Σε αυτό το βιβλίο μπορεί ο βιαστικός αναγνώστης να φοβηθεί ότι θα διαβάσει τα ίδια πράγματα που έχει διαβάσει και σε προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα. Αλλά ο βρετανός ιστορικός έχει μια ικανότητα σε κάθε βιβλίο του, εκεί που φαίνεται να επαναλαμβάνεται, να προσθέτει νέες γνώσεις αλλά και να ανάβει νέες εστίες δημιουργικού προβληματισμού. Το παρουσιαζόμενο βιβλίο αποκρυπτογραφεί τα γεγονότα, τις προθέσεις που κρύβονταν πίσω απ’ αυτά και τις συνέπειές τους σε μια περίοδο που ξεκινά τις παραμονές του 1914 και φτάνει ώς το 1949. Είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο –και εδώ βρίσκεται η ιδιοτυπία του –ώστε να προετοιμάσει τον αναγνώστη για τον δεύτερο τόμο που σχεδιάζει να συγγράψει ο συγγραφέας και στον οποίο θα ασχοληθεί με την μετά το 1950 Ευρώπη. Βιβλίο που σίγουρα θα εμπλουτίσει ανάλογα έργα, όπως για παράδειγμα το «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο» (Αλεξάνδρεια) του Τόνι Τζαντ.

Ο Κέρσοου πρωτοτυπεί συνδέοντας την προ των δύο πολέμων κατάσταση με το ξέσπασμα των πολέμων και τις συνέπειές τους, για να καταλήξει στις απαρχές της νέας, μετά το 1949, διαφορετικής Ευρώπης. Μας παραδίδεται εδώ ένα υπέροχο μάθημα ιστορίας από έναν ανεπανάληπτο γνώστη του πόσο συναρπαστική μπορεί να γίνει η Ιστορία, πόσα μπορεί να μας διδάξει, αλλά και από πόσα μπορεί να μας γλιτώσει η γνώση της.

Η «λευκή επιταγή»

Παρ’ όλο που στην προ του 1914 εποχή, της Belle Époque, όλα έδειχναν ότι το μέλλον θα συνεχιζόταν με τον ίδιο τρόπο, υπήρχαν κάποιοι παράγοντες που δεν προσέχθηκαν. Σ’ αυτή τη χρυσή εποχή υπήρχαν μεγάλες μάζες εξαθλιωμένων πολιτών, το δικαίωμα ψήφου ήταν περιορισμένο, παραμόνευε ο επιθετικός εθνικισμός (σε όλο το έργο του Κέρσοου ο εθνικισμός είναι ο μεγάλος εχθρός της Ευρώπης και της δημοκρατίας) με συνοδοιπόρο του τον βιολογικό ρατσισμό. Γεωπολιτικά είχαμε μια παθητική και αδύναμη Αυστροουγγαρία. Η «λευκή επιταγή» που είχε δώσει η Γερμανία στην Αυστροουγγαρία σε σχέση με τις εξελίξεις στη Σερβία αποθράσυνε τους ηγετικούς κύκλους της Αυτοκρατορίας, έτσι κανείς δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την τυχοδιωκτική πολιτική της. Η δολοφονία του Φερδινάνδου δεν οδηγούσε απευθείας σε πόλεμο, αλλά η λευκή επιταγή και οι πιέσεις του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου, από τη μια, και οι πολιτικές και στρατιωτικές διεκδικήσεις της Βρετανίας, της Γαλλίας στις αποικίες, η επικίνδυνη ρωσική πολιτική στην Απω Ανατολή, τα ρωσικά πογκρόμ κατά των Εβραίων συν τις αυξανόμενες επαναστατικές διαθέσεις στη Ρωσία, από την άλλη, είχαν συσσωρεύσει τα απαραίτητα σύννεφα. Αυτά όμως δεν θα οδηγούσαν σε καταιγίδα, αν δεν υπήρχαν ο πανταχού παρών φόβος για τον «άλλον» και η καχυποψία. Ενας φόβος που έκανε τη θέληση για πόλεμο να είναι μεγαλύτερη από τη θέληση για ειρήνη. Ακόμη και οι σοσιαλιστές παρασύρθηκαν απ’ αυτήν τη διάθεση, έστω και αν οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες την έντυσαν με δήθεν διαθέσεις για ανατροπή της τσαρικής δυναστείας.

