Αυτή η εξιστόρηση του ελληνικού Εμφυλίου δεν ξεκινάει από το Λιτόχωρο ή τη Λευκή Τρομοκρατία (παρόλο που βαρύτητα δίνεται και στα δύο). Και δεν εστιάζει στα επεισόδια ή τους πρωταγωνιστές του με τους όρους της «ελληνικής εξαίρεσης». Για τον Αντρέ Γερολυμάτο, καθηγητή Ιστορίας και διευθυντή του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ο Εμφύλιος υπήρξε ένας διεθνής πόλεμος, όπως δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Διόπτρα (πολύτιμη η μετάφραση του Διονύση Αρκαδιανού).

Για να ερμηνεύσει μάλιστα κανείς τα συμπτώματα, τις αιτίες και τις επιπτώσεις του οφείλει να ξεκινήσει από τη γέννηση του ελληνικού κράτους –άρα και των παθογενειών του: «Ηταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν οι Ελληνες για την οργανωμένη αντίστασή τους ενάντια στον Αξονα. Ο πόλεμος όμως αντανακλούσε και τις διαιρέσεις στην ελληνική κοινωνία. Αν και τα αίτια ανάγονται στην ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1830, η Κατοχή και η Αντίσταση γέννησαν την κουλτούρα της βίας καθιστώντας τον εμφύλιο πόλεμο σχεδόν αναπόφευκτο». Στην τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του ο ίδιος επέμεινε αρκετές φορές στην ένταξη του ελληνικού Εμφυλίου στο μεγαλύτερο κάδρο της ψυχροπολεμικής περιόδου.

Ποιο είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για έναν ιστορικό που θέλει να περιγράψει με απόσταση τα πάθη του ελληνικού Εμφυλίου;

Το να μην υποστηρίξει καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές. Πράγμα πολύ δύσκολο, επειδή ο ελληνικός Εμφύλιος είναι μια ιστορία όπου περισσεύει το συναίσθημα. Ο ιστορικός οφείλει να κάνει ένα βήμα πίσω και να την περιγράψει με όσο το δυνατόν λιγότερη προσωπική άποψη. Ελπίζω να τα κατάφερα, επειδή και η δική μου θέση ως ιστορικού είναι ιδιαίτερη. Γεννήθηκα στην Ελλάδα, αλλά οι γονείς μου μετανάστευσαν στον Καναδά όταν ήμουν 6 ετών. Μεγάλωσα εκεί με τη μητέρα μου να εκπροσωπεί μάλλον την αριστερή οπτική και τον πατέρα μου τη δεξιά. Αλλά η πολιτική δεν ήταν ποτέ μέρος της συζήτησης στο σπίτι. Τον Εμφύλιο τον «διάβασα» όταν πλέον ξεκίνησα την προσωπική μου έρευνα μένοντας για μεγάλα διαστήματα και στην Ελλάδα.

Επιμένετε πάντως στον ρόλο του Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος αναζητούσε μια στρατιωτική νίκη για να κερδίσει τη θέση του στην Ιστορία. Φέρει το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης εκείνη την περίοδο;

Νομίζω ότι όλοι μοιράζονται το ίδιο μερίδιο ευθύνης. Ο Ζαχαριάδης, ειδικότερα, είχε να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση. Στην εξουσία βρισκόταν μια δεξιά κυβέρνηση, η Αριστερά είχε χάσει τα Δεκεμβριανά και υφίστατο την επίθεση του προπολεμικού καθεστώτος –μέλη του οποίου υπήρξαν συνεργάτες των Ναζί -, το οποίο εν μέρει είχε επανέλθει παίρνοντας το πάνω χέρι. Ενιωσε ότι δεν είχε πολλές επιλογές. Σχετικά με τις εκλογές του 1946 προφανώς αποφάσισε ότι υπό τις δεδομένες συνθήκες δεν θα ήταν δίκαιες ή ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα θα διαλυόταν θριαμβευτικά ενδυναμώνοντας έτσι τη Δεξιά. Η εναλλακτική, λοιπόν, ήταν μια στρατιωτική «ζαριά». Ενα ρίσκο για την τύχη του πολιτικού μέλλοντος της Ελλάδας. Αν και το 1945 δεν ήταν και τόσο ρίσκο. Αν κοιτάξει κανείς τα μεγέθη, ο Ελληνικός Στρατός αριθμούσε συνολικά 75.000 στρατιώτες και το ΚΚΕ μπορούσε να ρίξει στη μάχη την πρώτη περίοδο, τουλάχιστον 20.000 – 30.000 με πιθανότητες νίκης. Αλλά φυσικά ο Ζαχαριάδης δεν μπόρεσε να προβλέψει ούτε την ανάμειξη των ΗΠΑ ούτε την καταλυτική απουσία της ΕΣΣΔ, η οποία στήριζε από απόσταση.

