Στο τηλεοπτικό κοινό τη φετινή σεζόν συστήθηκε ως Ευανθία Νάτση. Η σύζυγος του τραχιού Ηλία Νάτση ζει μια αγροτική ζωή στο πλευρό του σε ένα χωριό της Αρκαδίας.  Πραγματική κυρία του σπιτιού, αν και φαινομενικά σκύβει το κεφάλι μπροστά στον άνδρα της, στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά πρακτική και μεθοδική, καταφέρνοντας να αποκτήσει ό,τι βάλει με το μυαλό της. Το μοναδικό πράγμα που στερείται είναι ένα παιδί μέχρι τώρα. Γι’ αυτό και όταν φέρνει τη Φρόσω ψυχοκόρη στο σπίτι της την αντιμετωπίζει ως μέσον για να χαρίσει τον διάδοχο στον άνδρα της. Αν και στην αρχή τής συμπεριφέρεται στοργικά, όταν φτάνει η ώρα της αλήθειας αφήνει να φανούν οι πραγματικές της προθέσεις που δεν είναι διόλου αθώες.

Αυτές οι μεταπτώσεις κάνουν την ηρωίδα της Μαρίνας Ασλάνογλου έναν από τους πλέον ενδιαφέροντες χαρακτήρες στις «Ψυχοκόρες», την επιτυχημένη σειρά του ΑΝΤ1+ που πλέον μεταδίδεται ελεύθερα και στον ΑΝΤ1. Η έμπειρη ηθοποιός δίνει πρόσωπο σε όλες εκείνες τις πλούσιες αφέντρες της δεκαετίας του 1950 στην ελληνική επαρχία που έπαιρναν στη δούλεψή τους ψυχοκόρες και με την εξαιρετική ερμηνεία της συγκινεί, διχάζει και βάζει σε σκέψεις τους τηλεθεατές για έναν θεσμό τόσο παλιό μα τόσο αληθινό. Για όλα αυτά η Μαρίνα Ασλάνογλου μίλησε στα «Πρόσωπα».

Πώς θα περιέγραφες τον ρόλο σου;

Η Ευανθία είναι μια δυναμική γυναίκα που βρίσκεται στην επαρχία του ’50. Είχε μια οικονομική άνεση η οικογένειά της και της έδωσε προίκα την οποία την έδωσε όλη στον άντρα της. Θέλει να βοηθήσει, να πάει στην εκκλησία και βάζει πάνω απ’ όλα το τι θα πει ο κόσμος, αυτό το κλασικό στερεότυπο που υπήρχε τότε και υπάρχει και τώρα. Ενα σοβαρό κομμάτι της είναι ότι της λείπει ένα παιδί. Εκείνη την εποχή, άλλωστε, αν ένα ζευγάρι δεν έκανε παιδιά, ήταν μόνο το φταίξιμο της γυναίκας. Οπότε η Ευανθία, όσο και δυναμική να είναι, για να αποκτήσει αυτό που θέλει και για να μην ανοίξουν τα στόματα και μιλήσει ο κόσμος, πρέπει υπογείως να κάνει κάποια πράγματα για να καλύψει και κάποια άλλα. Γιατί σαν πυρήνας, σαν δομή ανθρώπου δεν είναι κακιά. Απλά αναγκάζεται να κάνει κάποιες πράξεις που υπό άλλες συνθήκες δεν θεωρώ ότι θα τις έκανε.

Το ότι έχει έναν καλό σκοπό, όμως, αγιάζει τα μέσα της που δεν είναι καθόλου καλά;

Ελα ντε! Δεν ξέρω να σου πω. Η αλήθεια είναι ότι οι πράξεις της την έφτασαν αντιμέτωπη με το να χάσει αυτό που τόσο πολύ ήθελε. Γιατί αν δεν έπαιρνε συγκεκριμένες αποφάσεις, θα καταστρεφόταν και η δική της ζωή. Θα έχανε τον άντρα της γιατί θα την πέταγε στον δρόμο. Οπότε σκέφτηκε να τα κάνει όλα αθόρυβα μόνη της, να μην το μάθει ποτέ κανένας και μετά να πάει στην εκκλησία να προσευχηθεί και να ζητήσει άφεση αμαρτιών. Δεν μπορείς να συγχωρήσεις τις πράξεις της, απλά λίγο κοιτάς για τον απώτερο σκοπό.