Με ενθουσιασμό

Ηταν ένας πόλεμος που εκτός από ελάχιστους που διαμαρτυρήθηκαν, όπως ο Ζαν Ζορές που το πλήρωσε με τη ζωή του, οι περισσότεροι ενθουσιάστηκαν με την κήρυξή του στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου του ’14. Και βεβαίως όλοι περίμεναν ότι τα Χριστούγεννα θα ήταν σπίτι τους. Νικητές. Με αυτά και με αυτά όμως, είχαμε στρατούς του 19ου αιώνα που σύρθηκαν σ’ έναν πόλεμο με τα μαζικά όπλα εξόντωσης του 20ού αιώνα.

Ετσι προσέφυγαν οι λαοί στον πόλεμο με ενθουσιασμό αλλά απροετοίμαστοι και κατέληξαν θύματα μιας τεράστιας βιομηχανοποιημένης σφαγής. Ο συγγραφέας δεν επιμένει στην περιγραφή των μαχών του πολέμου, αν και καταδεικνύει από την πρώτη στιγμή το μάταιο των εχθρικών πολεμικών ενεργειών για την κατάληψη λίγων εδαφών και την επιστροφή τους στον εχθρό. Εκεί που νικούσε ο ένας στρατός, εκεί κάπου αλλού δεχόταν μια μεγάλη ήττα και εκεί που έχανε ένας άλλος, κάπου αλλού κατατρόπωνε τον αντίπαλό του. Ενας όμως ήταν ο νικητής. Ο θάνατος. Οι τεράστιες απώλειες των πρώτων μηνών δεν έπεισαν κανέναν να υποχωρήσει. Γιατί όλοι θεωρούσαν ότι τέλος του πολέμου πρέπει να σημαίνει και οριστική άνευ όρων συνθηκολόγηση των αντιπάλων του. Ετσι φτάσαμε στην ηττημένη Γερμανία, ήττα την οποία οι γερμανοί πολίτες κατάλαβαν πολύ αργότερα από το επίσημο τέλος του Πολέμου τον Νοέμβριο του ’18. Αυτή την ήττα οι γερμανοί στρατηγοί, κυρίως ο Χίντενμπουργκ και ο Λούντεντορφ, κατάφεραν να την αποδώσουν όχι στα δικά τους λάθη, αλλά στους πολιτικούς. Ετσι φτάσαμε στον μύθο της «πισώπλατης μαχαιριάς».

Τη μεγάλη καταστροφή ακολούθησε μια ταραχώδης ειρήνη. Αν και αρχικά ο πληθωρισμός ευνόησε όλες τις οικονομίες, ιδιαιτέρως την γερμανική, μετά όμως ξεπέρασε κάθε όριο. Οι οικονομίες των νικητών επίσης δεν είχαν την πορεία που οι λαοί τους ανέμεναν. Ο συνδυασμός όμως του αισθήματος κοινωνικής αδικίας με αυτό της εσωτερικής προδοσίας των ηττημένων Γερμανών αλλά και των νικητών Ιταλών οδήγησε στην άνοδο των άκρων σ’ όλη την Ευρώπη, όχι μόνο στις δύο χώρες. Κυρίως όμως στην άνοδο της Ακρας Δεξιάς και όχι όπως παραπλανητικά κάποιοι ιστορικοί ισχυρίζονται στην άνοδο εξίσου των δύο άκρων.

Καβαλάρηδες της κόλασης

Ο δρόμος για τον Χίτλερ είχε ανοίξει, όχι όμως από τις καλύτερες προθέσεις. Αντί «καλών προθέσεων» υπήρξαν τέσσερις καβαλάρηδες της κόλασης. Αυτοί κατά τον συγγραφέα ήσαν οι αναπτυσσόμενοι εθνικισμοί, οι εδαφικές απαιτήσεις των νέων χωρών που προέκυψαν από την κατάρρευση της Αυστροουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η εντεινόμενη ταξική εχθρότητα εντός καθεμιάς κοινωνίας νικητών και ηττημένων και τέλος η κρίση του 1929.

Εν τω μεταξύ η Οκτωβριανή Επανάσταση αλλά και η άνοδος του φασισμού στην Ιταλία είχαν αλλάξει τις πολιτικές, ταξικές και γεωπολιτικές ισορροπίες. Η κριτική του Κέρσοου στον μπολσεβικισμό των Λένιν – Στάλιν είναι αδυσώπητη. «Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της εξουσίας των μπολσεβίκων αναδύθηκαν ενόσω ζούσε ο Λένιν. Τα όσα ακολούθησαν ήταν συνέχεια και λογική συνέπεια και όχι παρέκκλιση».