Επισημαίνετε επίσης την απουσία μετριοπαθών πολιτικών, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, από την Αντίσταση. Τι θα άλλαζε εάν συμμετείχαν;

Αυτή είναι η τραγωδία της Ελλάδας εκείνη την περίοδο: δεν διαθέτει Κέντρο. Οταν αναλαμβάνει η κυβέρνηση, δεν έχει την ηθική κυριαρχία που απολάμβανε ο στρατηγός Ντε Γκολ τον Αύγουστο του 1944. Ο τελευταίος είχε διαγνώσει εγκαίρως ότι βρισκόταν μπροστά σε ένα διαιρεμένο έθνος και αντί να διογκώσει αυτή τη διαίρεση προσπάθησε να την «επουλώσει». Προσκάλεσε, για παράδειγμα, τη γαλλική Αντίσταση να συμμετάσχει στον στρατό. Δείτε, όμως, τι έκανε αντιστοίχως ο Γεώργιος Παπανδρέου: κράτησε την Αντίσταση εκτός στρατού –κι αυτό ήταν σημαντικό λάθος. Αυτό σήμαινε ότι οι 40.000 –50.000 άντρες και γυναίκες που πολέμησαν στον ΕΛΑΣ έμεναν έξω από θέσεις εργασίας σε μια χώρα με βαθύτατη ανθρωπιστική κρίση.

«Το φορτίο της ενοχής βαρύνει το ΚΚΕ» γράφετε για τις συλλήψεις και τις μαζικές εκτελέσεις. Οι ίδιοι οι εκτελεστές δεν φέρουν ατομική ευθύνη;

Φυσικά. Οι άνθρωποι της περιόδου κουβαλούν τα δικά τους τραύματα και επιδίδονται σε αγριότητες επειδή το θέλουν. Είναι «τέρατα» και μέλη του ΚΚΕ ταυτοχρόνως. Αλλά το ΚΚΕ δεν παύει να είναι επικεφαλής των αποφάσεων, όπως στα Δεκεμβριανά ή υπεύθυνο για την έλλειψη αποφάσεων. Γι’ αυτό λέω ότι φέρει την ηθική ευθύνη για τις αγριότητες στις οποίες επιδόθηκαν τα μέλη του.

Πώς ερμηνεύετε το τελετουργικό της βίας που επιβλήθηκε και από τις δύο πλευρές στον Εμφύλιο;

Οι μεν κομμουνιστές ήθελαν να επιβάλουν το καθεστώς του τρόμου για να κερδίσουν τον έλεγχο της χώρας. Αλλωστε το σχέδιο προϋπήρχε. Είναι η περίπτωση της Ρωσικής Επανάστασης: αν θέλεις να κερδίσεις την ηγεμονία, πρέπει να τρομοκρατήσεις τη μάζα. Η Δεξιά, από την άλλη, απομονώνει τους αντιπάλους της σαν «μιάσματα» στη Μακρόνησο και άλλα νησιά. Τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά χρησιμοποίησαν θρησκευτικές τεχνικές και την αντίστοιχη εικονογραφία για να εκπληρώσουν τους σκοπούς τους.

