Πρώτα πρόσεξα έναν, μετά δεύτερο, τρίτο, πολλούς στη σειρά. «Τραπεζάκια έξω», σκέφτηκα. Οι κορμοί των δέντρων στα πεζοδρόμια, κομμένοι περίπου στο ένα μέτρο από το έδαφος, έμοιαζαν με τραπεζάκια (ή «σκαμπουδάκια»). Ρώτησα, και έμαθα ότι οι πετσοκομμένοι κορμοί είναι νεκρές μουριές, θύματα ξυλοφάγου σκαθαριού-εισβολέα. Από το 2019 έως σήμερα έχουν ξεραθεί χιλιάδες μουριές στην Αθήνα. Οσα δέντρα έχουν προσβληθεί ανεπανόρθωτα από το έντομο, κόβονται.

Οι σειρές από τις κομμένες ξεραμένες μουριές τραβούν το βλέμμα μας, ζητούν την προσοχή μας σε πλήθος αθηναϊκούς δρόμους και πλατείες. Οπως καθετί στη ζωή, έμψυχο ή άψυχο, έτσι και οι μουριές, γίνονται επιτέλους ορατές, αισθητές, αληθινά αντιληπτές, και ίσως κατανοητές, χάρη στην απώλειά τους. Μόνο όταν κάτι λείψει αναδεικνύεται η πραγματική υπόσταση και διάστασή του.

Ομολογουμένως, μου είχε ήδη δοθεί η ευκαιρία εδώ και κάποια χρόνια να εκτιμήσω τα εν λόγω αθηναϊκά οπωροφόρα χάρη στην αστική εξερευνήτρια αδερφή μου. Οπως και άλλοι Αθηναίοι, είχε ανακαλύψει ότι τα μούρα που «βρωμίζουν» τα πεζοδρόμια και λεκιάζουν τα ρούχα μας και που μια ζωή τα πατάγαμε, είναι βεβαίως πεντανόστιμα (και υγιεινά). Σε νυχτερινές εξορμήσεις σε Αμπελόκηπους, Ψυχικό και Χολαργό τα τελευταία καλοκαίρια, με είχε μυήσει στην περισυλλογή και απόλαυση των δωρεάν φρούτων.

Το πλήγμα της ασθένειας των μουριών είναι ακόμη μεγαλύτερο διότι είχαμε την ευκαιρία, χάρη στο μάζεμα των μούρων, να αναπτύξουμε ένα είδος σχέσης με τα δέντρα. Σε μια εποχή όπου η ικανότητά μας να συγκεντρωθούμε σε κάτι ολοένα εξασθενεί, όπου, ακριβώς λόγω της αφθονίας της, η πληροφορία χάνει την ιδιότητα να μετατρέπεται σε γνώση, αφού διαρκώς ελαττώνεται ο χρόνος που αφιερώνουμε στη διύλιση και επεξεργασία της, όσοι αξιωθήκαμε να περάσουμε λίγο χρόνο με τις μουριές – να τις εντοπίσουμε, να τις κοιτάξουμε, να δούμε αν κάνουν μαύρα ή άσπρα μούρα, να γραπώσουμε τα κλαδιά τους και να μας πέσουν στα μούτρα τα φύλλα τους, να γευτούμε τους καρπούς τους και να αξιολογήσουμε τη γλύκα τους – τώρα που αρρώστησαν, τώρα που πεθαίνουν, η κοπή τους δεν αποτελεί πια μία ακόμη γενική και αφηρημένη καταθλιπτική είδηση, αλλά μια συγκεκριμένη, χειροπιαστή πραγματικότητα. Σε αντίθεση με τις χιλιάδες φρικιαστικές εικόνες που εισρέουν μέρα – νύχτα στον εγκέφαλό μας από τις οθόνες που καταλαμβάνουν τα χέρια, τα γραφεία, τα δωμάτια και τους δρόμους μας, οι ξερές μουριές είναι τρισδιάστατες: μπορείς να σκοντάψεις πάνω τους, να καθίσεις πάνω τους, να αγγίξεις τον ξερό φλοιό τους.

ΑΝΤΙΘΕΣΗ. Ειδικά για κάποιον που έτυχε να λείπει και να επιστρέφει τώρα που μπαίνει η άνοιξη στην πόλη, τα κούτσουρα-«τραπεζάκια έξω» φαντάζουν ακόμα πιο θλιβερά, αφού αντιπαραβάλλονται με τη μωβ έκρηξη των μπουμπουκιών της κουτσουπιάς και με το μεθύσι από τα άνθη της νεραντζιάς. Τα «σκαμπουδάκια», με τις επίπεδες επιφάνειες των κομμένων κορμών να εκθέτουν τους κύκλους της ζωής του δέντρου σε κοινή θέα, σαν ινσταλέισιον του ταϊμλάιν τους, επικρατούν επί των φανταχτερών ανθέων των άλλων δέντρων. Η πάλαι ποτέ λαχταριστή άνοιξη έχει «λεκιαστεί» ανεπανόρθωτα: οι μουριές σαν να μας εκδικούνται που δεν τις προσέχαμε αρκετά όσο μας χάριζαν απλόχερα τη δροσιά των καταπράσινων φυλλωμάτων τους.

Τώρα, ας βυθιστούμε στην πέτρα των ξέσκεπων πεζοδρομίων, να τηγανίζουμε αβγά.

Η Νάντια Φώσκολου (www.nadiafoskolou.nyc) είναι θεατρική σκηνοθέτρια με έδρα τη Νέα Υόρκη