Στις 13 Μαρτίου 1964 στη συνοικία Κουίνς της Νέας Υόρκης, η 28χρονη Κίτι Τζενοβέζε επιστρέφει αργά τη νύχτα από τη δουλειά. Ακριβώς έξω από το σπίτι της ένας άντρας τής επιτίθεται με μαχαίρι. Παρά τον τρόμο της, η Κιτι βρίσκει τη δύναμη να φωνάξει δυνατά:

«Βοήθεια! Θεέ μου, με χτυπάνε, με μαχαιρώνουν, βοήθεια!».

Ο κόσμος ξυπνάει, τα φώτα ανάβουν κι ένας βγαίνει στο παράθυρο:

«Ασε την κοπέλα κάτω».

Ο τύπος φοβισμένος απομακρύνεται για λίγο για να επιστρέψει δεύτερη φορά. Μπροστά στα βλέμματα 38 παθητικών θεατών, την κακοποιεί σεξουαλικά, την χτυπάει αλύπητα, τη μαχαιρώνει και τελικά την δολοφονεί.

Εκεί. Κάτω από την πόρτα της. Με τους 38 να βλέπουν την γειτόνισσά τους να ξεψυχάει στο πεζοδρόμιο. Και να μην κάνουν τίποτα για να της σώσουν τη ζωή.

Η επίθεση κράτησε περισσότερο από μισή ώρα. Ολο αυτό το διάστημα η Κίτι πάλευε, φώναζε, εκλιπαρούσε για βοήθεια. Μια βοήθεια που δεν ήρθε ποτέ, αφού οι γείτονες, οι φίλοι και γνωστοί της παρακολουθούν την αργή δολοφονία της σαν να βλέπουν ταινία τρόμου σε υπαίθριο σινεμά. Την επομένη μέρα, οι 38 στην κατάθεσή τους στην αστυνομία θα δικαιολογηθούν όλοι με τον ίδιο τρόπο:

«Ημασταν τόσο πολλοί που νόμιζα πως θα την βοηθήσει κάποιος άλλος».

Αργότερα η ψυχιατρική επιστήμη θα δώσει το όνομα της Κίτι Τζενοβέζε στο φαινόμενο της μαζικής αδράνειας μπροστά στο έγκλημα. Ο επίσημος ιατρικός όρος είναι το «φαινόμενο του παρατηρητή» (The bystander effect) με βάση το οποίο όσο περισσότεροι είναι οι μάρτυρες μιας βίαιης πράξης τόσο λιγότεροι θα προστρέξουν το θύμα. Οσο ο αριθμός των μαρτύρων μειώνεται τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να βοηθήσουν. Στους πολλούς το πλήθος θεωρεί πως κάποιος ΑΛΛΟΣ θα βγάλει το φίδι από την τρύπα –«σύνδρομο διάχυσης της ευθύνης» το ονομάζει η ψυχιατρική. Κι έτσι οι παρευρισκόμενοι μένουν αμέτοχοι και απαθείς μπροστά στην τραγωδία.

Ολα αυτά στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. Οχι στη Λέρο. Ούτε στην Ελλάδα. Εννοείται αυτό.