«Ακόμη και οι γιοι και οι κόρες των δεξιών οικογενειών της μεσαίας και ανώτερης τάξης της Αθήνας έγινε μόδα να είναι μέλη του ΚΚΕ» αναφέρετε για το 1942. Γνωρίζετε ότι σήμερα μέλη ριζοσπαστικών οργανώσεων στην Ελλάδα προέρχονται από οικογένειες της ανώτερης τάξης;

Δεν με εκπλήσσει καθόλου. Ιστορικά μιλώντας, οι αριστεροί ήταν πάντοτε οι άνθρωποι της μόδας σε σχέση με τους δεξιούς. Είναι αυτό που λένε στην Ισπανία: ένας νέος είναι κομμουνιστής μέχρι τα 40 του.

Η Κατίνα Παξινού και η Ελένη Παπαδάκη

Οταν γράφετε ότι η Κατίνα Παξινού έπαιξε ρόλο στη σύλληψη της ανταγωνίστριάς της Ελένης Παπαδάκη,

η οποία τελικά εκτελέστηκε, γνωρίζετε ότι θίγετε όσια και ιερά…

Αυτή είναι η πρόκληση που λέγαμε: οι θρύλοι και οι μυθολογίες που συσσωρεύονται κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου και αργότερα. Υπάρχουν, όμως, τα γεγονότα και τα αρχεία. Το ότι βρισκόμαστε σε πόλεμο δεν σημαίνει ότι παύει να υφίσταται η ανθρώπινη συνθήκη: οι αντιζηλίες, οι εχθρότητες, οι φιλοδοξίες ανάμεσα στα υποκείμενα της Ιστορίας. Και νομίζω ότι αυτό συνέβη σε περιπτώσεις όπως της Παξινού και της Παπαδάκη. Στο υπόβαθρο κρυβόταν το αίσθημα μνησικακίας και ζήλειας – γενικότερα από ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου – που φούντωσε. Νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι της περιόδου «εκμεταλλεύτηκαν» τη σύγκρουση Αριστεράς – Δεξιάς για να ξεκαθαρίσουν προσωπικούς λογαριασμούς. Αλλά αυτό συμβαίνει σε κάθε εμφύλιο πόλεμο. Αν κοιτάξετε τον Αμερικανικό, για παράδειγμα, πρόκειται για μια «λιτανεία» από προσωπικές φιλοδοξίες που τακτοποιούνται κατά τη διάρκειά του και μετά.

«Δεν κέρδισαν οι ΗΠΑ: έχασαν οι κομμουνιστές»

Αποδέχεστε την υποθετική ερώτηση για την πορεία της Ελλάδας, αν δεν παρέμενε στη Δύση;

Θα ήταν Αλβανία, μια πολύ φτωχή χώρα των Βαλκανίων – με την εξαίρεση της Γιουγκοσλαβίας τότε. Θα επικρατούσε ο κομμουνισμός και θα προσπαθούσε να αντικρούσει την εξέλιξη προς τον 21ο αιώνα.

Θεωρείτε ότι η πολιτική παθογένεια που ζούμε σήμερα οφείλεται εν μέρει στην αδυναμία συμφιλίωσης των Ελλήνων μετά τον Εμφύλιο;

