Αν κάποιος παρακολουθήσει την εξέλιξη της σχέσης του Αλέξη Τσίπρα με την Ανγκελα Μέρκελ μέσα από τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού από τις αθώες εποχές της αντιπολίτευσης ώς τις αβρότητες του τελευταίου διημέρου, μπορεί να εμπνευστεί για μυθιστόρημα.

Η Γερμανία, ο τέως υπουργός Οικονομικών της, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κι η Ανγκελα Μέρκελ προσωπικά, στοχοποιήθηκαν από το σύνολο του αντιμνημονιακού μετώπου. Η ρητορική της στοχοποίησης αυτής είχε διαφορές μόνο επί του υφολογικού κι αυτές ακόμη δεν ήταν καν πάντοτε ευδιάκριτες.

Στην αγριότερη εκδοχή της, η Γερμανία βαφτίστηκε Δ’ Ράιχ, η δε Ανγκελα Μέρκελ απεικονίστηκε σκιτσαρισμένη ή φωτοσοπαρισμένη να φορά ναζιστική περιβολή. Στην πιο «ήπια» βερζιόν της κριτικής του κ. Τσίπρα, η Ανγκελα Μέρκελ ήταν αυτή που επιθυμεί να διευθύνει την Ευρωπαϊκή Ενωση και να τη μετατρέψει σε μια κόλαση νεοφιλελεύθερη, βγαλμένη από κάποιον ακραίο καπιταλιστικό εφιάλτη. Η πρόθεσή της, σύμφωνα με όσα της απέδιδε ο αντιμνημονιακός, τότε, Αλέξης Τσίπρας, είναι να μετατρέψει την Ελλάδα σε μια ζώνη φτηνών επενδύσεων, ώστε «να δουλεύει ο Νότος για να κερδίζει ο Βορράς και συγκεκριμένα η Γερμανία», «προκειμένου κάποιοι τραπεζίτες να περνάνε καλά» ή γιατί θέλει να τιμωρήσει τις «απείθαρχες χώρες» λόγω της «προτεσταντικής αντίληψής της».

Η στροφή στις σχέσεις τους ξεκίνησε σταδιακά από το πρώτο, ήδη, εξάμηνο της διακυβέρνησης Τσίπρα. Στο πλαίσιο της πολιτικής διαπραγμάτευσης, ο Αλέξης Τσίπρας έφτασε να εκτιμά τον γερμανικό πραγματισμό και την πολιτική δύναμη κι εμπειρία της καγκελαρίου. Ηταν αυτή που περιέσωσε την κατάσταση, κρατώντας δίαυλο επικοινωνίας με τον Πρωθυπουργό την ίδια στιγμή που ο Γιάνης Βαρουφάκης έβαζε φωτιά στα Eurogroup. Ενδεικτικά, τον Απρίλιο του 2015, ο Πρωθυπουργός δήλωνε πως «τώρα που τη γνώρισα από κοντά λέω ότι δεν είναι τυχαίο που είναι τόσα χρόνια καγκελάριος. Είναι επιμελής, μελετημένη και διαβασμένη που έχει τη γερμανική κουλτούρα που θέλει να λέει ο άλλος την αλήθεια και να μην κοροϊδεύει».

Ηταν όμως οι προσφυγικές ροές που, τελικά, κατέστησαν τον Αλέξη Τσίπρα αγαπημένο παιδί της καγκελαρίας. Η Μέρκελ χρειαζόταν την Ελλάδα για να συγκρατήσει τις μεταναστευτικές ροές που της δημιουργούσαν πολιτικό πρόβλημα. Ο Αλέξης Τσίπρας χρειαζόταν τη Γερμανία για να μπορέσει να γίνει ο Πρωθυπουργός που θα πει πως έβγαλε την Ελλάδα από τα Μνημόνια και θα έχει να δώσει στους Ελληνες μερικά θετικά μέτρα μέχρι να κλείσει τετραετία. Ηταν ένα ακαταμάχητο πολιτικό ντιλ κι οι δυο πλευρές τήρησαν, αμφότερες, τους όρους του κι έγιναν, με τη βούλα, σύμμαχοι.

Αν λοιπόν κάποτε γραφτεί η ιστορία αυτής της σχέσης, το αν θα είναι ένα επιστολικό μυθιστόρημα περί της λεπτής γραμμής που χωρίζει το μίσος από την αγάπη ή αν θα είναι μια πολιτική σάτιρα, είναι μόνο θέμα γούστου κι οπτικής. Σε κάθε περίπτωση, θα είναι μια παρακαταθήκη προς τις επόμενες γενιές επίδοξων ηγετών ως ένα άριστο εγχειρίδιο πολιτικού κυνισμού.