Τα τελευταία τριάντα χρόνια, το Εθνικό Πάρκο Γέλοουστοουν έχει βιώσει μια εντυπωσιακή οικολογική αναγέννηση. Καθώς μειώθηκαν οι πληθυσμοί των ελαφιών, τα δέντρα λεύκης και ιτιάς ευδοκίμησαν, επιτρέποντας στην αύξηση των καστόρων και δημιουργώντας νέα οικοσυστήματα για ψάρια και πτηνά.
Η αλλαγή αυτή αποδίδεται κυρίως στην επανεισαγωγή των λύκων στο πάρκο τη δεκαετία του 1990. Ως θηρευτές, συνέβαλαν στον έλεγχο των ελαφιών. Ωστόσο, η επιστροφή τους ίσως να μην αναδιαμόρφωσε πλήρως το οικοσύστημα, όπως αρχικά πίστευαν οι επιστήμονες, προκαλώντας έντονη επιστημονική διαμάχη για το πώς και γιατί αναγεννήθηκε το Γέλοουστοουν.
Η μελέτη και οι αντιδράσεις
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο, η επανεισαγωγή των γκρίζων λύκων (Canis lupus) δημιούργησε μια τροφική αλληλουχία — μια αλυσιδωτή αντίδραση στο οικοσύστημα — που ωφέλησε το σύνολο του πάρκου. Η παρουσία των λύκων συνδέθηκε με μείωση του πληθυσμού των ελαφιών, γεγονός που επέτρεψε την ανάπτυξη των ιτιών. Μεταξύ 2001 και 2020, ο συνολικός όγκος των κορυφών των ιτιών αυξήθηκε κατά 1.500%.
Ωστόσο, σε επιστολή που δημοσιεύθηκε στις 13 Οκτωβρίου στο περιοδικό Global Ecology and Conservation, άλλοι επιστήμονες αμφισβητούν τη μεθοδολογία της αρχικής έρευνας, υποστηρίζοντας ότι η επίδραση των λύκων στη βλάστηση του Γέλοουστοουν δεν είναι τόσο ξεκάθαρη.
Η ιστορική ανισορροπία και η επιστημονική διαφωνία
Οι μεγάλοι θηρευτές εξοντώνονταν στο Γέλοουστοουν από τα τέλη του 19ου αιώνα, και μέχρι τη δεκαετία του 1920 οι λύκοι είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. Η απουσία τους προκάλεσε οικολογική ανισορροπία: ο πληθυσμός των ελαφιών εκτοξεύθηκε, καταστρέφοντας τη χλωρίδα και επηρεάζοντας αρνητικά τους κάστορες. Η κατάσταση αυτή αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα τροφικής αλληλουχίας.
Αν και η επανεμφάνιση των λύκων επέφερε αλλαγές, οι επικριτές της μελέτης θεωρούν ότι τα δεδομένα ερμηνεύθηκαν με υπερβολική απλοποίηση. Ο οικολογος Daniel MacNulty από το Πανεπιστήμιο της Γιούτα τόνισε πως η χρήση του δείκτη «όγκος κόμης» ως μέτρο ανάπτυξης των ιτιών δεν απέδειξε νέα στοιχεία για την επίδραση των λύκων, καθώς βασίστηκε σε δεδομένα ύψους που ήδη υπήρχαν. Όπως σημείωσε, «δεν αποκάλυψαν τίποτα καινούργιο για το πώς άλλαξε η ανάπτυξη των ιτιών μετά την επανεισαγωγή των λύκων».
Ο MacNulty επεσήμανε επίσης ότι η μελέτη σύγκρινε δεδομένα από διαφορετικές τοποθεσίες και χρονικές περιόδους, κάτι που οδηγεί σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Παρότι αναγνωρίζει ότι υπάρχουν σαφείς επιπτώσεις της επιστροφής των λύκων σε άλλα είδη — όπως η αύξηση της διαθέσιμης τροφής για αρκούδες, κογιότ και αετούς — η επίδρασή τους στη βλάστηση παραμένει αμφιλεγόμενη, καθώς και άλλοι θηρευτές, όπως οι άνθρωποι, οι γκρίζες αρκούδες και τα πούμα, επηρεάζουν τον πληθυσμό των ελαφιών.
Η θέση των ερευνητών και η συνέχεια της συζήτησης
Από την πλευρά του, ο William Ripple, οικολογος του Πανεπιστημίου του Όρεγκον και επικεφαλής της αρχικής μελέτης, υπερασπίζεται τα συμπεράσματα, δηλώνοντας ότι «οι μέθοδοί μας είναι αξιόπιστες και η επιστημονική λογική του άρθρου παραμένει ισχυρή».
Η διαμάχη για την επίδραση των λύκων στο Γέλοουστοουν ξεπερνά τη συγκεκριμένη μελέτη. Οι επιστήμονες συμφωνούν ότι υπάρχει τροφική αλληλουχία, αλλά διαφωνούν για την έντασή της και για το ποιοι θηρευτές παίζουν καθοριστικότερο ρόλο. Ο οικολογος Jake Goheen από το Πανεπιστήμιο της Αϊόβα υποστηρίζει ότι «υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους οποίους τα σαρκοφάγα και τα φυτά μπορεί να συνδέονται θετικά, πέρα από τις τροφικές αλληλουχίες».
Η σημασία για τη διατήρηση των ειδών
Ο MacNulty επισημαίνει ότι για να αποδειχθεί με σαφήνεια η σχέση λύκων-ιτιών, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλοι οι θηρευτές και φυτοφάγα του οικοσυστήματος. Μόνο τότε θα μπορούσε να εκτιμηθεί πόση αύξηση στη βιομάζα των ιτιών οφείλεται αποκλειστικά στους λύκους.
Ο Ripple και η ομάδα του ετοιμάζουν τώρα αναλυτική απάντηση στις επικρίσεις, ενώ ο Goheen τονίζει ότι, ανεξάρτητα από το αν οι λύκοι προκαλούν άμεσα τροφική αλληλουχία, η παρουσία τους παραμένει κρίσιμη για τη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας του πάρκου.