Πώς χειρίστηκες το ρόλο της Ευανθίας;

Με βάση την ιστορία της και το σενάριο. Ενθουσιάστηκα με το σενάριο του Μιχάλη Χαραλαμπίδη που είναι ένας υπέροχος άνθρωπος και ήταν πολύ πάνω στα γυρίσματα και ανοιχτός στο να συζητήσουμε. Γιατί στο κομμάτι των Νάτσηδων που είναι στην επαρχία είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα σε σχέση με τις άλλες δύο ιστορίες που είναι στην Αθήνα. Εγώ ήθελα να βάλω στην Ευανθία και μια κινησιολογία που δεν είναι καθημερινή. Είναι η γυναίκα του χωριού που τα χέρια της πια είναι μηχανικά στο πώς θα ζυμώσει, θα πιάσει, θα περπατήσει, να είναι όλο της το κομμάτι. Αυτό ήταν πολύ δημιουργικό, γιατί είναι τελείως κόντρα σε μένα, στο πώς έχω μεγαλώσει και πώς είμαι σαν άνθρωπος.

Μια σειρά που έχει αυτές τις καταβολές σε αληθινά γεγονότα όπως οι «Ψυχοκόρες» μπορεί να ξεφύγει από το πλαίσιο της μυθοπλασίας και να γίνει μια πηγή ενημέρωσης για μια άλλη εποχή;

Θεωρώ πως ναι. Ειδικά αν μπορείς να πιάσεις την εποχή και τον παλμό της και το τι συνέβαινε τότε. Γιατί οι τρεις διαφορετικές αυτές ιστορίες δεν είναι τυχαίες. Δείχνει το πολιτικό κομμάτι της εποχής, που είναι οι Αρδήτες. Μιλάει με στοιχεία για τους υπουργούς, τους πρωθυπουργούς. Βλέπουμε ένα πολιτικό σύστημα που υπήρχε και συνεχίζει να υπάρχει. Μετά είναι οι Κοτρώτσηδες που είναι οι πλούσιοι, οι επιχειρηματίες οι οποίοι κινούν τα νήματα με έναν τρόπο και σχετίζονται με τους πολιτικούς. Βλέπουμε και το κομμάτι της επαρχίας, της Ελλάδας του τότε, στη δική μου «οικογένεια». Είναι η πρώτη φορά που η ελληνική τηλεόραση ασχολείται με τον θεσμό της ψυχοκόρης, για να δούμε πραγματικά τι συνέβαινε τότε και να μιλάμε τώρα.

Μια και πλέον έχεις εντρυφήσει στον θεσμό της ψυχοκόρης, πώς τον κρίνεις;

Δεν τον κρίνω καθόλου καλά. Γιατί υπήρξαν περιπτώσεις που οι οικογένειες είχαν παντρέψει τις ψυχοκόρες και όντως τις είχαν προικίσει ή όπως η Βασιλική πήραν μόρφωση, αγάπη και ήταν μέρος της οικογένειας. Αλλά αυτές ήταν σπάνιες. Οι περισσότερες ήταν κακοποιητικές. Ηταν κοριτσάκια που είτε το αφεντικό είτε ο γιος του τις κακοποιούσε σεξουαλικά είτε οι κυρίες τις έδερναν. Ηταν ουσιαστικά δουλικά. Ο θεσμός δημιουργήθηκε με τα κορίτσια να πηγαίνουν σε ένα σπίτι για καλύτερη ζωή, να βοηθάνε με τις υπηρεσίες τους και να πληρώνονται για να στέλνουν χρήματα στην οικογένειά τους. Αλλά δεν πληρώνονταν ποτέ. Πάντα τους κρατούσαν τα λεφτά και υπήρχε κακοποίηση. Οπότε γι’ αυτό από το 1960, νομίζω, σταμάτησε βάσει νόμου.

Η μεγάλη υποταγή της Ευανθίας στον άνδρα της πώς σου φαίνεται σαν σύγχρονη γυναίκα;

