«Εχει κανείς σπίρτο;», ρώτησε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ τους έκπληκτους επιβάτες ενός βαγονιού του λονδρέζικου μετρό. Ή, τουλάχιστον, αυτήν την ιστορία διηγείται «Η πιο σκοτεινή ώρα». Πρόκειται για την πιο καθοριστική στιγμή της ταινίας, εκεί που ο Τσόρτσιλ καλείται να αποφασίσει αν η Βρετανία θα αντισταθεί στη ναζιστική Γερμανία. Το σενάριο, χολιγουντιανής παραγωγής, τον στέλνει κυριολεκτικά στο υπέδαφος. Στη βάση. Στον άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Στον «μέσο ψηφοφόρο». Και εκεί, η κρυφή επιθυμία του ηγέτη κουμπώνει γλυκά με την επιθυμία του πλήθους. «Δεν θα πάρουν ποτέ το Πικαντίλι!».

Η πραγματικότητα δεν μοιάζει συχνά με ταινία. Κυρίως γιατί, στη δημοκρατία όχι μόνο δεν υπάρχουν αδιέξοδα, αλλά υπάρχουν πάντα επιλογές. Και αυτές γίνονται πιο ξεκάθαρες από ποτέ όταν μια κυβέρνηση προσφεύγει σε δημοψήφισμα. Εκεί, τις περισσότερες φορές, δεν υπάρχουν ερμηνείες ούτε γκρίζες ζώνες. Το δίλημμα «ναι ή όχι» μπορεί να έχει μόνο μια απάντηση, όχι μόνο για τους πολίτες, αλλά και γι’ αυτούς που το σκαρφίστηκαν. Υπό μια έννοια, αναγκάζει τους πάντες να πάρουν θέση. Στην πράξη, αυτό σημαίνει πως εκείνοι που κηρύσσουν δημοψήφισμα πρέπει να είναι πολύ σίγουροι για τον εαυτό τους. Στην Ευρώπη της τελευταίας δεκαπενταετίας, σημαίνει κάτι ακόμη – πρέπει να είναι έτοιμοι να χάσουν.

Γαλλία – Ολλανδία: ο πρώτος γύρος

Το έτος ήταν το 2005. Η οικονομική κρίση δεν υπήρχε ακόμα ούτε ως σκέψη στα μυαλά των Ευρωπαίων. Μετά το ενιαίο νόμισμα, λοιπόν, μπήκε στα σκαριά ένα ενιαίο Σύνταγμα – έτσι ώστε η πολιτική ενοποίηση να ακολουθήσει την οικονομική. Οι αντιδράσεις στο εσωτερικό των χωρών δεν άργησαν να έρθουν. Η Βρετανία γίνεται το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος που ανακοινώνει την πρόθεσή του για δημοψήφισμα. Ακολουθούν η Ισπανία και η Γαλλία του Ζακ Σιράκ. Στην πρώτη, το Σύνταγμα εγκρίθηκε με μεγάλο ποσοστό. Ολοι πίστεψαν πως το ίδιο θα συνέβαινε παντού. Ο γάλλος πρόεδρος και το κόμμα του στήριξαν με πάθος το Ναι. Ακόμα και οι Σοσιαλιστές, με τον Φρανσουά Ολάντ να ηγείται της αντίστοιχης εσωκομματικής καμπάνιας. Το δημοψήφισμα, όμως, είχε αγγίξει ευαίσθητες εθνικές χορδές. Το 54,67% γύρισε την πλάτη στις προθέσεις του Σιράκ και αυτό που φάνταζε ως εύκολη νίκη, εξελίχθηκε σε μια ταπεινωτική ήττα.

Λίγες μέρες μετά, ακολούθησε ένα ακόμα δημοψήφισμα, για τον ίδιο λόγο – αυτή τη φορά στην Ολλανδία. Εκεί, ένα μικρό ακροδεξιό κόμμα με μονοψήφια εκλογική επιρροή ήταν το μοναδικό που προεκλογικά τάχθηκε εναντίον του ευρωπαϊκού Συντάγματος. Οσοι στήριξαν το Ναι έκαναν τον αγώνα της ζωής τους, όμως ούτε αυτός ήταν αρκετός. Εχασαν τη μάχη πανηγυρικά, με ποσοστό 61,54%. Αυτό ήταν, η καρδιά της ηπειρωτικής Ευρώπης είχε μιλήσει. Το δημοψήφισμα στη Βρετανία ακυρώθηκε και οι Βρυξέλλες απέσυραν την πρόταση για ενιαίο Σύνταγμα, στέλνοντάς την προς επανεξέταση. Οταν, το 2007, το καινούργιο κείμενο – η Συνθήκη της Λισαβόνας – έφτασε προς έγκριση, ο Νικολά Σαρκοζί το έστειλε στο Κοινοβούλιο. Για ασφάλεια.

