Ο Ζαν-Λικ Μαρτινές έχει κάθε λόγο να αισθάνεται νικητής. Κέρδισε τη δυσκολότερη μάχη που έχει δώσει έως σήμερα. Κατάφερε να νικήσει την υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας Ορελί Φιλιπετί που είχε κηρύξει σταυροφορία υπέρ τού να καταλάβει τη θέση, για πρώτη φορά στην ιστορία του μουσείου με τα 445.000 έργα τέχνης στις συλλογές του, όχι απλώς μια γυναίκα αλλά η εκλεκτή της και άξια αντίπαλος, η Σιλβί Ραμόν, διευθύντρια του Μουσείου Καλών Τεχνών της Λυών.

Κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Προέδρου Φρανσουά Ολάντ και να αφήσει πίσω του και τον δεύτερο αντίπαλό του, τον επικεφαλής του Κέντρου Πομπιντού της πόλης Μετς, τον Λοράν Λε Μπον. Και κατάφερε ύστερα από μισό αιώνα να γίνει ο πρώτος αρχαιολόγος που βρίσκεται στην κορυφή του γαλλικού μουσείου.

Το παρασκήνιο της επιλογής του 49χρονου αρχαιολόγου δεν υστερεί σε τίποτα από μια κινηματογραφική περιπέτεια με ίντριγκες, πολιτικές επιλογές και παιχνίδια ισορροπίας. Το χαμηλό προφίλ του Ζαν-Λικ Μαρτινές όμως, το πλούσιο βιογραφικό του, η υπομονή του και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι έχει αστέρι αποδείχθηκαν πολύτιμα όπλα στον συγκεκριμένο αγώνα.

Μια και μόνο ματιά στο βιογραφικό του αρκεί για να εξηγήσει πώς έχει κερδίσει ώς τώρα τις μάχες της ζωής του. Γεννήθηκε σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά στα περίχωρα του Παρισιού. Ο πατέρας του, ταχυδρόμος. Η μητέρα του, επιστάτρια σε μια πολυκατοικία. Μαθητής της Β’ Δημοτικού επισκέπτεται το Λούβρο για πρώτη φορά. «Ηταν ένα πραγματικό σοκ. Ηταν η στιγμή που άλλαξε τη ζωή μου» θα πει αργότερα. Ως μαθητής γυμνασίου θα περάσει πολλές ώρες στις αίθουσες του μουσείου σχεδιάζοντας αρχαία ελληνικά αγγεία. Αριστος μαθητής, θα περάσει στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει Ιστορία, Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης. Μόλις αποφοιτά, επιστρέφει στην παλιά του γειτονιά και διδάσκει στο τοπικό γυμνάσιο δύο χρόνια.

Η μικρή συνοικία όμως και η τάξη δεν χωρούν τον νεαρό Ζαν-Λικ. Το 1993 φτάνει στην Ελλάδα και το όνειρό του αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Εργάζεται στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών και συμμετέχει στις ανασκαφές στη Δήλο και στους Δελφούς. Παρακολουθεί μαθήματα Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης στην περίφημη Σχολή του Λούβρου – στην οποία αργότερα θα διδάξει και ο ίδιος.

Η καριέρα του από εκεί και πέρα θα απογειωθεί. Το 1997 θα προσληφθεί στο Λούβρο. Ώς το 2007 θα είναι υπεύθυνος για την ελληνορωμαϊκή συλλογή γλυπτών και μια δεκαετία αργότερα θα πάρει τη θέση του διευθυντή της συλλογής ελληνορωμαϊκών και ετρουσκικών αρχαιοτήτων.

Γράφει πέντε βιβλία – το πιο πρόσφατο είναι υπό έκδοση και αφορά στην Αφροδίτη της Μήλου. Συμμετέχει στη διοργάνωση ιδιαιτέρως πετυχημένων εκθέσεων, με πιο γνωστή στο ελληνικό κοινό εκείνη για τον Πραξιτέλη. Και στο βιογραφικό προστίθενται πέρα από τα αρχαία και τα νέα ελληνικά, η γνώση αγγλικών, ισπανικών, ιταλικών, γερμανικών, λατινικών και λίγων ιαπωνικών.

Το αποτέλεσμα είναι να κερδίσει τον σεβασμό των συναδέλφων του όχι μόνο εντός μουσείου αλλά και πέρα από τα σύνορα της Γαλλίας. Και τον χαρακτηρίζουν οι πιο μετριοπαθείς «σπουδαίο επιστήμονα», οι πιο ενθουσιώδεις «αυθεντία».

Η νίκη του Ζαν-Λικ Μαρτινές έχει ακόμη μεγαλύτερη αξία διότι κατέλαβε τη θέση σπάζοντας την παράδοση που ήθελε τον προκάτοχο να δίνει το «δαχτυλίδι» στον επόμενο, έστω και ανεπίσημα.

Ποιο είναι όμως το μυστικό τελικά του γάλλου επιστήμονα που του χάρισε την πολυπόθητη θέση; Το γεγονός ότι υποστηρίζει το δόγμα «όχι άλλες επεκτάσεις αλλά ενίσχυση των υπαρχουσών δομών» – σε αντίθεση με τον προκάτοχό του – αλλά και πως ο Φρανσουά Ολάντ τον θεώρησε ως την πιο συναινετική λύση, δεδομένου ότι διέθετε περγαμηνές αλλά προερχόταν και από τα ίδια τα σπλάγχνα του Λούβρου.

Οι μάχες όμως δεν τελειώνουν εδώ για τον Ζαν-Λικ Μαρτινές. Τώρα πλέον πρέπει να αποδειχθεί ικανός να σταθεί στο ύψος των επιτευγμάτων τού επί 12 χρόνια διευθυντή του μουσείου Ανρί Λοαρέτ, ο οποίος διπλασίασε τον αριθμό των επισκεπτών, προσείλκυσε χορηγούς, εγκαινίασε το πρώτο παράρτημα του μουσείου εντός των γαλλικών συνόρων και ετοίμαζε το δεύτερο στο Αμπου Ντάμπι, και άνοιξε την τεράστια νέα πτέρυγα των ισλαμικών συλλογών. Θα τα καταφέρει;