Ο József Debreczeni, πολυγραφότατος δημοσιογράφος και ποιητής, έφτασε από την Ουγγαρία στο Αουσβιτς το 1944. Στη διαδικασία διαλογής στάθηκε «τυχερός»: δεν είχε επιλεγεί να πάει «αριστερά», όπου το προσδόκιμο ζωής του θα ήταν περίπου σαράντα πέντε λεπτά. Τον έβαλαν στα «δεξιά», γεγονός που τον οδήγησε σε δώδεκα φρικτούς μήνες εγκλεισμού και καταναγκαστικής εργασίας σε μια σειρά από στρατόπεδα, καταλήγοντας στο Ψυχρό Κρεματόριο – το λεγόμενο νοσοκομείο του στρατοπέδου καταναγκαστικής εργασίας Dörnhau, όπου κρατούμενοι που ήταν πολύ αδύναμοι για να εργαστούν περίμεναν την εκτέλεσή τους. Καθώς όμως τα σοβιετικά και συμμαχικά στρατεύματα πλησίαζαν στα στρατόπεδα, οι τοπικοί διοικητές των Ναζί – ανησυχώντας για τις πιθανές συνέπειες της άμεσης δολοφονίας – αποφάσισαν να αφήσουν τους εναπομείναντες κρατουμένους να πεθάνουν σωρηδόν αντί να τους στείλουν απευθείας στους θαλάμους αερίων.

Ο Debreczeni κατέγραψε τις εμπειρίες του στο «Cold Crematorium», ένα από τα πιο σκληρά και ανελέητα κατηγορητήρια του ναζισμού που γράφτηκαν ποτέ. Και το οποίο για πρώτη φορά μεταφράζεται στα αγγλικά. Σε αυτά τα απομνημονεύματα αποδίδει με την ακρίβεια της γραφής ενός καταξιωμένου δημοσιογράφου μια μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα απαράμιλλης λογοτεχνικής ποιότητας.

Το «Ψυχρό Κρεματόριο» εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ουγγρικά το 1950. Λόγω του μακαρθισμού, των εχθροπραξιών του Ψυχρού Πολέμου και του αντισημιτισμού πέρασαν περισσότερα από 70 χρόνια για να κυκλοφορήσει σήμερα και να είναι διαθέσιμο σε 15 γλώσσες, ξεχωρίζοντας ανάμεσα στα σπουδαιότερα έργα της λογοτεχνίας του Ολοκαυτώματος.

Από σχετικό δημοσίευμα των «Times» του Λονδίνου διαβάζουμε ένα πρώτο δείγμα της γραφής του Debreczeni, καθώς περιγράφει τον «γερο-Μάντελ, τον ξυλουργό, έναν από τους πρώτους που πέθαναν στο τρένο από την Μπάκα Τόπολα, στη Βόρεια Σερβία, προς το Αουσβιτς. Για 60 χρόνια κάπνιζε 50 τσιγάρα την ημέρα. Στην αρχή, στριμωγμένος στο φορτηγό που μετέφερε βοοειδή, ο Μάντελ κοίταζε με κενό, παραληρηματικό βλέμμα την ορμητική μάζα των ανθρώπων γύρω του. Τα τσιγάρα του Μάντελ, όπως τα χρήματα και τα κοσμήματά του, είχαν κατασχεθεί. Ομως η συνήθεια δεκαετιών συνεχίστηκε με κάποιο τρόπο». Ο Debreczeni παρακολουθούσε το χέρι τού Μάντελ να κινείται μπρος – πίσω, σαν να κρατούσε ακόμα τσιγάρο. «Σήκωσε τα δάχτυλά του και έσφιξε τα χείλη του για να σβήσει τον φανταστικό καπνό. Στη συνέχεια, μετά από λίγο, το κεφάλι του Μαντέλ έγειρε στο πλάι. Τα χέρια του έμειναν ακίνητα».

Οπως παρατηρεί ο Τζόναθαν Φρίντλαντ στην τεκμηριωμένη, στοχαστική εισαγωγή του στο «Cold Crematorium», το Ολοκαύτωμα δεν υπακούει στους νόμους της φυσικής ότι όσο πιο μακριά βρίσκεται ένα αντικείμενο, τόσο μικρότερο φαίνεται. Καθώς περνούν τα χρόνια και εμφανίζονται περισσότερες μαρτυρίες, αυτή η συσσώρευση νέων γεγονότων αυξάνει την αδυναμία μας να κατανοήσουμε την «κλίμακα της φρίκης η οποία γίνεται πιο εντυπωσιακή και πιο συγκλονιστική».