Ελλάδα: αυτό που δεν μέτρησε

Η ιστορία εδώ είναι γνωστή: η Ελλάδα, έπειτα από μήνες αποτυχημένης διαπραγμάτευσης, καλούνταν να αποφασίσει αν εγκρίνει ένα νέο πακέτο δημοσιονομικών μέτρων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με ένα λαϊκιστικό κρεσέντο, έριξε το μπαλάκι στους πολίτες. Το μακροσκελές ερώτημα, μέσα σε μόλις επτά μέρες, προκάλεσε μια από τις διχαστικές πολιτικές συγκρούσεις στη μοντέρνα ιστορία της χώρας. Η ευρωπαϊκή κοινότητα τάχθηκε δημόσια υπέρ του Ναι, η ελληνική κυβέρνηση όμως συνέχισε έως την τελευταία στιγμή να στηρίζει το Οχι – κι ας ξέρουμε σήμερα ότι το βράδυ που ανακοινώθηκε πως το 61,31% των πολιτών είχε απορρίψει τα μέτρα, στο Μέγαρο Μαξίμου η ατμόσφαιρα ήταν κάθε άλλο παρά πανηγυρική. Το διακύβευμα ήταν, όντως, η παραμονή στην ευρωζώνη και η τελική υποχώρηση της κυβέρνησης έδωσε το τελικό χτύπημα, δημιούργησε ανοσία στην πολιτική εξαπάτηση.

Βρετανία: Ευρώπη; Οχι, ευχαριστώ

Η ιδιότυπη σχέση της Βρετανίας με την υπόλοιπη Ενωση ήταν ένα σταθερό δεδομένο στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Γι’ αυτό όταν ο Ντέιβιντ Κάμερον ανακοίνωσε πως η υπόσχεση που έδωσε προεκλογικά για δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας στην ΕΕ θα γινόταν πραγματικότητα, η ανησυχία ήταν έκδηλη. Κυρίως γιατί η Βρετανία δεν είναι Ελλάδα – και τα «όχι» δεν γίνονται εύκολα «ναι». Η πολιτική εξουσία έβαλε τα δυνατά της. Και αυτή τη φορά, ολόκληρη η Ευρώπη προέβαλε τον πιο ελκυστικό εαυτό της, αυτόν της συνεννόησης και της συνεργασίας. Ομως, το 51,89% του βρετανικού πληθυσμού (κυρίως του αγγλικού) δεν ανταποκρίθηκε. Πριν από λίγες μέρες, η αντικαταστάτρια του Κάμερον, Τερίζα Μέι, ανακοίνωσε πως το 2019 σταματά η ελεύθερη μετακίνηση πολιτών ανάμεσα σε ΕΕ και Βρετανία, σημαίνοντας το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας καινούργιας.

Καταλωνία: πρώτα το έθνος

Αφού το καρότο δεν έπιασε, ήρθε η ώρα για το μαστίγιο. Οταν η Καταλωνία ανακοίνωσε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της περιοχής, η ισπανική κυβέρνηση έβαλε τα μεγάλα μέσα. Αφού δεν μπορούσε να πείσει με τα λόγια για την ενότητα της χώρας, θα την επέβαλλε, μη λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα. Το δημοψήφισμα κρίθηκε αντισυνταγματικό, η βία έκανε την εμφάνισή της στα εκλογικά κέντρα και τις πλατείες, όμως το 92,01% που ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας της Καταλωνίας αφορούσε μόνο το 43,03% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Η αποχή ερμηνεύθηκε ως η άποψη της σιωπηλής πλειοψηφίας. Και αυτό διευκόλυνε τις Βρυξέλλες να ταχθούν υπέρ του Μαριάνο Ραχόι, δηλώνοντας πως όλα τα δημοψηφίσματα πρέπει να τηρούν τους εθνικούς συνταγματικούς κανόνες.

ΠΓΔΜ: Η αποχή ως απάντηση

Η αποχή, ωστόσο, δεν διευκόλυνε πάντα τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η ανάγκη διεύρυνσης προς τα Δυτικά Βαλκάνια έφερε τους μεγαλύτερους ευρωπαίους παράγοντες στα Σκόπια, με σκοπό να στηρίξουν την προσπάθεια του Ζόραν Ζάεφ να εγκρίνει τη συμφωνία των Πρεσπών. Το τελικό ποσοστό, με 94,18%, έδειχνε μια πλειοψηφία που θέλει με πάθος να ενταχθεί στη Δύση. Η συμμετοχή όμως, που δεν ξεπέρασε το 37%, έδειχνε μια διαφορετική εικόνα – ανθρώπων που αδιαφόρησαν για το περιβόητο momentum και ενός πληθυσμού που δεν του αρέσει να του λένε τι πρέπει να κάνει. Κλασικά, βαλκανικά.

Εξι φορές. Εξι δημοψηφίσματα που κάποιος «σοφός λαός» αψήφησε τις επιθυμίες των κυβερνώντων ή των ευρωπαϊκών θεσμών. Ολα τους με ένα κοινό σημείο: το εθνικό διακύβευμα το οποίο διαπραγματεύονταν ξέφευγε από τα στενά όρια μιας χώρας, είχε αντίκτυπο σε ολόκληρη την ΕΕ. Δημοψηφίσματα που αποδεικνύουν πως ο λαϊκισμός της εξουσίας μπορεί να κερδίσει γρατζουνώντας τα πιο βίαια ένστικτα των πολιτών στους οποίους απευθύνεται. Και πως, καμιά φορά, το όραμα μιας ενωμένης, ειρηνικής Ευρώπης, που έθρεψε την προηγούμενη γενιά, χρειάζεται υπενθύμιση. Για να μη μας πάρουν ποτέ το Πικαντίλι.