Δεν μου αρέσει. Ο κάθε άνθρωπος και η γυναίκα γενικά πρέπει να έχει την αυτοδυναμία της και δεν πρέπει να κρύβει τις αρετές της σε καμία περίπτωση. Οι γυναίκες τα κάνουμε όλα. Το βλέπω και από μένα. Δέκα ώρες γυρίσματα, πέντε ώρες πρόβα στο θέατρο. Είμαι μαμά, είμαι γυναίκα, έχω τον κοινωνικό μου περίγυρο, τις υποχρεώσεις μου, είμαι νοικοκυρά μες στο σπίτι. Πάντα κάνω αυτά που μου αρέσουν και στον βαθμό που μου αρέσουν, θέλω να είμαι ελεύθερη, να εκφράζομαι και να είμαι ο εαυτός μου. Και αυτό θέλω να έχει και ο γιος μου από δω και πέρα. Δεν θα σκύψω ποτέ το κεφάλι. Σε καμία περίπτωση. Διεκδικώ τον χώρο μου, τον χαρακτήρα μου, τα θέλω μου και σπουδαιοποιώ τα θέλω μου. Για να είμαστε ελεύθεροι και χαρούμενοι άνθρωποι. Εχουμε μια ζωή. Δεν μπορώ να μένω ούτε στις ταμπέλες ούτε στα στερεότυπα ούτε στο τι θα πει ο κόσμος ούτε στο να κάνω κάτι για να με δει ο κόσμος.

Φέτος η ελληνική τηλεόραση δείχνει μια αδυναμία στις σειρές εποχής. Κάποιοι το κατακρίνουν και λένε ότι αντί να πηγαίνουμε μπροστά, πηγαίνουμε πίσω. Εσύ που πρωταγωνιστείς σε μια σειρά εποχής πώς το βλέπεις;

Εμένα μου αρέσει που έχουμε τόσες σειρές εποχής, δεν με ενοχλεί. Κάποιες που με μεταφέρουν σε έναν άλλο κόσμο και με βγάζουν από τη δική μου καθημερινότητα εμένα μου αρέσει. Λίγο ταξιδεύω, φαντάζομαι πράγματα, μπαίνω κι εγώ σε μια διαδικασία. Οσον αφορά την Ευανθία, επειδή κι εγώ δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να κάνω το παιδί μου, έκανα τρεις εξωσωματικές, όταν μου δώσανε τον ρόλο, ταυτίστηκα πολύ μαζί του. Γιατί μια γυναίκα εκείνης της εποχής δεν είχε αυτή τη δυνατότητα και δεν ήξερε αν αυτή έχει το πρόβλημα ή ο άντρας της. Επρεπε να την καταλάβω εγώ στο πόσο πολύ ήθελε ένα παιδί και τις δυσκολίες που μπορούσε να αντιμετωπίσει με τις ταμπέλες που πάντα σου βάζουν. Δεν με ενοχλούν οι πολλές σειρές εποχής. Το θέμα είναι να αποδίδουν σωστά την εποχή και να έχουν μια ιστορία να πουν που να αφορά τον κόσμο. Εγώ χαίρομαι που είμαι σε αυτή τη σειρά γιατί τουλάχιστον δεν είναι κάτι τετριμμένο. Είναι μια ιστορία που λέμε για τον θεσμό της ψυχοκόρης που μέχρι τώρα δεν είχε ειπωθεί.

Πέρα από τις «Ψυχοκόρες», είσαι και στην παράσταση «Σκηνές από ένα γάμο» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν στο Σύγχρονο Θέατρο.

Ναι, είμαι με τον Νίκο Ψαρά, σε σκηνοθεσία Ελενας Κατσούλη. Είναι μια παράσταση που πραγματικά την έχω αγαπήσει. Είναι δύσκολη και απαιτητική, αλλά την έχει αγκαλιάσει ο κόσμος πάρα πολύ. Δείχνει τη σχέση ενός ζευγαριού σε πορεία 20 χρόνων και βλέπω από το κοινό ότι αγγίζει άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών. Δεν γίνεται να μην ταυτιστείς έστω και με μια σκηνή του έργου. Δεν γίνεται να μην ακούσεις λόγια που θα ήθελες να πεις και δεν έχεις πει. Που σκέφτηκες να ξεστομίσεις και τα κράτησες ή τα έχεις πει ήδη και έχεις βρεθεί σε μια αντίστοιχη κατάσταση. Είναι ένα έργο γραμμένο πριν από 50 χρόνια, το οποίο συνεχίζει και αφορά γιατί οι σχέσεις παραμένουν ίδιες, η αγάπη είναι ίδια, το μίσος, οι εντάσεις, οι τσακωμοί. Ξεκινάμε σε ένα μήνα μια μίνι περιοδεία σε διάφορες πόλεις της επαρχίας. Πάμε Κρήτη, Βόλο, Σέρρες, Λάρισα και δύο βδομάδες Θεσσαλονίκη.