Σπάνια δημοσιογραφική αίσθηση των πραγμάτων μπορεί να κάνει τόσο απροσμέτρητο και αβυθομέτρητο τον λογοτεχνικό ορίζοντα ενός αφηγήματος, όπως συμβαίνει με το βιβλίο της Ρούλας Γεωργακοπούλου «Δέντρα, πολλά δέντρα». Οταν ξεκινάει με τη φράση «Η μαμά μου πέθανε την ίδια μέρα με τη Ζωή Λάσκαρη», δεν το κάνει για να δώσει ένα χρονικό στίγμα, ούτε για να θυμίσει την πρώτη φράση του αριστουργηματικού μυθιστορήματος του Αλμπέρ Καμί «Ο ξένος» που είναι: «Η μαμά πέθανε χθες». Το κάνει για να τοποθετήσει τη μητέρα της μέσα σ’ ένα ήδη δημιουργημένο μυθικό περιβάλλον, όπως μάλιστα στη συνέχεια η σύγκριση ανάμεσά τους –ανάμεσα στη Ζωή Λάσκαρη και τη μητέρα της –φαίνεται να λειτουργεί σαφέστατα υπέρ της δεύτερης αφού «η μαμά μου ήταν απείρως ομορφότερη από τη Λάσκαρη. Δεν φόρεσε ποτέ κόκκινες πλαστικές μπότες ούτε έπαιξε στα ψεύτικα ηλεκτρική κιθάρα, παρά έμεινε σε γενικές γραμμές ασπρόμαυρη, με εξαίρεση τη δεκαετία του ’70 που υπέκυψε σε κάτι ρούχα μπατίκ».

Με μια τέτοια αρχή, η συγγραφέας έχει κερδίσει εκ των προτέρων όλες τις αφηγηματικές παρτίδες και μπορεί να σε πάει όπου η ίδια θέλει. Οπως μάλιστα μια απίθανα συνδυαστική φαντασία μπορεί να ενώνει τον βασιλιά Γεώργιο, που θα σταματούσε τον πόλεμο για να γυρίσει στο σπίτι ο παππούς της συγγραφέως, με τον Λεωνίδα Κύρκο ως «τον καλύτερο άνθρωπο του κόσμου». Αν το καλοσκεφτείς, βέβαια, δεν πρόκειται για συνδυαστική φαντασία, όσο για μια πραγματικότητα που, αν και τροφοδοτείται από πηγές που δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να διασταυρωθούν μεταξύ τους, τόσο πιο αράγιστη και συμπαγής αναδεικνύεται η ενότητά της ώστε η Αφγανή Zahta Hashoume, ο σκηνοθέτης Κλοντ Λελούς, η Γεωργιανή Ζελίνα και η Δουβλινέζα Αΐρις Μέρντοχ να συνεργούν στη δημιουργία ενός κοινού παρονομαστή, με όποιο όνομα κι αν θα του έδινε κανείς, ακόμη και με τον τίτλο του βιβλίου «Δέντρα, πολλά δέντρα» να ταιριάζει γάντι με το περιεχόμενό του.

Αν και περιγράφουμε μια ατμόσφαιρα που θα ήταν δυνατόν να «εξαερώνει» το βασικό μοτίβο του βιβλίου, όπως είναι η περίοδος άνοιας μιας μητέρας, ή να το κάνει να λειτουργεί συμπληρωματικά, φαίνεται να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο και η άνοια να υφίσταται τελικά ως εφαλτήριο για μια ένδον κατάδυση που, αν και θα παραμείνει αχαρτογράφητη, δεν παύει να συνιστά την άλλη όψη τής πιο συνειδητής αυτοενδοσκόπησης. Σε τόσο έντονο μάλιστα βαθμό ώστε, παρά την αναπόφευκτη συναισθηματική φόρτιση, θα έλεγες πως οι αποκαλύψεις που συντελούνται σε κάθε σελίδα του βιβλίου «Δέντρα, πολλά δέντρα» μεταβάλλουν σχεδόν σε περιπτωσιολογία τη διαγραφόμενη ολοζώντανη επιθυμία να «ξαναζωντανέψει» ένας άνθρωπος ή οι ανακαλούμενες, από τους άλλους, στιγμές της ευτυχίας του να ισορροπήσουν την αβάσταχτη δοκιμασία των τελευταίων ημερών της ζωής του, με αποτέλεσμα να αισθάνεσαι το βιβλίο να προσανατολίζεται προς κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο, ακόμη και σε σχέση με τον ρητά δηλωμένο στόχο του, που είναι «η ανατομία τής πιο ουσιαστικής σχέσης τής ζωής μας –της σχέσης με την μητέρα».

