Η Ευρωπαϊκή Δικαιοσύνη έδωσε ένα σαφές μήνυμα υπέρ της κοινωνικής πολιτικής της Ένωσης, επικυρώνοντας τη νομιμότητα της Οδηγίας για τον Κατώτατο Μισθό, που εγκρίθηκε το 2022. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) απέρριψε την προσφυγή της Δανίας, με τη στήριξη της Σουηδίας, η οποία ζητούσε την ακύρωση της οδηγίας, θεωρώντας ότι συνιστά παρέμβαση στο εθνικό της μοντέλο καθορισμού μισθών μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, η Οδηγία «δεν συνιστά άμεση επέμβαση του δικαίου της ΕΕ στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και στη συνδικαλιστική ελευθερία», ούτε επηρεάζει ευθέως το πώς καθορίζονται οι αμοιβές στα κράτη μέλη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η νομοθεσία δεν υπερβαίνει τις αρμοδιότητες που προβλέπουν οι Συνθήκες, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό της Δανίας ότι η Ένωση «παραβίασε το άρθρο για τη μη ρύθμιση των αποδοχών» του Συντάγματος της ΕΕ.

Η Οδηγία για τον Κατώτατο Μισθό, που εγκρίθηκε το 2022, δεν επιβάλλει έναν κοινό ευρωπαϊκό μισθό, αλλά θεσπίζει κανόνες για να διασφαλίσει ότι κάθε κράτος μέλος καθορίζει αξιοπρεπή επίπεδα αμοιβών και τα επικαιροποιεί τακτικά. Παράλληλα, ζητά από τις χώρες όπου ο μισθός προκύπτει μέσω συλλογικών συμβάσεων να επεκτείνουν την κάλυψη των εργαζομένων, ώστε να προστατεύονται οι περισσότεροι.

Η απόφαση του ΔΕΕ έρχεται σε αντίθεση με τη γνωμοδότηση του νομικού συμβούλου του Δικαστηρίου, ο οποίος είχε εισηγηθεί την ακύρωση της Οδηγίας, υποστηρίζοντας ότι η ΕΕ δεν έχει δικαιοδοσία να ρυθμίζει ζητήματα αποδοχών. Οι δικαστές όμως ξεκαθάρισαν ότι η εξαίρεση αυτή «δεν επεκτείνεται σε κάθε μέτρο που επηρεάζει έμμεσα τις αμοιβές» και ότι, διαφορετικά, «οι αρμοδιότητες της Ένωσης για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας θα έμεναν κενές περιεχομένου».

Ωστόσο, το Δικαστήριο προχώρησε σε μερική ακύρωση δύο διατάξεων της Οδηγίας. Συγκεκριμένα, ανέτρεψε το άρθρο που υποχρέωνε τα κράτη με νόμιμο κατώτατο μισθό να λαμβάνουν υπόψη συγκεκριμένα κριτήρια (όπως το κόστος ζωής ή την παραγωγικότητα) για την αναθεώρησή του, καθώς και τη διάταξη που απαγόρευε τη μείωση των μισθών όταν αυτοί προσαρμόζονται αυτόματα μέσω δεικτών τιμών. Παρ’ όλα αυτά, ο βασικός κορμός της Οδηγίας παραμένει αμετάβλητος και ισχυρός.

Η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ETUC) χαιρέτισε την απόφαση, χαρακτηρίζοντάς την «νίκη για τους εργαζομένους και για την κοινωνική Ευρώπη». Η γενική γραμματέας της ETUC, Έστερ Λιντς, δήλωσε:

«Η απόφαση επιβεβαιώνει ότι η ΕΕ μπορεί και πρέπει να ενεργεί υπέρ των δίκαιων αμοιβών. Ο πυρήνας της Οδηγίας παραμένει ανέπαφος, συμπεριλαμβανομένων των ορίων αξιοπρέπειας στο 50% και 60% του μέσου ή διάμεσου μισθού».

Η Λιντς προειδοποίησε, ωστόσο, ότι η αφαίρεση των άρθρων για την αξιολόγηση της επάρκειας των μισθών καθιστά αναγκαίες «πιο ισχυρές και δεσμευτικές ευρωπαϊκές ρυθμίσεις» για τη διασφάλιση του δίκαιου εισοδήματος, καλώντας την Κομισιόν να εκδώσει «άμεσα νέα σύσταση για την αποτελεσματική εφαρμογή της Οδηγίας».

Η απόφαση του ΔΕΕ σηματοδοτεί τη συνέχιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού πυλώνα, που επιχειρεί να εξισορροπήσει την οικονομική ελευθερία με την κοινωνική δικαιοσύνη. Για τους εργαζομένους των χωρών της ΕΕ, πρόκειται για μια σημαντική θεσμική εγγύηση: η Ευρώπη μπορεί να μην καθορίζει τον μισθό τους, αλλά δεσμεύεται να διασφαλίζει ότι αυτός είναι δίκαιος, αξιοπρεπής και βιώσιμος.

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.