Ο Μουσολίνι με τη σειρά του για να επικρατήσει βασίστηκε στην υπάρχουσα κρίση νομιμοποίησης του φιλελεύθερου κράτους, αλλά και στην κρυφή η φανερή υποστήριξη της ιταλικής αστικής άρχουσας τάξης. Ο δε ναζισμός επικράτησε σε μια χώρα που χόρευε πάνω σ’ ένα ηφαίστειο. Ανεργία, πληθωρισμός, χρέη και διακανονισμός, αδυναμία των δημοκρατικών δυνάμεων να στηρίξουν μια σταθερή κυβέρνηση, ο μύθος του πισώπλατου κτυπήματος, ευγονική, φυλετισμός, θεωρία περί σοσιαλφασισμού του Κομμουνιστικού Κόμματος και η καλλιεργούμενη πολιτιστική ανορθολογική απαισιοδοξία διαφόρων κινημάτων τέχνης ήταν μερικοί από τους παράγοντες που υποβοήθησαν την επικράτηση του Χίτλερ. Το κεφάλαιο «Ο πολιτισμικός καθρέφτης» (σ.σ. 165-178) στο οποίο περιγράφεται το πνεύμα της εποχής στη Γερμανία, όπως αυτό εξελισσόταν στο χώρο της τέχνης, θυμίζει τις καλύτερες στιγμές ενός άλλου παλαιότερου και πολύ σημαντικού βιβλίου του Πέτερ Γκάι «Η πνευματική ζωή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης – Γερμανία 1919-1933», που είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Νησίδες σε μετάφραση Βασίλη Τομανά. Εξαιρετικό κεφάλαιο που αποκαλύπτει γιατί η τέχνη πολλές φορές είναι ανορθολογική. Χωρίς αυτό από μόνο του να είναι κακό. Τέτοιο γίνεται, όταν τον ανορθολογισμό των καλλιτεχνικών ρευμάτων και των καλλιτεχνών τον εκμεταλλεύονται τα άκρα και κυρίως ο φασισμός.

Πράσινο φως στον Χίτλερ

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήρθε λόγω όλων αυτών των συνθηκών αλλά και λόγω της πολιτικής κατευνασμού των Τσάμπερλεν –Νταλαντιέ –αντί της ανάσχεσης που πρότεινε ο Τσόρτσιλ. Αυτός ο κατευνασμός κατέληξε στη Συμφωνία του Μονάχου και από την άλλη στο Σύμφωνο Μόλοτοφ – Ρίμπεντροπ. Κυρίως όμως άναψε το πράσινο φως στον Χίτλερ να σύρει όλη την Ευρώπη, όλο τον κόσμο στην επίγεια κόλασή του. Ολα πλέον ήσαν έτοιμα. Σύννεφα και ηφαίστειο είχαν προετοιμάσει τη δουλειά. Είχαν κάνει πλέον εύκολη την κάθοδο στην επίγεια κόλαση. Μια κόλαση που ήταν εδώ, από τα κρεματόρια ώς τις μάχες που εξόντωσαν εκατομμύρια στρατιώτες και ακόμη περισσότερους άμαχους συν φυσικά τους Εβραίους, τους Τσιγγάνους, τους ψυχικά ασθενείς κ.λπ. Ζόφος παντού. Ενας πόλεμος τον οποίο κανείς δεν ήθελε αυτή τη φορά, αλλά που οι συνέπειές του ήσαν χειρότερες από κάθε προηγούμενο. Ενας πόλεμος που άνοιξε ένα απύθμενο λάκκο απανθρωπιάς. «Μια πρωτοφανής πτώση ήταν αναμενόμενο να συμβεί σε μια Ευρώπη που σπαρασσόταν από εθνοτικά και ταξικά μίση, ακραίο ρατσισμό, παρανοϊκό αντισημιτισμό και φανατικό εθνικισμό» (σελ. 356), αλλά και ένας πόλεμος στον οποίο η ιδεολογία πήγαινε χέρι χέρι με τις οικονομικές επιταγές.

