Η αναθεώρηση του Συντάγματος γίνεται στο πλαίσιο μιας σύνθετης και πληθωρικής διαδικασίας που περιλαμβάνει απόφαση της Βουλής σε δύο διαδοχικές περιόδους, και υπό τον όρο ότι σε μία από αυτές επιτυγχάνεται πλειοψηφία 180 ψήφων. Ο λόγος είναι προφανής: η αναθεώρηση πρέπει να σέβεται βασικά χαρακτηριστικά της συνταγματικής τάξης: ωριμότητα, διάρκεια, συναίνεση.

Δυστυχώς η διαδικασία δεν αρκεί για να εξασφαλίσει αυτά τα χαρακτηριστικά. Η θεσμική ωριμότητα επιβεβαιώνεται μόνο όταν αντιλαμβανόμαστε το Σύνταγμα ως βάση της πολιτικής ενότητας ελεύθερων και ίσων πολιτών. Δεν είναι ρόλος του Συντάγματος να κατοχυρώνει ιδεολογικές νίκες.

Θα μας αντιταχθεί ότι το Σύνταγμα περιέχει διατάξεις που μας εγκλωβίζουν σε ιδεολογικές νίκες του παρελθόντος. Ζητούμενο όμως είναι να επιτύχουμε ορισμένη στοιχειώδη συναίνεση για την αναθεώρησή τους. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι θεωρούν ότι το άρθρο 16 που ρυθμίζει την Εκπαίδευση είναι αναχρονιστικό. Θα επιθυμούσαν αλλαγή, αλλά για διαφορετικούς λόγους (άνοιγμα της Ανώτατης Εκπαίδευσης σε μη κρατικές δομές και αναμόρφωση του ρόλου της θρησκευτικής αγωγής στη βασική Εκπαίδευση). Αλλά είναι τέτοια η ιδεολογική απόσταση μεταξύ τους, ώστε πολλοί εξ αυτών θα αισθάνονταν πλέον ασφαλείς εάν δεν αλλάξει τίποτε.

Το ζήτημα φυσικά περιπλέκεται διότι υπάρχουν διατάξεις για τις οποίες είναι ώριμες οι συνθήκες της αναθεώρησης (εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, ευθύνη υπουργών, επιλογή σε θέσεις ευθύνης στα ανώτατα δικαστήρια, κ.λπ.). Είναι πολύ πιθανό να υπάρξει απόφαση της Βουλής για την αναθεώρησή τους.

Αυτή η απόφαση σφραγίζει το εύρος της αναθεώρησης. Εάν π.χ. δεν περιληφθεί το άρθρο 16, αυτό δεν θα μπορεί να αναθεωρηθεί. Εάν η επόμενη Βουλή επιθυμεί σφόδρα την αναθεώρησή του, είτε θα πρέπει να ματαιώσει τη διαδικασία, είτε να περιμένουμε πέντε χρόνια από την ολοκλήρωση της αναθεώρησης, ώστε να ξεκινήσει νέα διαδικασία. Και δεν είναι λίγα.

Το ενδιαφέρον σε τέτοια εξέλιξη είναι ότι και η επόμενη Βουλή θα αποφασίσει με το βλέμμα στις μεθεπόμενες εκλογές. Εάν η νέα πλειοψηφία ματαιώσει τη διαδικασία, θα δεχθεί κριτική ότι δεν αξιοποίησε την αναθεωρητική ευκαιρία: μία ευκαιρία περιορισμένη μεν, αλλά ικανή να διορθώσει σημαντικές ατέλειες στη θεσμική μας οργάνωση. Ετσι, η νέα πλειοψηφία θα κληθεί να εξηγήσει γιατί αποδέχεται π.χ. οι υπουργοί της να εξακολουθούν να χαίρουν της αυξημένης ποινικής προστασίας, πώς προτίθεται να αντιμετωπίσει το ζήτημα της προεδρικής εκλογής του 2020 κ.ο.κ.

Ο αντίλογος που μπορεί να δώσει είναι η ανάγκη για μείζονες αλλαγές, π.χ. στο άρθρο 16. Αυτό όμως προϋποθέτει την πιθανολόγηση ότι η μεθεπόμενη Βουλή θα μπορέσει να συμφωνήσει στο νέο του περιεχόμενο. Και η πειστικότητα αυτής της υπόθεσης ενδεχομένως συναρτάται με τον χρόνο εκείνων των εκλογών και τον εκλογικό νόμο. Στρατηγικές παιγνίων σε πλήρη ανάπτυξη.

Ο Νίκος Παπασπύρου, διδάκτωρ Νομικών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, είναι επίκουρος καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