Eχει δίκιο ο μεταφραστής Γιάννης Λειβαδάς: «ο Μουρ δεν ήταν σε τίποτα τυπικός… δεν ανταποκρινόταν στους περιορισμούς των ειδών και των κατηγοριών της εποχής του…». Σε κάθε σελίδα στις «Εξομολογήσεις ενός νεαρού άνδρα» (εκδ. Εξάντας, Νοέμβριος 2018) του Τζορτζ Μουρ συνυπάρχουν το υπόγειο ρεύμα του μοντερνισμού (τον οποίο ο συγγραφέας ποτέ δεν επικρότησε), η συνειδησιακή ροή της γραφής, η αυτοανάλυση και η διακειμενικότητα. Αλλά και οι παρατηρήσεις προς τον «υποκριτή αναγνώστη», τον οποίο επικαλείται συχνά, καθώς εξιστορώντας τις αμαρτίες του νιώθει ότι εξιστορεί τις αμαρτίες όλων: «Ας μην μιλάμε λοιπόν για τον Σέξπιρ, τον Μολιέρο και τους μεγάλους λογοτέχνες. Όλους αυτούς τους θεωρούν σπουδαίους επειδή θεωρούνται σπουδαίοι εδώ και αιώνες. Εάν οι άνθρωποι κατανοούσαν τον Άμλετ, δεν θα διάβαζαν την εφημερίδα Petit Journal, άμα οι άνθρωποι κατανοούσαν τον Μιχαήλ Άγγελο, δεν θα κοιτούσαν τον κάθε Μπουγκερό ή τον κάθε σερ Φρέντερικ Λέιτον». Οι αναφορές στη ζωγραφική δεν είναι τυχαίες, καθώς ο Μουρ, που γεννήθηκε το 1852 στο Κάρνακον της Ιρλανδίας και πέθανε το 1933 στο Λονδίνο, θεωρείται ο άνθρωπος που προώθησε τους γάλλους ιμπρεσιονιστές στην Αγγλία. «Ο Ντεγκά δεν ζωγραφίζει ανθρώπους από τα πλήθη, αλλά τον απασχολεί ο χαρακτήρας – ζωγραφίζει πωλήτριες, κορίτσια των μπαλέτων και πλύστρες, αλλά η ποιότητα που τους προικίζει με αθανασία είναι ακριβώς η ίδια με εκείνη που χαρίζει αιώνια ζωή στις παρθένες και τους αγίους του Λεονάρντο ντα Βίντσι μέσα στο μυαλό των ανθρώπων».