Τελικά αν και ο Χίτλερ ήταν κατά τον Κέρσοου η κινητήριος δύναμη και ο ριζοσπαστικός εκπρόσωπος της βαρβαρότητας, δεν ήταν όμως και η πρωταρχική αιτία της. Να το κρατήσουμε αυτό, μέσα στις πολλές σύγχρονες απόπειρες δαιμονοποίησης του Χίτλερ, οι οποίες πολλές φορές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο φασισμός θα μπορούσε να είναι κάτι καλό αν δεν ήταν ο Χίτλερ. Να κρατήσουμε επίσης και την άποψη του Κέρσοου πως η υπόσχεση του Χίτλερ ότι στην κοινωνία του θα ανταμείβονταν μόνο οι άξιοι, οι ικανοί και οι ισχυροί συνένωσε όλους τους υποστηρικτές του κοινωνικού αυτοματισμού. Τηρουμένων των αναλογιών η φιλολογία στην Ελλάδα περί «άξιων» και μονόπαντης «αξιοκρατίας» έναντι όλων των άλλων αποτελεί αποπαίδι τέτοιων αντιλήψεων κοινωνικού αυτοματισμού.

Μια άλλη Ευρώπη γεννιέται

Αντιθέτως όμως με τον προηγούμενο πόλεμο, η βία της μεταπολεμικής εκδίκησης, αν και ήταν οξύτατη, δεν κράτησε πάρα πολύ. Βεβαίως δεν εξαλείφθηκαν αμέσως τα φαινόμενα αντισημιτισμού, όπως στη σφαγή του Κιέλτσε στην Πολωνία. Μαζί με τις αναγκαίες δίκες των ναζιστών εγκληματιών τα πρώτα χρόνια η Ευρώπη ήταν μια άγρια ήπειρος, χάους και αταξίας. Ολα αυτά όμως στη Δυτική Ευρώπη ξεπεράστηκαν γρήγορα λόγω και του Σχεδίου Μάρσαλ. Κυρίως όμως με το κόστος της Ανατολικής Ευρώπης και των εκεί λαών που έζησαν πλέον στην κοινωνία του παραπετάσματος. Ο Κέρσοου, αντίθετα με ρηχές προσεγγίσεις που βλέπουν την οικοδόμηση των κρατών πρόνοιας ως αποτέλεσμα της πίεσης του παραδείγματος των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», πρώτον, βλέπει σ’ αυτές τις χώρες μόνο καταπίεση και ανελευθερία και, δεύτερον, υποστηρίζει ότι τα κράτη πρόνοιας ήταν έργο των ανοικτών κοινωνιών και της συνεργασίας σοσιαλδημοκρατών και κεντροδεξιάς και όχι της πίεσης του σοβιετικού απάνθρωπου κόσμου. Μια σταθερότητα βεβαίως που οφείλεται και στον φόβο των πυρηνικών.

Ο Κέρσοου όμως για κάθε περίοδο της ιστορίας που περιγράφει δεν μένει μόνο στις Μεγάλες Δυνάμεις. Ολες, μα όλες, οι χώρες της Ευρώπης για όλα αυτά τα 45 χρόνια εμπίπτουν στο βεληνεκές της ανάλυσής του. Συμπεριλαμβανομένων και των εξελίξεων σε Ισπανία και Πορτογαλία που δεν εισήλθαν στον πόλεμο. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Εγινε παραπάνω αναφορά για τις πολιτισμικές τάσεις στη Βαϊμάρη, αυτό γίνεται από τον συγγραφέα και για τις πολιτισμικές εξελίξεις και σ’ άλλες χώρες και περιόδους. Βλέπε «Οι διανοούμενοι και η κρίση της Ευρώπης» (σελ. 448- 458). Εκτός όμως από τη διανόηση και τον καλλιτεχνικό κόσμο, εντός του στοχαστικού βεληνεκούς του μεγάλου ιστορικού βρίσκονται οι «Χριστιανικές Εκκλησίες» ( σελ. 430-447), ο «επιχειρηματικός κλάδος της διασκέδασης» (σελ. 459-469) κ.ά. Μια ιστορία που σε προϊδεάζει να περιμένεις τον δεύτερο τόμο που θα αφορά την ιστορία της Ευρώπης μετά το 1949. Οι εκδόσεις Αλεξάνδρεια υπόσχονται ότι όταν ο δεύτερος τόμος εκδοθεί στα αγγλικά θα μεταφραστεί άμεσα και στα ελληνικά.

Η μεταφραστική δουλειά της Ελένης Αρσενίου είναι αξιέπαινη και, φυσικά, όπως αρμόζει σε κάθε σοβαρό βιβλίο Ιστορίας, υπάρχει ευρετήριο και πλούτος φωτογραφιών της εποχής.

Ian Kershaw

Στην κόλαση των δυο πολέμων. Ευρώπη,

1914-1949

Μτφ. Ελένη Αρσενίου

Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2017, σελ. 572

Τιμή:

31,80 ευρώ