Από τις ελβετικές τράπεζες UBS, Credit Suisse, Julius Baer και Basler Kantonalbank προέρχονται τα δέκα χιλιάδες δεδομένα τραπεζικών λογαριασμών ελληνικού ενδιαφέροντος που περιλαμβάνονται στα CD με κλεμμένα τραπεζικά δεδομένα, τα οποία αγόρασαν οι Γερμανοί το 2012 και παρέδωσαν την περασμένη εβδομάδα στις ελληνικές Αρχές. Για την αξιολόγησή τους –που δεν είναι απλή υπόθεση –οι Γερμανοί προσφέρουν τεχνογνωσία με την εκπαίδευση ελλήνων υπαλλήλων. Η πρόταση της εκπαίδευσης μέχρι τώρα δεν έχει αξιοποιηθεί.
Η τεχνογνωσία θεωρείται αναγκαία διότι απαιτείται ενδελεχής επεξεργασία –δηλαδή, διαλεύκανση των κινήσεων των λογαριασμών και συσχέτισή τους με άλλα στοιχεία και πληροφορίες –ώστε να ταυτιστούν με συγκεκριμένους έλληνες καταθέτες, αλλά και να διαπιστωθεί κατά περίπτωση αν υπάρχει ή όχι φοροδιαφυγή. Το να διατηρεί κάποιος λογαριασμό στην Ελβετία δεν σημαίνει ότι φοροδιαφεύγει.

Οπως συνέβη και με τη λίστα Λαγκάρντ που ήταν προϊόν επεξεργασίας τραπεζικών δεδομένων από το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις φαίνεται ότι δεν υπάρχει λίστα καταθετών. Υπάρχει όμως τεράστιος όγκος τραπεζικών δεδομένων που μπορούν, έπειτα από συνδυαστικό έλεγχο, να οδηγήσουν σε πρόσωπα. Είναι κάτι στο οποίο το Ντύσελντορφ θέλει, εδώ και αρκετά χρόνια, να βοηθήσει την Αθήνα.

Οι φορολογικές υπηρεσίες της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας θεωρούνται από τις πιο αποτελεσματικές στην πάταξη της φοροδιαφυγής. Οι γερμανοί φοροφυγάδες έχασαν τον ύπνο τους από το 2006 όταν τα υπεύθυνα για τη φορολογία ομόσπονδα κρατίδια άρχισαν να αγοράζουν και να αξιοποιούν CD με τραπεζικά δεδομένα που υπεξαιρέθηκαν από τράπεζες της Ελβετίας και του Λίχτενσταϊν. Τώρα στόχος είναι να χάσουν τον ύπνο τους και έλληνες φοροφυγάδες, καθώς στα CD αυτά περιλαμβάνονται και δεδομένα ελλήνων πολιτών.
Ο Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς, Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών του κρατιδίου από το 2010, είχε από την αρχή της ελληνικής κρίσης την ιδέα να εκπαιδευτούν έλληνες υπάλληλοι στη Γερμανία. Κι αυτό για να μπορέσουν να αξιοποιήσουν τα στοιχεία.

Σχετική πρόταση έκανε στην ελληνική πλευρά το 2012, αλλά το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή έγινε μόλις τον περασμένο Μάιο. Μετά το πρωτοσέλιδο δημοσίευμα των «ΝΕΩΝ» στις 25 Απριλίου με τίτλο «Λίστες στα αζήτητα –τις έχουν στο Βερολίνο και λένε ότι θέλουν να μας τις δώσουν», στα τέλη Μαΐου μετέβη στο Ντύσελντορφ ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον γενικό γραμματέα Καταπολέμησης της Διαφθοράς Γιώργο Βασιλειάδη που συναντήθηκε με τον υπουργό Οικονομικών Βάλτερ-Μπόργιανς.

Εκεί έγινε και η πρώτη συζήτηση για τα δεδομένα Ελλήνων. «Προσωπικά γνωρίζω ότι στην πρώτη συνάντηση με την ελληνική αντιπροσωπεία τον Μάιο ειπώθηκε πως εμείς διαθέτουμε όχι μόνο την τεχνογνωσία για τον τρόπο αξιοποίησης των δεδομένων αλλά συγκεκριμένα δεδομένα ελληνικών λογαριασμών» λέει στα «ΝΕΑ» o Βάλτερ-Μπόργιανς. «Το είπε παρουσία μου στην ελληνική πλευρά ο επικεφαλής της Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος ότι υπάρχουν δεδομένα Ελλήνων».

