Νέοι που απαρνιούνται τα «ορθάδικα» και τη διασκέδαση υπό τους ήχους της ηλεκτρονικής μουσικής, για να ξεφαντώσουν τον χειμώνα σε ρεμπετάδικα με πάλκο και μπαγλαμαδάκι και το καλοκαίρι σε πανηγύρια με κλαρίνο και λύρα, μέχρι το ξημέρωμα. Φοιτητές που αναζητούν αναλογικές φωτογραφικές μηχανές σε παλαιοπωλεία και συνοικιακά φωτογραφεία για να αποτυπώνουν πλέον τις στιγμές τους όχι στα τελευταίας τεχνολογίας «έξυπνα» κινητά τους αλλά στο χαρτί, το ματ ή το γυαλιστερό, και να τις τοποθετούν σε κορνίζα στο σαλόνι.

Την ίδια στιγμή οι δισκογραφικές εταιρείες κυκλοφορούν ολοένα περισσότερους δίσκους βινυλίου. Μάλιστα, από τα νεανικά διαμερίσματα συχνά δεν λείπει κάποιο πικάπ, με τους ενοίκους και τους καλεσμένους τους να σηκώνουν τη βελόνα και να την ακουμπούν προσεκτικά πάνω στον δίσκο των 33 στροφών – όταν μέχρι πριν από λίγο καιρό πατούσαν απλώς το «play» στην οθόνη του τάμπλετ τους. Μαζί και τα ακούσματα της νέας γενιάς που φαίνεται να έχουν αλλάξει. Παραδοσιακά τραγούδια, παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα, διασκευάζονται και ξανατραγουδιούνται από νεανικά στόματα, ακόμα και σε μέρη που δεν το περιμένει κανείς.

Και φυσικά η ενδυμασία – έστω κι αν είναι εδώ και χρόνια γνωστό πως εδώ η ζωή «κύκλους κάνει». Νέες γυναίκες και άνδρες αφήνουν στο ντουλάπι τη μοντέρνα γκαρνταρόμπα τους και στρέφονται αλλού: στο «βίντατζ», στο «δεύτερο χέρι», στο παλιό, ξαναφορεμένο ρούχο που σίγουρα δεν αποτελεί την τελευταία λέξη της μόδας. Αλλά μάλλον αυτό είναι και το ζητούμενο…

Ποιος θα πίστευε λίγα χρόνια πριν πως το 2025 οι επιλογές των νέων, κυρίως, ανθρώπων θα είχαν κάνει τέτοια «στροφή» στην παράδοση; Οσο κι αν «ο κόσμος πηγαίνει μπροστά», «οι εποχές αλλάζουν», ψηφιοποιούμαστε και εξελισσόμαστε, η σύγχρονη τάση που αποτυπώνεται στην κοινωνία δείχνει πως η εποχή που όλοι υιοθετούσαν – πολλές φορές άκριτα – οτιδήποτε καινούργιο, μοντέρνο και ξενόφερτο έχει αρχίσει να «νοθεύεται» από μια νοσταλγική διάθεση για συνήθειες και πρακτικές του παρελθόντος. Στα μάτια της νέας γενιάς άλλωστε οτιδήποτε παλαιότερο μοιάζει αυθεντικότερο και οτιδήποτε «παραδοσιακό» ταυτίζεται πολλές φορές με την επιστροφή στις ρίζες. Πλέον, «η στροφή στην παράδοση» καθρεφτίζεται σε ολοένα και περισσότερες πτυχές και εκφάνσεις της σύγχρονης ζωής και κοινωνίας.

Ας αρχίσουν οι χοροί!

Πριν από μερικά χρόνια, αν ένας εικοσάχρονος έλεγε ότι ακούει ελληνική παραδοσιακή μουσική πιθανό να τον χαρακτήριζαν παλιομοδίτη ή συντηρητικό. Εδώ και μία δεκαετία, ωστόσο, όλο και περισσότεροι αναζητούν τους ήχους της γκάιντας, τα βιολιά, τα λαούτα, τα κλαρίνα και τις λύρες. Από εκεί που οι νέοι χόρευαν σε έναν κόσμο γεμάτο ψηφιακούς ήχους, ο καθένας μόνος του και κρατώντας ένα ποτό, τώρα πιάνονται χέρι χέρι, χορεύουν ώμο τον ώμο. Η στροφή φαίνεται και στους πολλαπλασιαζόμενους χώρους εκμάθησης παραδοσιακών χορών. Μόνο στην Αθήνα υπάρχουν πάνω από 100 σχολές, με την πλειονότητα να διδάσκει και παραδοσιακούς, ενώ σε αυτές προστίθεται και οι πολιτιστικοί σύλλογοι.

Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια έχουν αναδειχθεί μουσικά συγκροτήματα που ξαναζωντανεύουν και «πειράζουν» τους παραδοσιακούς ήχους. Η Ξένια Κωνσταντίνου, δασκάλα χορού, εξηγεί ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν λειτουργήσει προωθητικά: «Αυτός ο τρόπος διασκέδασης μπορεί να μην είναι προσωπικό βίωμα των νέων, αλλά σίγουρα έχουν ακούσει ιστορίες. Προσπαθώντας να ανακαλύψουν τον εαυτό τους επιστρέφουν στις ρίζες τους, επικοινωνούν με το παρελθόν τους. Οι παραδοσιακοί χοροί σού επιτρέπουν να ανοιχτείς και να επικοινωνήσεις συλλογικά βαθιά συναισθήματα, φτάνοντας σε μια μέθεξη με πολύ έντονα χαρακτηριστικά», λέει.

Ο Γιώργος Κοκκώνης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, τονίζει πως «οι νέοι έρχονται σε επαφή με ποικίλες μορφές “παραδοσιακότητας”, τις οποίες μετασχηματίζουν. Παρατηρούμε να αναβιώνουν τους ήχους παλαιότερων μουσικών οργάνων, όπως για παράδειγμα την γκάιντα ή την τσαμπούνα, επαναπροσδιορίζοντας τη ροή των μουσικών εξελίξεων».

   

Από τα πίξελ στην πολαρόιντ

Το – όχι και τόσο μακρινό – 2000 η ψηφιακή φωτογραφία ξεκίνησε την επέλασή της και σύντομα έφτασε να εκτοπίσει εντελώς την αναλογική. Στα χρόνια της πανδημίας, ωστόσο, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν.

«Καθημερινά έρχονται στο φωτογραφείο μου παιδιά από 15 ετών και θέλουν να αγοράσουν αναλογική φωτογραφική μηχανή. Μου ζητούν εξειδικευμένα φιλμ και ψάχνουν τρόπους να τα εμφανίσουν μόνοι τους.

Υπάρχει ένα κενό στις ηλικίες από 15 έως 30 ετών, που δεν έχουν βιώσει το «λανθάνον είδωλο».

Το είδωλο που αποτυπώνεται στο αρνητικό, αλλά πρέπει να μπει στη διαδικασία της εκτύπωσης. Η νέα γενιά μπούχτισε από το ψηφιακό και είδε τις προσωπικές της στιγμές να εξαφανίζονται επειδή χάθηκε μια κάρτα μνήμης», τονίζει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Καλλιτεχνών Επαγγελματιών Φωτογράφων και Εικονοληπτών (ΠΕΚΦΕ) Βασίλης Στάμος. Και συνεχίζει: «Οταν ρώτησα έναν φοιτητή γιατί αγοράζει μια μεταχειρισμένη αναλογική μηχανή μού απάντησε: Θέλω να πατάω το κουμπί και να μην ξέρω τι τράβηξα και αυτή η αγωνία να διατηρείται μέχρι να εκτυπωθεί το φιλμ».

Σε Αθήνα, Πειραιά και νησιά του Αργοσαρωνικού υπάρχουν σήμερα 1.500 συνοικιακά φωτογραφεία – «κύτταρα πολιτισμού», όπως τα αποκαλούν οι φωτογράφοι.

Και μπορεί να είναι μειωμένα σε σχέση με παλαιότερα, όμως ευδοκιμούν.

Η Αθηνά Πανανίδη, ιδιοκτήτρια ενός εκ των πιο θρυλικών φωτογραφείων στο κέντρο της Αθήνας, λέει: «Μέχρι πρότινος, τα φωτογραφεία επιβίωναν κυρίως από τα μυστήρια.

Εκεί που νόμιζα ότι το τέλος της αναλογικής φωτογραφίας έχει έρθει, ξεπετάχθηκε μία ελπίδα. Μαθητές και φοιτητές ψάχνουν το φωτογραφείο στο Διαδίκτυο και έρχονται. Θέλουν να δουν το αρχείο μου, να τους βάλω στον σκοτεινό θάλαμο, να τους δείξω τις ασπρόμαυρες εμφανίσεις. Με συγκινεί βαθιά όλο αυτό γιατί νιώθω ότι έκανα καλά που συνέχισα την παράδοση».

