Ο Ρομπέρ Μπαντεντέρ έζησε και πέθανε μέσα στο φως. Εφυγε πλήρης ημερών, τη νύχτα της 8ης προς 9η Φεβρουαρίου, σε ηλικία 95 χρόνων, έχοντας στο πλευρό του την οικογένειά του. Μόλις έγινε γνωστός ο θάνατός του, σύσσωμη η πολιτική τάξη της Γαλλίας έσπευσε να αποτίσει συγκινημένη φόρο τιμής σε έναν άνθρωπο που ενσάρκωσε όσο λίγοι την οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την υπεράσπιση των δημόσιων ελευθεριών και μια κάποια ιδέα της δικαιοσύνης και της Ρεπουμπλίκ. Μόνο η Ακροδεξιά αντέδρασε χλιαρά, αναμενόμενο αν αναλογιστεί κανείς πως ο Μπαντεντέρ υπήρξε ορκισμένος εχθρός της, ο εφευρέτης της έκφρασης «λεπενοποίηση των μυαλών».

Δικηγόρος επί 30 χρόνια, υπουργός Δικαιοσύνης για άλλα πέντε, πρόεδρος του Συνταγματικού Συμβουλίου για εννέα χρόνια, γερουσιαστής για 16, ο Μπαντεντέρ δεν έπαψε ποτέ να μάχεται ώστε να φέρει την πραγματικότητα πιο κοντά στα διακηρυγμένα, αλλά πάντα απειλούμενα, οικουμενικά ιδεώδη. Μια αποστολή την οποία εμπνεύστηκε αναμφισβήτητα από τον πατέρα του, τον Σιμόν Μπαντεντέρ, που εγκατέλειψε στις αρχές του 20ού αιώνα τη μητρική του Βεσσαραβία, τη νυν Μολδαβία, για να γλιτώσει από τα πογκρόμ, και χάθηκε τελικά στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, σταλμένος εκεί από τη Γαλλία του Βισύ, όπως και πολλά ακόμα μέλη της οικογένειάς του.

Σελίδες επί σελίδων γράφονται τις τελευταίες ημέρες στον γαλλικό Τύπο για το έργο που άφησε παρακαταθήκη ο Ρομπέρ Μπαντεντέρ ως υπουργός Δικαιοσύνης του Φρανσουά Μιτεράν (1981 – 1986), πάνω από όλα την κατάργηση της θανατικής ποινής (1981), σε μία κοινωνία που δεν ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο, κι ας είχε μόλις εκλέξει πανηγυρικά έναν σοσιαλιστή για πρόεδρο, αλλά παράλληλα τόσους και τόσους νόμους που ενισχύουν τα ατομικά δικαιώματα, από την πλήρη αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας μέχρι τη δυνατότητα άμεσης προσφυγής, από τους πολίτες, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την πρόσβαση των κρατουμένων σε τηλεόραση. Βαδίζοντας πολύ πιο μπροστά από την εποχή του, ο Ρομπέρ Μπαντεντέρ υπήρξε, κατά την περίοδο άσκησης των καθηκόντων του, ένας από τους πιο μισητούς υπουργούς της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας. Με απόφαση του Εμανουέλ Μακρόν, θα του αποδοθεί αύριο εθνικός φόρος τιμής, στην Πλας Βαντόμ, εκεί όπου εδρεύει το υπουργείο Δικαιοσύνης, και θεωρείται πολύ πιθανό να εισέλθει στο Πάνθεον, όπως αναμφίβολα του αξίζει.

Ο Ζαν-Ζακ Μπ. έζησε και πέθανε μέσα στη σκιά. Εφυγε στα 70 του χρόνια, στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Νάντης, χωρίς κανέναν δίπλα του, ούτε συγγενή, ούτε φίλο. Το νοσοκομείο κάλεσε λοιπόν το Δημαρχείο, το οποίο τηλεφώνησε με τη σειρά του στον Ολιβιέ Ζομπέρ, πρόεδρο του συλλόγου «Από τη σκιά στο φως», μιας ομάδας εθελοντών που αναλαμβάνουν κάθε χρόνο να οργανώσουν την κηδεία 20-30 ανθρώπων οι οποίοι φεύγουν ολομόναχοι από τη ζωή, ώστε να τους δώσουν την ορατότητα που δεν είχαν απαραίτητα στη διάρκειά της.

Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για τον Ζαν-Ζακ Μπ. Η ψυχολόγος του νοσοκομείου έκανε λόγο για έναν άνθρωπο «δύσκολο αλλά συμπαθή», που προτιμούσε να βρίσκει καταφύγιο στην κλασική μουσική και τα βιβλία φιλοσοφίας. Ενας ανιψιός του, που εμφανίστηκε εκ των υστέρων, είπε πως ήταν οδηγός λεωφορείου για περίπου 15 χρόνια, πριν κλειστεί στον εαυτό του και επιλέξει την απομόνωση. Οι εθελοντές του συλλόγου δεν έψαξαν, όπως δεν ψάχνουν ποτέ, να μάθουν τους λόγους αυτής της περιθωριοποίησης, αν οφειλόταν σε κάποιο διαζύγιο, μια απώλεια εργασίας, κάποια οικογενειακή ρήξη, ή ίσως ένα ψυχιατρικό πρόβλημα, δεν τους ενδιαφέρει να εκφέρουν κρίσεις. Συγκεντρώθηκαν απλώς στην αίθουσα υποδοχής του κοιμητηρίου του Ελέους, σχημάτισαν έναν κύκλο, είπαν τα δύο πράγματα που γνώριζαν για τη ζωή του νεκρού, κι έπειτα προχώρησαν στο τελετουργικό: ένα μπουκέτο ζέρμπερες, «σύμβολο των στιγμών που μοιράστηκε με φίλους», μερικά τεχνητά κεριά, να φωτίσουν τον «νέο δρόμο» του, και λίγα τραγούδια, συνοδεία μουσικών οργάνων, τραγούδια παλιά, όπως «Η τρυφερότητα» του Μπουρβίλ ή το «Οταν οι άνθρωποι θα ζουν απ’ την αγάπη», αυτή την ωδή στην αδελφοσύνη του Ρεμόν Λεβέσκ, αλλά και μια καντάτα του Μπαχ, επιλεγμένη από τον Ολιβιέ Ζομπέρ, ελπίζει «να ήταν της αρεσκείας του». «Εις το επανιδείν», είπε ένα μέλος της ομάδας όταν σηκώθηκαν να φύγουν. «Δυστυχώς», απάντησε ένα άλλο.

Ο Ρομπέρ Μπαντεντέρ και ο Ζαν-Ζακ Μπ. δεν είχαν το παραμικρό κοινό, πέραν της κοινής τους πατρίδας. Το πιθανότερο είναι όμως πως ο αποχαιρετισμός του δεύτερου θα άρεσε στον πρώτο, αν υπερασπιζόταν άλλωστε ένα πράγμα στη διάρκεια της ζωής του αυτό ήταν το δικαίωμα του ανθρώπου στην αξιοπρέπεια, για αυτό κρατούσε πάντα σπίτι του, ανάμεσα στα χιλιάδες βιβλία του, ένα φθαρμένο κουτάλι από το Αουσβιτς, σε ένα στρατόπεδο θανάτου όπου σου δίνουν στην καλύτερη περίπτωση μια σούπα, «ένα κουτάλι αφήνει σε έναν άνθρωπο ένα απομεινάρι της ανθρώπινης ιδιότητάς του». Οσο για τον λαμπρό αποχαιρετισμό που επιφυλάσσει αύριο στον ίδιο η Γαλλία, θα κολακευόταν, αναμφισβήτητα, ίσως όμως να τον έβρισκε και λίγο υποκριτικό, τη στιγμή που ο υπουργός Εσωτερικών αντιτάσσει στο δίκαιο την πολιτική, που ο ρόλος του Συνταγματικού Συμβουλίου αμφισβητείται, που η Ακροδεξιά επιβάλλει συχνά τις ιδέες της, και προελαύνει.