Μισοκρυμμένα ευρήματα

Είναι πολύ ευφυής η Ρούλα Γεωργακοπούλου και γεννημένη, όπως αποδεικνύεται, πεζογράφος για να καταδεχτεί να παρεμβάλει ακόμη και «μισοκρυμμένα μες στες φράσεις» τα ευρήματά της και ενδεχομένως το κυριότερό της εύρημα, που τεκμηριώνει τη γνωστή φράση, αν και δεν θυμόμαστε σε ποιον αποδίδεται, ότι «προηγούνται οι ποιητές και έπονται οι ψυχολόγοι στις δύσβατες και απρόσιτες περιοχές της πνευματικής και ψυχικής επικράτειας». Πώς αλλιώς θα χαρακτήριζε κανείς παρά ως τη συνέχεια μιας προσωπικότητας –ενώ η ψυχιατρική θα αποφαινόταν για δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους περιόδους -, όπως μάλιστα μας γίνεται γνωστή, όντας σε πλήρη πνευματική διαύγεια η προσωπικότητα αυτή, με τη φράση «τις ελάχιστες φορές που επιθυμούσε να γίνει σαφής, η μαμά μου, ό,τι ήθελε να πει, μου το ζωγράφιζε», με την ίδια να απεικονίζεται όταν πια η άνοια την έχει καταλάβει εξ ολοκλήρου με τη φράση «χρωμάτιζε τα λεγόμενά της με ρυθμούς διαλόγου, σαν να έπαιζε μόνη της ένα πολυπρόσωπο έργο, μέχρι που χάραζε ο Θεός τη μέρα κι έπιανε κάτι σαν αδάκρυτο θρήνο». Το κορυφαίο εύρημα του βιβλίου «Δέντρα, πολλά δέντρα», χωρίς να γίνεται πουθενά ακόμη και ο ελαχιστότερος υπαινιγμός του, είναι πως αν η άνοια δεν συνιστούσε μια αυθεντική ανθρώπινη συνθήκη, δεν θα είχε ως συνέπεια μια γλώσσα που, αν και «ακατάληπτη» –προσώρας τουλάχιστον -, δεν παύει να συνιστά μια γλώσσα. Θα συνδυαζόταν με την αλαλία που, ανάλογα με τις περιστάσεις, θα μπορούσε επίσης να εκληφθεί ως μια γλώσσα. Ή δεν θα προκαλούσε τόσες ανατροπές η «γλώσσα» της άνοιας, όσον αφορά την καθιερωμένη, κοινόχρηστη γλώσσα, ώστε η χρήση της τελευταίας να μπορεί να ποικίλλει σε τόσο ασύλληπτο βαθμό καθώς επίσης, με αποδεκτές τις λέξεις στην πιο κυριολεκτική τους σημασία, όπως για παράδειγμα η λέξη «κουβερτούλα» και η λέξη «πάνα», αλλά και λέξεις όπως «συγκατανεύσεις» και «διεκδικητικές», να επιτρέπεται στη συγγραφέα σχεδόν αφοριστικά να γράφει: «Αλλά εγώ δεν είμαι δα καμιά πρωτάρα να την πατήσω από τις λέξεις». Ναρκοθετώντας η ίδια με τον τρόπο αυτόν τις λέξεις για τις οποίες αισθάνεται, αν και της χρησιμεύουν ως μίτος μέσα στον λαβύρινθο της μελετώμενης άνοιας, ότι θα μπορούσε να της προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερα δεινά ώστε να χρειάζεται να παίρνει τα μέτρα της σε σχέση με τον τρόπο που τις εκφέρουν τουλάχιστον οι άλλοι.

Υψιστη αρμονία

Φαίνεται όμως πως τελικά η συγκλονιστικότερη αποκάλυψη που μπορεί να μας προσφέρει η «γλώσσα» της άνοιας δεν είναι αυτή του εμπλουτισμού τής καθομιλουμένης με στοιχεία που, αν και αντιφατικά, δημιουργούν τελικά μια ύψιστη αρμονία. Καθώς φαίνεται να έχει στερηθεί η γλώσσα αυτή όλες τις ασφαλιστικές δικλίδες της σύμβασης και να συμπεριφέρεται, αν και με αδιευκρίνιστη προέλευση, με τον πιο φυσικό τρόπο, μπορεί να φτάνει σ’ ένα ανατριχιαστικό υπαρξιακό βάθος και να διατυπώνει, χωρίς περιστροφές, ερωτήματα που, αν και πρωταρχικά για την ανθρώπινη συνείδηση, μοιάζει να καταγγέλλουν ως διακοσμητική την επίσημη, χρησιμοποιούμενη γλώσσα, με όσες απαντήσεις κι αν έχει επιχειρήσει να δώσει στα ερωτήματα αυτά. Οταν η Βασιλική Παπαχρήστου, η ηρωίδα με την άνοια στο βιβλίο «Δέντρα, πολλά δέντρα», ρωτάει με απίστευτη αγωνία κάποιον που δεν υπάρχει στο δωμάτιό της «Εγώ ποια είμαι;», επιχειρεί μια αποφασιστική ιστορική ανακεφαλαίωση και επικαιροποιεί την παρουσία του Οιδίποδα που η αγωνία του για την ανακάλυψη της ταυτότητάς του, της οντολογικής βέβαια και όχι της κοσμικής, μοιάζει να μην έχει μετριαστεί στο ελάχιστο όσον αφορά το ανθρώπινο γένος.

Ρούλα Γεωργακοπούλου

Δέντρα, πολλά δέντρα

}Εκδ. Πόλις, 2018, σελ. 80

Τιμή: 10 ευρώ