 

 Αντί για fast fashion, τα βιντατζάδικα

Λουλούδια, χρώματα, μίνι φούστες, εντυπωσιακές καμπάνες, βάτες, γεωμετρικά σχέδια, αστραφτερές παγέτες, χαμηλοκάβαλα τζιν. Παλιές φωτογραφίες γιαγιάδων και μαμάδων και αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια.

Ρούχα προηγούμενων δεκαετιών, ίσως ξεχασμένα στις ντουλάπες, ζωντανεύουν μέσα στα βιντατζάδικα και τα καταστήματα για είδη ρουχισμού από δεύτερο χέρι που ξεφυτρώνουν όλο και συχνότερα στα στενά της Αθήνας – Εξάρχεια, Μοναστηράκι, Ψυρή, Κυψέλη – με πελάτες κυρίως τις νέες γενιές και ακόμη περισσότερο τις νεαρές γυναίκες. Συνομιλώντας μαζί τους καταλαβαίνει κανείς ότι εκείνο που αναζητούν είναι η χαμένη πρωτοτυπία, η μοναδικότητα και η ποιότητα, κόντρα στο ρεύμα της εποχής και την κυριαρχία του fast fashion που μας θέλει όλες ίδιες και τυποποιημένες.

Η Δάφνη Πασσίση-Κοκότ, ιδιοκτήτρια δύο εκ των πιο γνωστών βιντατζάδικων στο κέντρο της Αθήνας, αναφέρει: «Η ηλικιακή ομάδα 18-40 προτιμά πολύ αυτά τα ρούχα. Ερχονται στο μαγαζί γιατί μπορούν να βρουν διαφορετικά στυλ, ωραία κοψίματα, περίεργες υφές αλλά και ευφάνταστα κομμάτια από τη δεκαετία του ’60 μέχρι και του 2000».

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι εμπορικά καταστήματα μεταχειρισμένων ειδών σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είδαν τον τζίρο τους να ανεβαίνει στα 15,1 εκατ. ευρώ το 2021, ενώ μόνο πρώτο εννεάμηνο του 2024 άγγιξε τα 18,8 εκατ. ευρώ. Την τελευταία πενταετία η πορεία ήταν απότομα ανοδική, με τους ιδιοκτήτες να σημειώνουν ότι η πλειονότητα των καταναλωτών ανήκει στη νέα γενιά.

«Η μνήμη είναι πρώτα από όλα παρόν»

γράφει η Παναγιώτα Ανδριανοπούλου*

Τι κοινό έχουν οι κοντυλιές της κρητικής λύρας στην πνιγμένη από δακρυγόνα πλατεία Συντάγματος το μεσημέρι της 29ης Ιουνίου 2011, ένα τσουβάλι κάρβουνα στη Χαμοστέρνας, ένα σεμεδάκι από βελονάκι στο παρμπίζ σταθμευμένου αυτοκινήτου στο Παγκράτι, μια αφίσα με «πειραγμένα μασκοφορεμένες» θρακιώτισσες από τα χωριά των Μάρηδων και η σελίδα στο Facebook «Πανηγύρια και τοπικές γιορτές»; Το νήμα που διασχοινίζει τα παραπάνω ετερόκλιτα στιγμιότυπα είναι η αναφορά τους στην παραδοσιακότητα.

Από το 2010, όταν ξεκινά η πολύμορφη κρίση που διανύει η χώρα, παρατηρούμε μια σειρά ενσώματες πρακτικές με αναφορά στην παράδοση: ομάδες εκμάθησης παραδοσιακού χορού σε αυτοδιαχειριζόμενους χώρους και συνδικαλιστικά σωματεία, γλέντια με παραδοσιακή μουσική για την υπεράσπιση του δημόσιου χώρου, εργαστήρια μαθητείας στην οργανοποιΐα, την υφαντική, την κεραμική, το πολυφωνικό τραγούδι, έθιμα αναπροσαρμοσμένα στην μετανεωτερική γειτονιά και τα πολιτικά της αιτήματα, όπως το Καρναβάλι του Μεταξουργείου ή ο Κλήδονας της Καισαριανής.

Για τους περισσότερους από όσους συμμετέχουν στα παραπάνω, η παραδοσιακότητα συνομιλεί με την κοινότητα, την αλληλεγγύη, την αλληλοβοήθεια, τη συμμετοχικότητα, ενώ το ίδιο συχνά προτάγματα, όπως η ανακύκλωση και επανάχρηση, καθορίζουν και καταναλωτικές συμπεριφορές – από το ντύσιμο μέχρι τη διαμόρφωση του σπιτιού τους, στο πρότυπο οικείων τόπων καταγωγής ή διακοπών.

