Πολλά και θαυμαστά επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας μάς έφεραν αυτά τα 25 χρόνια. Νιώθω όμως ότι με την ορμή τους μας παρασέρνουν, δεν μας αφήνουν να σταθούμε στοχαστικά απέναντί τους και δεν μας επιτρέπουν να αναζητήσουμε και να αποκρυσταλλώσουμε εμείς οι ίδιοι ένα νόημα για τη ζωή μας και τον προορισμό μας.
Οσο ταχύτερα καταφέρνουμε να σκρολάρουμε στο κινητό, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να μπορούμε να περάσουμε λίγη ώρα ακίνητοι και στοχαστικοί μπροστά σε ένα έργο τέχνης. Γι’ αυτό και επιλέγω να μιλήσω για μία απώλεια.
Στις 20 Δεκεμβρίου του 2009 πέθανε ο Γιάννης Μόραλης. Η χώρα είχε ήδη αρχίσει να περιστρέφεται στη δίνη των γεγονότων, η ραγδαία εξέλιξη των οποίων είναι σε όλους γνωστή. Πού να βρεθεί ο χρόνος και η ηρεμία τότε για να κάνει κανείς την αποτίμηση της συνεισφοράς ενός καλλιτέχνη τέτοιου διαμετρήματος; Σε άλλες χώρες θα είχαμε πολυσέλιδα αφιερώματα, ημερίδες, εκθέσεις κ.λπ. Ο ίδιος ο άνθρωπος, με τη μετρημένη ζωή του και τη σταθερή άρνησή του να μιλά ακατασχέτως, λερώνοντας με επεξηγήσεις και αναλύσεις το έργο του, το προστάτευσε από φτηνές προσεγγίσεις και ερμηνείες. Ομως στο τέλος δεν ξέφυγε από την εξαπλουστευμένη κατάταξή του στο στενό πλαίσιο της Ελληνικότητας. Σπεύσαμε να τον κατατάξουμε όπως είχαμε κάνει με τον Τσαρούχη. Ο ίδιος ο Μόραλης αρνήθηκε επίμονα την Ελληνικότητα στο έργο του: «Λες και ζωγράφιζα κατόπιν αποφάσεως. Αφού είμαι Ελληνας, γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ, μου αρέσει η ελληνική φύση, αυτομάτως ζωγραφίζω έτσι».
Με την απώλεια του Μόραλη χάσαμε κατά τη γνώμη μου έναν καλλιτέχνη διεθνή. Και είναι διεθνής γιατί εξέφρασε λιτά, στερεά και ευθύβολα την ευαισθησία του τόπου του. Δεν αντέγραψε αβασάνιστα τρόπους άλλων. Η γραμμή του είναι καθαρή, το σχήμα κομψό και υποταγμένο πάντα σε μια δεσπόζουσα αυστηρά υπολογισμένη σύνθεση. Το χρώμα του πηγάζει από το φθινοπωρινό τοπίο. Ο ίδιος το είπε πολύ ωραία: «Μου αρέσουν τα χρώματα της πέρδικας. Ολα αυτά τα γκρίζα, το μαύρο με τις πολλές διαβαθμίσεις, το λίγο άσπρο και το κόκκινο που γυαλίζει στο ράμφος και στα ποδαράκια τους».
Είναι διεθνής ο Μόραλης με τον τρόπο που είναι διεθνής ο Εντουαρντ Χόπερ που ζωγράφισε τόσο βιωματικά την πατρίδα του, ή ο Λούσιαν Φρόιντ – ο οποίος παρεμπιπτόντως πέθανε λίγο αργότερα, το 2011 – που ζωγράφισε την πόλη του και τους ανθρώπους της εποχής του με τόσο καίριο τρόπο.
Στον Μόραλη άρεσε μια φράση του μεγάλου ζωγράφου Κορό: «Καλύτερα να μην είμαι τίποτα παρά να είμαι η ηχώ των άλλων».
Από ιδιοσυγκρασία στέκομαι περισσότερο στα παραστατικά του έργα. Τα ζωγράφισε νέος, τη δεκαετία του ‘40 κυρίως. Είναι πορτρέτα. Ανθρωποι, άντρες, γυναίκες, καλοντυμένοι και σοβαροί, στο μεταίχμιο μεταξύ αυτού του κόσμου και του επέκεινα. Διαισθάνεται κανείς μια επιρροή των Φαγιούμ και των επιτύμβιων στηλών. Οσες στατιστικές και αναλύσεις και να διαβάσω για τα χρόνια εκείνα, μου διαφεύγουν πολλά. Η ουσία και το αίσθημα της ζωής δηλαδή. Αυτά λοιπόν που διαφεύγουν τα βρίσκω στα πορτρέτα και τα γυμνά του Μόραλη. Το αίσθημα της εποχής. Την αξιοπρεπή συστολή των ανθρώπων. Τη γυναίκα της εποχής του. Το σώμα της, τα φρύδια της. Μια άλλη πραγματικότητα απελευθερωμένη από τη φθορά και τη συνεχή εξέλιξη. Το καταστάλαγμα της εποχής μέσα από την ευαισθησία του Μόραλη.
Τι είναι πιο διεθνές από την ξεκάθαρη εικόνα ενός τόπου όπως διυλίζεται στο έργο της τέχνης; Πού αλλού θα στραφεί κανείς ώστε να κατανοήσει κάτι για τον τόπο και τους ανθρώπους του; Ποια έργα τέχνης θα καταφέρουν να συγκρατήσουν κάτι από την ακατάσχετη ροή των πραγμάτων γύρω μας, εμάς, τη ζωή μας, τα χρόνια μας;
Είχαμε την τύχη κάποιοι καλλιτέχνες μας σε κάθε τέχνη να μην περιοριστούν σε έργα για εσωτερική κατανάλωση μόνον, αλλά το έργο τους να αφορά πολλούς ανθρώπους. Η κουλτούρα μας είναι η εικονοποιητική. Αγαπάμε την απεικόνιση.
Ονειρεύομαι εκθέσεις όπου θα συνυπάρχουν επιτύμβιες στήλες, βυζαντινές εικόνες, αρχαϊκές κόρες, ο σκεπτόμενος και ο ροζ ναύτης του Τσαρούχη, Πορτρέτα του Νίκου Λύτρα, κυκλαδικά ειδώλια, τα πορτρέτα του Μόραλη και άλλα πολλά. Σε έναν διάλογο, λιτά τοποθετημένα και φωτισμένα.
Δεν είναι αλαλούμ. Είναι η διεθνής απαστράπτουσα εικόνα της Ελλάδας.
← Επιστροφή στο μενού του αφιερώματος