Από την αυστηρή κυριολεξία του ιστοριοδίφη Μ. Γεδεών («ησυχαστήριον θεοσκέπαστον και ποιητικότατον») ώς την αφήγηση του χειρουργού Δημήτρη Λινού για τα 17 μοναστήρια της Βόρειας Αμερικής, που θυμίζουν εκείνα του Αγίου Ορους, μεσολαβούν άλλες 54 ψηφίδες για την αθωνική πολιτεία. Αλλά καθώς προχωράει κανείς την ανάγνωση, αντιλαμβάνεται ότι σκοπός της συλλογής δεν είναι μία εξαντλητική καταγραφή των θρησκευτικών, ιστορικών ή λογοτεχνικών συμπαραδηλώσεων – πώς αλλιώς άλλωστε; – όσο του αισθητικού τοπίου που κρύβεται πίσω από το Αγιο Ορος.

Ορισμένες από τις διηγήσεις μοιάζουν «αναμενόμενες», χωρίς το αρνητικό φορτίο του όρου. Σε μια τέτοια συλλογή αναμένεις, για παράδειγμα, τη συνεισφορά του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (από την «Εφημερίδα», 5/7/1889). Ακόμα κι αυτή, όμως, κρύβει ένα απρόσμενο έως και αποκαλυπτικό σχόλιό του για τη «νοθεία εις τον θρησκευτικόν βίον», με την ευαισθησία που αναλογεί στον χριστιανό Παπαδιαμάντη: «Ο από του Βορρά κατελθών χείμαρρος έφερεν εκτός των ρουβλίων και των πολιτικών σκοπών, έθιμα τινα και ιδέας απαδούσας εις τας γνήσιας βυζαντινάς παραδόσεις. Εκτισε ναούς και εφήρμοσε επ’ αυτών ρωσικά σχέδια με μεγάλην επίδειξιν και μικράν καλαισθησίαν. Εκόμισεν ιερά άμφια βαρύτιμα μεν, και δυνάμενα όρθια να σταθώσιν ως ανδρείκελα, αλλά κακόζηλα και πόρρω απέχοντα της σεμνότατης ποικιλτικής των βυζαντινών χρόνων». Συμπληρωματικά μάλιστα για την ιστορική ακρίβεια λειτουργεί, λίγες σελίδες παρακάτω, η περιγραφή του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη για το Καρούλι: «Χρονολογείται η εμφάνισις των Ρώσων εις το μέρος αυτό του Αθωνος από του 1870 περίπου».

Στα άγρια ησυχαστήρια στα Καρούλια αναφέρεται και ο «αμφισβητίας» Καζαντζάκης (στο «Ο κόσμος και οι Ελληνες», 1965), κατά το δικό του «προσκύνημα» μαζί με τον Αγγελο Σικελιανό, το αγιορείτικο ημερολόγιο του οποίου θυμίζει διεξοδικά ο Παντελής Πρεβελάκης στο προτελευταίο κεφάλαιο του τόμου. Με μια κουβέντα προς τον γέροντα Μακάριο Σπηλαιώτη ο κρητικός λογοτέχνης συμπυκνώνει – όχι χωρίς τη ρητορική υπερβολή που συνοδεύει τους αφορισμούς – τη σχέση δέους και απόστασης για τον μοναχικό βίο: «Χαιρετίσματα στον ουρανό. Και πες στο Θεό, δε φταίμε εμείς, φταίει αυτός που έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο». Την έκφραση αυτή θα θυμηθεί ο αρχιτέκτων – μηχανικός Ι. Βασιλείου στο δικό του «Αμάρτημα στον Αθω», από τα πλέον ενδιαφέροντα κεφάλαια, όπου «εξομολογείται» την πρωτοβουλία του να τραβήξει από τη μοναστική πολιτεία τον γιο ενός πλούσιου ταβερνιάρη από τη Θεσσαλονίκη.

Προσωπικές εμπειρίες

Γενικότερα, οι καλύτερες στιγμές της συλλογής προκύπτουν όταν η προσωπική εμπειρία και αφήγηση ενσωματώνεται μέσα στη μεγάλη εικόνα. Οταν, για παράδειγμα, ο Τάκης Παπατσώνης ασκεί πλήρη έλεγχο στη γλώσσα και το ύφος για να αποδώσει την «Οψη του Αθω»: «Στριφογυρνάνε γύρου στα καντήλια οι μεγαλώτατες νυχτερίδες, οι καλογέροι που ανεμίζουν τα μυστήρια, που ριπίζουν τις εκστάσεις. Οι ψαλτάδες, σαν εξεστηκότες, σαν σε λήρο και σε μεθύσι, ψάλνουνε γοητευτικά τα παθιάρικα μέλη, δίχως η σοβαρότητα της λειτουργίας και της παράδοσης να τους αποκόβει τις οιστρήλατες ορμές». Ή όταν ο Χρόνης Μπότσογλου μεταφέρει στο ημερολόγιο του 1988 εντυπώσεις από τις αγιογραφίες: «Ετσι λαμπρές φαντάζανε οι ζωγραφιές του Πανσέληνου στην ολονυκτία του «Αξιον εστί», μέσα στην αχλύ των κεριών των πολυελαίων που χορεύανε… Ενιωσα το ίδιο ρίγος σαν να μου αποκαλυπτότανε το απόλυτο, όπως μπροστά στις ζωγραφιές του Ρέμπραντ, του Γκρέκο, του Βελάσκεθ, ή ακούγοντας Μπαχ και Μότσαρτ, ή περιδιαβάζοντας τον Ηνίοχο, τη Νεφερτίτη και τα γλυπτά της Ολυμπίας».

Η «Ασβεστη φλόγα» δεν είναι μόνο ένα καλειδοσκόπιο, όπου η αφήγηση των πεζογράφων, των καλλιτεχνών, των πολιτικών και των προσκυνητών εναλλάσσεται με εκείνες των μοναχών ή ιερωμένων (αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος, ιερομόναχος Μύρων Σιμωνοπετρίτης, παπα-Κύριλλος Αγιορείτης, Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος). Λειτουργεί και σαν παλίμψηστο, όπου η συνεισφορά καθενός από τους συμμετέχοντες επικυρώνει, συγκεκριμενοποιεί, «υπονομεύει» ή διαψεύδει τις παρωχημένες – χρονικά ή εννοιολογικά – περιγραφές. Κι εδώ, όπως φάνηκε στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη, μπορεί να κρύβεται το «θαύμα». Η φλόγα να παραμένει «άσβεστη» ήδη στους παλαιούς των ημερών.

Συλλογικό

Ασβεστη φλόγα

Επιμέλεια – επιλογή Θανάσης Θ. Νιάρχος, Καστανιώτης 2018, σελ. 480

Τιμή: 26,50 ευρώ