Είναι αυτά που παραδόθηκαν αρμοδίως στις 25 Νοεμβρίου στην Ελλάδα. Ο Βάλτερ-Μπόργιανς επιβεβαιώνει ότι δεν είχε καμία συνάντηση με τον πρώην υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα για τις λίστες ούτε με άλλον υπουργό Οικονομικών και ότι τον περασμένο Μάιο ήταν η πρώτη φορά που προσφέρθηκαν από τους Γερμανούς τα δεδομένα των CD.

Η εκπαίδευση ελλήνων υπαλλήλων

Το βασικό ζήτημα για τον Μπόργιανς δεν ήταν τα δεδομένα καθεαυτά, αλλά η βοήθεια για να αναπτύξουν οι ελληνικές Αρχές τις απαραίτητες δομές για την πάταξη της φοροδιαφυγής προσώπων και επιχειρήσεων. «Πρότεινα πριν από περίπου τρία χρόνια στον τότε γενικό πρόξενο της Ελλάδας στο Ντύσελντορφ να προσκληθούν έλληνες υπάλληλοι στη Γερμανία για να εκπαιδευτούν» λέει.

Την ίδια πρόταση έκανε και στον υφυπουργό Εξωτερικών Κωνσταντίνο Τσιάρα που επισκέφθηκε τον Ιανουάριο του 2013 το Ντύσελντορφ. «Εδειξε ενδιαφέρον και είπε ότι η Αθήνα θα εξετάσει την προσφορά. Η πρόταση έγινε επανειλημμένως, αλλά στα τρία χρόνια δεν αξιοποιήθηκε. Πρώτη φορά υπήρξε επαφή τον περασμένο Μάιο».

Γιατί άργησε τόσο η αξιοποίηση της πρότασης από την ελληνική πλευρά; «Θυμάμαι πως τότε ήταν εποχή της συζήτησης για τη λίστα Λαγκάρντ. Ο τότε γενικός πρόξενος μου μετέφερε ότι προς το παρόν δεν υπάρχει βούληση ενασχόλησης με το θέμα. Σε ποιο επίπεδο ελήφθη η απόφαση αυτή, δεν γνωρίζω» λέει ο Βάλτερ-Μπόργιανς.

Το ενδιαφέρον των Γερμανών είχε πάντα και μια εσωτερική πολιτική διάσταση. Στον βαθμό που η Ελλάδα αξιοποιεί μια τέτοια πρόταση, ενισχύεται και στο εσωτερικό της Γερμανίας η αποδοχή της βοήθειας στην Ελλάδα.

Η πλήρης συγκατάθεση του Σόιμπλε

Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε δώσει την πλήρη συγκατάθεσή του στην προσπάθεια Βάλτερ-Μπόργιανς. «Συνεννοήθηκα με τον Σόιμπλε για την προσφορά. Τότε υπήρχε από την ελληνική πλευρά η ένσταση μήπως ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε είχε πρόβλημα για τη χορήγηση βοήθειας από ένα κρατίδιο όπως η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία.

Αλλά ο Σόιμπλε απάντησε αμέσως ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, αντίθετα κάθε βοήθεια από τα κρατίδια είναι ευπρόσδεκτη» λέει. Αλλωστε οι φορολογικές Αρχές στη Γερμανία είναι υπόθεση των κρατιδίων και όχι της κεντρικής κυβέρνησης του Βερολίνου.

Η πρόταση παραμένει στο τραπέζι. Για τις αρχές Ιανουαρίου προγραμματίστηκε η νέα συνάντηση προκειμένου να συμφωνηθούν τα επόμενα βήματα για την εκπαίδευση ελλήνων υπαλλήλων στη Γερμανία. Η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία διαθέτει δύο οικονομικές σχολές με χωρητικότητα 50-60 θέσεων για εκπαίδευση τεσσάρων έως έξι εβδομάδων.

Εκπαίδευση για τις πρακτικές τραπεζών και φοροφυγάδων, την επεξεργασία ψηφιακών δεδομένων αλλά και για τη νομική πτυχή, καθώς πρόκειται για πληροφορίες που προέρχονται από δεδομένα που υπεξαιρέθηκαν. Μέσω μιας συνδυαστικής έρευνας οι Γερμανοί φτάνουν στους φοροφυγάδες.