Η εθνολόγος-λαογράφος Παναγιώτα Ανδριανοπούλου

Η εκτεταμμένη στροφή προς παραδοσιακές μορφές και εκφράσεις, που αβασάνιστα κατηγοριοποιείται ως μόδα, χιπστερισμός ή φασεϊσμός, δείχνει να αδιαφορεί για αφοριστικούς –ισμούς και παγιωμένους τρόπους επαφής με το λαϊκό. Το τραύμα της πολιτικής εργαλειοποίησης του παραδοσιακού χορού και της μουσικής από τη μεταξική δικτατορία και τη χούντα των συνταγματαρχών έχει αρχίσει να επουλώνεται. Το κλαρίνο, η γκάιντα και η τσαμπούνα απενοχοποιούνται– αναφέρουμε εδώ τον καταλυτικό ρόλο των Μουσικών Σχολείων από τη δεκαετία του’90 ήδη και των δημιουργικών νεοπαραδοσιακών διασκευών.

Η σημερινή «επιστροφή στις ρίζες», παρότι ευδοκιμεί σε αστικά περιβάλλοντα, διαφοροποιείται από την ταξικά αστική εννοιολόγηση της παράδοσης, όπως την επισημαίνει ο καθηγητής λαογραφίας Βασίλης Νιτσιάκος, αναφερόμενος σε επίσημες κρατικές πολιτικές εκπαίδευσης και πολιτισμού. Διακρίνεται από ορμητικό, και τις περισσότερες φορές αδιαμεσολάβητο, αυθορμητισμό, δομικό χαρακτηριστικό της παραδοσιακότητας. Αντιτίθεται στην έννοια της αυθεντικότητας ως νεωτερικής (και σήμερα πια νεοφιλελεύθερης) κατασκευής που καταστέλλει την πρωτογενή έκφραση της κοινότητας.

Η νοσταλγία για την κοινότητα αναζωπυρώνει τη στροφή στην παράδοση και τις πληθυντικές εκδοχές της σήμερα. Ως φαντασιακό ζητούμενο που αγνοεί τις ιστορικές διαστάσεις της κοινότητας ως πεδίου κοινωνικών συγκρούσεων ή ως προβολή πολιτικών ιδεωδών, η κοινότητα επανέρχεται στο λόγο όσων επιλέγουν νεο-παραδοσιακές μορφές έκφρασης και κοινωνικοποίησης, ειδικά στην περίοδο 2010-2015, περίοδο απορρύθμισης της κοινωνικής κανονικότητας.  Η στροφή στην παράδοση ευνόησε νέες εφήμερες ή και πιο ανθεκτικές κοινότητες.

Η δυναμική της λαϊκής κουλτούρας τελικά, που διαφοροποιείται από τόπο σε τόπο, μετασχηματίζεται, αντιστέκεται, προσαρμόζεται στις εκάστοτε οικονομικό-πολιτικές συνθήκες και δεν μουσειοποιείται, επιμαγεύει πολιτικά τους νέους. Αν ως παράδοση ορίζουμε τις συμπεριφορές, γνώσεις και σχέσεις που διαμορφώνονται σε συγκεκριμένες  ιστορικές και γεωγραφικές συντεταγμένες και τον τρόπο που η μνήμη όλων αυτών εξωτερικεύεται ατομικά και ως κοινωνικό σώμα, και αν παραδεχτούμε ότι η παράδοση δεν κληρονομείται αλλά μαθαίνεται, όπως έλεγε η άξια Άλκη Νέστορος-Κυριακίδου, σε μια δυναμική διαπραγμάτευση με το παρόν και τις ανάγκες του, γίνεται κατανοητό γιατί στη σημερινή οριακή εποχή το παραδοσιακό και το λαϊκό αποκτούν εκ νέου πολιτική σημασία, αποστασιοποιημένα από αποικιακά, εθνοκεντρικά και πατριαρχικά αφηγήματα.

Γιατί «το μόνο που δεν χρειάζεται είναι το γραφικό, η παράσταση, οι αλλοτινές συνήθειες», όπως έλεγε ο μεγάλος μας καταστασιακός Χατζιδάκις.

*Η Παναγιώτα Ανδριανοπούλου είναι Εθνολόγος-Λαογράφος. Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού – ΥΠΠΟ

(Ο τίτλος του κειμένου είναι μια φράση της Άλκης Νέστορος Κυριακίδου)