Ναι, ποτέ δεν υπήρξε σοβαρή επανεκτίμηση των συνεπειών του Εμφυλίου ούτε προσπάθεια συμφιλίωσης. Είναι πάντοτε δύσκολο, αλλά πρέπει να γίνεται. Στην περίπτωση του αμερικανικού εμφυλίου κράτησε πολλά χρόνια – μόνο στη δεκαετία του 1880 επήλθε συμφιλίωση. Οι βόρειοι φεντεραλιστές αναγνώρισαν το μεγαλείο του στρατηγού Ρόμπερτ Λι και, αντιστοίχως, οι Νότιοι αναγνώρισαν ότι ο Οδυσσέας Γκραντ ήταν εξίσου μεγάλος ηγέτης. Και οι δύο πλευρές αποδέχθηκαν ότι ο πόλεμος έγινε από ανθρώπους με τις καλύτερες προθέσεις. Αυτό δεν συνέβη ποτέ στην Ελλάδα: καμία πλευρά δεν αναγνωρίζει κάτι σημαντικό στην άλλη, παρά μόνο το κακό που επέφερε. Και όταν η Ελλάδα αντιμετώπισε την έκρηξη της οικονομικής κρίσης, επανήλθε η ίδια ρητορική για τα λάθη και τα πάθη του παρελθόντος. Εφταιγαν όλοι, και όλοι είχαν φέρει το Κακό στη χώρα. Πράγμα που σημαίνει ότι το φάντασμα του Εμφυλίου δεν έφυγε ποτέ από τη χώρα. Κοιμόταν και επανεμφανίστηκε στην πρώτη ευκαιρία.

Αυτό υποδεικνύει ότι η ιστοριογραφία του 1940 δεν είναι μια στατική έννοια. Η Ιστορία ξαναγράφεται…

Ακριβώς. Εχει ακόμη παραμέτρους που περιμένουν να τις εξετάσουμε. Ολοι καταλαβαίνουμε ότι το 1940 σημαίνει την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων στους Ιταλούς. Αλλά την ίδια εποχή ο μεγάλος λιμός είναι μια πληγή της Ελλάδας που νομίζω ότι – με κάποιες εξαιρέσεις στην ιστοριογραφία – δικαιούται μεγαλύτερη ανάλυση. Ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τις επιπτώσεις που είχε στην υγεία, στο προσδόκιμο ζωής, στη ζωή την ίδια κατά τα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτή την Ελλάδα γράφουμε άλλωστε: για μια χώρα γεμάτη πληγές. Και από την άλλη, εστιάζουμε στον Εμφύλιο του 1946 θολώνοντας τον ρόλο που έπαιξε η Ελλάδα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο: το 1940, άλλωστε, ήταν η μόνη χώρα, εκτός από την Αγγλία, που αντιστεκόταν στον Αξονα. Εάν στη θέση της Ελλάδας ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα είχαν γυριστεί καμιά εκατοστή ταινίες για τον ρόλο τους.

Ποια καινούργια ερμηνεία θα λέγατε ότι φέρνετε στην ανάγνωση του Εμφυλίου;

Ξεχνάμε πως επρόκειτο για έναν διεθνή πόλεμο. Δεν πολεμούσαν μόνο δύο Ελλάδες, η μία εναντίον της άλλης, αλλά και η Δύση με τα ανατολικά κράτη. Οι ΗΠΑ με τους συμμάχους της εναντίον της ΕΣΣΔ και τους δικούς της συμμάχους. Ηταν το πρώτο πεδίο μάχης του Ψυχρού Πολέμου και μια φόρμουλα στην οποία οι Αμερικανοί θα επανέρχονταν, π.χ. στην περίπτωση του Βιετνάμ. Σε πολλά επίσημα κρατικά έγγραφα ο ελληνικός Εμφύλιος αναφέρεται ως παράδειγμα για το τι μπορεί να επιτευχθεί στο Βιετνάμ: μετακίνηση πληθυσμών ώστε να αποτραπεί η στήριξη στους κομμουνιστές, παρέμβαση στην εσωτερική πολιτική σκηνή ώστε να υποστηριχθεί η κυβέρνηση της αρεσκείας τους. Αποζητούσαν τη μεγάλη νίκη της Ελλάδας που μπορούσε να επαναληφθεί. Μόνο που έκαναν ένα λάθος: δεν νίκησαν οι ΗΠΑ – έχασαν οι κομμουνιστές. Είναι εντελώς διαφορετική ανάγνωση.

Andre Gerolymatos,

«Εμφύλιος, Ελλάδα 1943 – 1949, ένας διεθνής πόλεμος –

Η εξέλιξή του και ο αντίκτυπος στη σύγχρονη Ελλάδα»,

Εκδ. Διόπτρα, σελ. 445, Τιμή: 19,90 ευρώ