Ανάλογη έρευνα πρέπει να κάνουν και οι ελληνικές Αρχές, διότι τα δεδομένα που πήραν από τους Γερμανούς είναι λογαριασμοί και κινήσεις και θα πρέπει να γίνει πολλή δουλειά για να ταυτοποιηθούν με πρόσωπα ή εταιρείες. Σίγουρα δεν πρόκειται για 10.000 διαφορετικά πρόσωπα τα οποία μπορεί να διαθέτουν έναν ή περισσότερους λογαριασμούς.

Ποντάροντας στην «αυτοκαταγγελία»

Η αγορά των CD με δεδομένα που υπεξαιρέθηκαν παράνομα ήταν μια «βρώμικη δουλειά» για «καλό σκοπό». Την πρακτική αυτή ακολούθησαν τα κρατίδια, κυρίως η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, ενώ η κυβέρνηση του Βερολίνου και ο Σόιμπλε προωθούσαν τη λύση της διμερούς συμφωνίας με την Ελβετία.

Τον Αύγουστο του 2012 η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία αγόρασε για δεύτερη φορά CD με σημαντικό αριθμό δεδομένων, από τα οποία προέρχονται και αυτά που δόθηκαν στην Ελλάδα. Ο στόχος ήταν διπλός: πρώτον, να φτάσει η Οικονομική Εισαγγελία στα ίχνη φοροφυγάδων για να γίνει στη συνέχεια ο έλεγχος.

Δεύτερον, να δημιουργηθεί κλίμα πίεσης προκειμένου οι φοροφυγάδες να αυτοκαταγγελθούν για να αξιοποιήσουν τις θετικές διατάξεις της αυτοκαταγγελίας πριν τους τσιμπήσει η Εφορία. Από εκεί προέρχονται και τα περισσότερα έσοδα. Διότι ο έλεγχος δεν είναι, στην πραγματικότητα, εύκολη υπόθεση.

Το σύστημα απέδωσε μέχρι τώρα 5 δισ. ευρώ πρόσθετα έσοδα για τη Γερμανία. Μόνο το κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας συγκέντρωσε 2 δισ. ευρώ διαφυγόντα φορολογικά έσοδα. Από αυτά, τα 200 εκατ. προήλθαν από την αξιολόγηση των CD. Τα 600 εκατ. προήλθαν από πρόστιμα στις ελβετικές τράπεζες –μόνο η UBS πλήρωσε 300 εκατ., μικρότερα πρόστιμα για συνέργεια σε φοροδιαφυγή πλήρωσαν οι τράπεζες Credit Suisse, Julius Baer, Basler Kantonalbank.

Το μεγαλύτερο μέρος των πρόσθετων εσόδων, 1,2 δισ. ευρώ, προήλθε από αυτοκαταγγελίες πολιτών. Πολλοί από αυτούς δεν περιλαμβάνονταν καν στα επίμαχα CD. «Για πρώτη φορά αποκαλύψαμε φοροδιαφυγή δεκαετιών» λέει ο Βάλτερ-Μπόργιανς, «προηγουμένως δεν είχαμε τη δυνατότητα να ξεσκεπάσουμε ούτε τους φοροφυγάδες ούτε τις πρακτικές των τραπεζών».

Η προστασία του απορρήτου

Φαινόμενα διαρροής των ευαίσθητων δεδομένων δεν υπήρξαν μέχρι τώρα στη Γερμανία ούτε έγιναν πρωτοσέλιδα εφημερίδων, όπως με τη λίστα Λαγκάρντ στην Ελλάδα. Πώς είναι σίγουρος ο υπουργός Οικονομικών της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας ότι τα δεδομένα που έδωσε στους Ελληνες δεν θα καταλήξουν στα χέρια αναρμόδιων για να διασυρθούν νομοταγείς πολίτες; «Οι πληροφορίες των αγορασμένων CD εμπίπτουν στο φορολογικό απόρρητο στη Γερμανία.

Οι υπάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να το τηρούν αυστηρά, και το τηρούν» λέει ο Βάλτερ-Μπόργιανς. «Εάν θέλαμε να αποκλείσουμε παντελώς αυτό τον κίνδυνο, το αντίτιμο θα ήταν να μείνουν στο απυρόβλητο χιλιάδες φοροφυγάδες εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Για αυτό και τα δικαστήρια στη Γερμανία θεωρούν σύννομη την αγορά δεδομένων και την αξιολόγησή τους».