίκο, ο Ντόναλντ Τραμπ προεδρεύει του μεγαλύτερου shutdown της ομοσπονδιακής κυβέρνησης στην Ιστορία. Εχοντας στριμωχτεί μόνος του στη γωνία, βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στο έλεος των Δημοκρατών του Κογκρέσου αν θέλει να διαπραγματευτεί ένα τέλος στην κρίση που δημιούργησε.

Αντιστοίχως, η βρετανίδα πρωθυπουργός Τερίζα Μέι, αφού απέτυχε να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για τη συμφωνία της για το Brexit, πρέπει τώρα να διαπραγματευτεί είτε με το αντιπολιτευόμενο Εργατικό Κόμμα ή με τους Brexiteers του κόμματός της και του βορειοϊρλανδικού DUP που στηρίζει την κυβέρνησή της. Στο μεταξύ, διπλωμάτες και πολιτικοί στις Βρυξέλλες λυπούνται βαθιά για την τελευταία αυτή ήττα της Μέι. Στο κάτω κάτω, η συμφωνία που καταψηφίστηκε δεν ήταν απλώς «η συμφωνία της Μέι», αλλά και «η συμφωνία της EE» – κάτι που αγνοήθηκε από υπερβολικά πολλούς βρετανούς βουλευτές.

Οι βρετανοί πολιτικοί θα βρουν αναμφισβήτητα νέες πόρτες να ανοίξουν στην Ευρώπη, το κατά πόσο όμως θα καταφέρουν να επιτύχουν μια πολυκομματική συμφωνία που θα τους επιτρέψει να τις περάσουν παραμένει αβέβαιο. Οι διακομματικές λύσεις δεν έρχονται αβίαστα στο διπολικό, συγκρουσιακό πολιτικό σύστημα του ΗΒ. Και εντούτοις, όπου υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος να μπει το εθνικό συμφέρον πάνω από τα στενά μικροκομματικά οφέλη.

Μια πολιτισμική μετατόπιση προς μια ευρωπαϊκού στυλ διαδικασία «συναπόφασης» θα μπορούσε να κερδίσει τη στήριξη του βρετανικού κοινού, καθώς και των ευρωπαίων διαπραγματευτών για το Brexit. Και αν οι βρετανοί πολιτικοί ηγέτες έχουν την οποιαδήποτε ελπίδα να ενώσουν τη βαθιά διχασμένη τους χώρα, θα πρέπει να δώσουν πρώτοι το παράδειγμα.

Κοιτάζοντας εμπρός, η ΕΕ θα παραμείνει σε κάποιον βαθμό ελαστική, όπως υπήρξε εξαρχής. Αυτό που δεν θα ανεχθεί είναι απόπειρες βρετανών πολιτικών – Εργατικών ή Συντηρητικών –  να λύσουν εσωτερικές πολιτικές έριδες στη δική της πλάτη.

Στο πλαίσιο αυτό, βρετανικά αιτήματα παράτασης των διαπραγματεύσεων για το Brexit πρέπει να αξιολογηθούν καλόπιστα. Καμία παράταση δεν μπορεί όμως να δοθεί πέραν της 2ας Ιουλίου του 2019, διότι τότε θα συνέλθει το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από μια εκλογική διαδικασία, τον Μάιο, που θα είναι πραγματική μάχη για την ψυχή της Ευρώπης. Με τους λαϊκιστές στην Ουγγαρία, την Πολωνία και αλλού να κάνουν εκστρατεία εναντίον των θεμελιωδών αξιών της ΕΕ, οι ευρωπαίοι πολιτικοί έχουν πολύ περισσότερα από τα βρετανικά εσωτερικά πολιτικά καβγαδάκια να ανησυχούν.

Οσο για τους Remainers που επιδιώκουν να ανατρέψουν το δημοψήφισμα του 2016 για το Brexit, πρέπει να θυμούνται πως το ΗΒ δεν χρειάζεται να μείνει εκτός ΕΕ για πάντα. Η συμφωνία που βρίσκεται σήμερα πάνω στο τραπέζι δεν εμποδίζει τη Βρετανία να επαναιτηθεί την ένταξή της, ακόμα και στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Στο δικό μου μυαλό, είναι σχεδόν αναπόφευκτο να εμφανιστεί μια μέρα ένας ακαταμάχητος νεαρός βρετανός πολιτικός που θα οδηγήσει το ΗΒ πίσω στην ΕΕ, εκεί όπου ανήκει. Προς το παρόν, όμως, ο χρόνος πιέζει.

Ο Γκι Φέρχοφστατ, πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου, είναι πρόεδρος της ευρωομάδας των Φιλελευθέρων και επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις διαπραγματεύσεις για το Brexit