Το σκάνδαλο διαφθοράς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου χαρακτηρίστηκε ως η υπόθεση που απείλησε να κλονίσει τα θεμέλια της ευρωπαϊκής δημοκρατίας. Καταγγελίες, θεαματικές επιχειρήσεις της αστυνομίας και ισχυρισμοί για μεγάλα χρηματικά ποσά που φέρονται να χρησιμοποιήθηκαν από τρεις χώρες εκτός Ε.Ε. για να επηρεάσουν αποφάσεις του Κοινοβουλίου, συνθέτουν το σκηνικό μιας πολύκροτης υπόθεσης.

Στο επίκεντρο της θύελλας βρέθηκε η τότε ευρωβουλευτής και αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Εύα Καϊλή, πρόσωπο με έντονη δημόσια παρουσία και πολιτικές διασυνδέσεις.

Τρία χρόνια μετά, η υπόθεση παραμένει ανοιχτή. Η ημερομηνία της δίκης δεν έχει ακόμη οριστεί, ενώ οι μέθοδοι των βελγικών αρχών ερευνώνται για την ορθότητά τους.

Η Καϊλή, η οποία απομακρύνθηκε από τα καθήκοντά της , υποστηρίζει ότι έπεσε θύμα σκευωρίας και ζητά δικαίωση. «Η δικαιοσύνη βασίζεται σε στοιχεία και γεγονότα», δήλωσε στο Euronews, τονίζοντας πως πλέον υπάρχουν δεδομένα που αποκαλύπτουν τι πραγματικά συνέβη.

Νέες εξελίξεις και αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος

Το σκάνδαλο επανήλθε στο προσκήνιο, καθώς η πρώην επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. Φεντερίκα Μογκερίνι, ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος Στέφανο Σανίνο και ένα μέλος του προσωπικού του Κολεγίου της Ευρώπης συνελήφθησαν πρόσφατα ως ύποπτοι σε νέα υπόθεση φερόμενης διαφθοράς, υπό διερεύνηση από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO) και τη βελγική αστυνομία.

Η Καϊλή επιμένει στην αθωότητά της, κατηγορώντας τις αρχές για πολιτική στοχοποίηση, συνεννόηση με τα μέσα ενημέρωσης και σκηνοθεσία αποδεικτικών στοιχείων. Δηλώνει επίσης ότι δεν εξεπλάγη από τις νέες συλλήψεις, καθώς, όπως υποστηρίζει, «υπάρχει προσπάθεια να παρουσιαστούν οι χώρες της νότιας Ευρώπης ως διεφθαρμένες».

Η ίδια αναφέρει ότι η καριέρα και η προσωπική της ζωή έχουν καταρρεύσει μετά το ξέσπασμα του σκανδάλου το 2022, ενώ θεωρεί ότι η υπόθεσή της αποτελεί προειδοποίηση για άλλους πολιτικούς.

Ανατομία ενός δημόσιου σκανδάλου

Τον Δεκέμβριο του 2022, οι βελγικές αρχές πραγματοποίησαν εφόδους σε διάφορα σημεία, μεταξύ αυτών και στο σπίτι της Καϊλή στις Βρυξέλλες, υπό την εποπτεία του δικαστή Μισέλ Κλεζ. Η φωτογραφία μιας βαλίτσας γεμάτης χαρτονομίσματα των 500 ευρώ, που δόθηκε στη δημοσιότητα από την ομοσπονδιακή αστυνομία, έγινε viral, μετατρέποντάς την στο «πρόσωπο του σκανδάλου».

Η ίδια, ο σύντροφός της Φραντσέσκο Τζιόρτζι και ο πατέρας της συνελήφθησαν, ενώ κατασχέθηκαν πάνω από 1,5 εκατ. ευρώ. Η Καϊλή αρνήθηκε κάθε σχέση με τα χρήματα, υποδεικνύοντας τον πρώην ευρωβουλευτή Πιέρ Αντόνιο Παντσέρι ως υπεύθυνο.

Οι βελγικές αρχές υπέδειξαν το Κατάρ, το Μαρόκο και τη Μαυριτανία ως πιθανούς χρηματοδότες για άσκηση επιρροής υπέρ τους, κάτι που οι χώρες αυτές αρνήθηκαν κατηγορηματικά. Η επιχείρηση θεωρήθηκε πρωτοφανής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, φέρνοντας το Βέλγιο στο επίκεντρο διεθνούς προσοχής.

Προβληματική έρευνα και αμφισβητούμενες πρακτικές

Η έρευνα για το σκάνδαλο έχει αντιμετωπίσει αλλεπάλληλες δυσκολίες και παραιτήσεις βασικών προσώπων. Ο επικεφαλής ανακριτής Μισέλ Κλεζ παραιτήθηκε το 2023 λόγω ανησυχιών για σύγκρουση συμφερόντων, ενώ το ίδιο έπραξε και ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας Ραφαέλ Μαλανινί.

Οι μέθοδοι των βελγικών αρχών και της μυστικής υπηρεσίας έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση. Η Καϊλή πέρασε τέσσερις μήνες σε προφυλάκιση και στη συνέχεια τέθηκε υπό κατ’ οίκον περιορισμό με ηλεκτρονικό βραχιολάκι. Οι δικηγόροι της υποστήριξαν ότι η μεταχείρισή της συνιστούσε βασανιστήρια.

Ζητήματα σχετικά με την άρση της ασυλίας της, τις διαρροές πληροφοριών στον Τύπο και τη χρονική στιγμή δημοσίευσής τους έχουν επιβαρύνει την υπόθεση. Η ίδια κατηγορεί τις αρχές για συνεργασία με δημοσιογράφους ώστε να «γράψουν και να παρουσιάσουν ένα σενάριο» που θα την εμφάνιζε ένοχη εκ των προτέρων.

Η υπεράσπιση της Καϊλή

Η πρώην ευρωβουλευτής υποστηρίζει ότι ενεργούσε κατόπιν εντολής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ανάπτυξη σχέσεων με τις χώρες του Κόλπου. Σε ερώτηση για τα πιθανά κίνητρα πίσω από την υπόθεση, απάντησε: «Αυτό είναι ένα πολύ καλό ερώτημα, αλλά πρέπει να γίνει δίκη για να απαντηθεί».

Η διάσταση Νότου – Βορρά

Η Καϊλή δηλώνει ότι αποφάσισε να μιλήσει δημόσια λόγω ενός ανησυχητικού μοτίβου, όπως το χαρακτηρίζει, που αφορά τους υπηκόους της νότιας Ευρώπης οι οποίοι εργάζονται στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Θεωρεί ότι υπάρχει προκατάληψη και επιλεκτική δίωξη εις βάρος τους, με την υπόθεσή της να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Vidcast: Face2Face