Γιατί η Ουγγαρία έστειλε τους Εβραίους της να δολοφονηθούν; Την άνοιξη του 1944 ήταν σαφές ότι ο πόλεμος είχε χαθεί για τη ναζιστική Γερμανία και η Ουγγαρία το γνώριζε. Το προηγούμενο έτος, η κυβέρνηση είχε εμπλακεί σε μάταιες μυστικές διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους, προσπαθώντας να αλλάξει στρατόπεδο. Ο ναύαρχος Χόρτι, ο ηγέτης της Ουγγαρίας, είχε αρνηθεί επανειλημμένα τις απαιτήσεις του Χίτλερ να παραδώσει τους Εβραίους της χώρας. Ωστόσο, μετά την εισβολή των Ναζί τον Μάρτιο του 1944, υπό την καθοδήγηση του Αντολφ Αϊχμαν, το ουγγρικό κράτος στράφηκε εναντίον των Εβραίων του. Στο διάστημα από μέσα Μαΐου έως αρχές Ιουλίου 430.000 Εβραίοι εκτοπίστηκαν στο Αουσβιτς και οι περισσότεροι δολοφονήθηκαν κατά την άφιξή τους.

Απανθρωποποίηση

Ο Debreczeni καταγράφει τη σταθερή, αδυσώπητη, προσεκτικά σχεδιασμένη απανθρωποποίηση των κρατουμένων και της καθημερινής ζωής μέσα στα στρατόπεδα με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Ο ίδιος αναλύει με οξύτητα τις ιεραρχίες που αναδύονται κάνοντας προσεκτικές παρατηρήσεις για τους μισητούς kapos, τους προνομιούχους κρατουμένους. Ο ρόλος αυτών των κρατουμένων, ιδίως εκείνων που ήταν Εβραίοι, παραμένει από τις πιο ευαίσθητες πτυχές του Ολοκαυτώματος. Καθώς η επιβίωση έγινε συνεργασία, κάποιοι χτυπούσαν, ακόμη και σκότωναν, άλλους κρατουμένους με εντολή των επικεφαλής των SS.

Εκείνοι που βρίσκονταν στη βάση της προπολεμικής εβραϊκής κοινωνίας ανυψώθηκαν στην κορυφή της ιεραρχίας του στρατοπέδου. «Αυτοί που δεν είχαν κάνει τίποτα για τον εαυτό τους – τζάμπα μάγκες, απατεώνες, τεμπέληδες, νταήδες –, όλοι τους άνθησαν σε αυτόν τον βάλτο». Ο Debreczeni δεν είναι απαλλαγμένος από προκαταλήψεις. Είναι απορριπτικός με τους Ελληνες Εβραίους. Πολλοί από τους οποίους μιλούσαν λαντίνο – μια μορφή μεσαιωνικής ισπανικής γλώσσας – και διατηρούσαν τα έθιμα και την παράδοση της λειτουργίας των Εβραίων της Ισπανίας, από όπου είχαν εκδιωχθεί το 1492. Ο Debreczeni γράφει γι’ αυτούς: «Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας μορφωμένος ανάμεσά τους. Η συντριπτική πλειονότητα είναι συγκλονιστικά αδαείς. Οσο για τα επαγγέλματά τους, οι περισσότεροι είναι πλανόδιοι πωλητές και γυρολόγοι έμποροι».

Ο ανιψιός του Debreczeni φρόντισε για τις μεταφράσεις του «Ψυχρού Κρεματορίου». Ο Paul Olchváry, ένας βραβευμένος και εξαιρετικά επιτυχημένος μεταφραστής της ουγγρικής λογοτεχνίας, μετέτρεψε την πεζογραφία του Debreczeni σε ένα λογοτεχνικό διαμάντι – κοφτερό και κρυστάλλινο, γράφουν οι «Times». Οπως τα έργα του Πρίμο Λέβι και του Βασίλι Γκρόσμαν, πρόκειται για ένα στοιχειωμένο χρονικό σπάνιας, ανησυχητικής δύναμης.