Τον Αριστοτέλη Σαρρηκώστα τον «γνώρισα» από πολύ νωρίς, χωρίς όμως να το συνειδητοποιήσω, όπως – υποψιάζομαι – και οι περισσότεροι millennials και gen Ζ-ers: κάθε 17 Νοέμβρη, όταν στο σχολείο «δεν είχαμε μάθημα, αλλά γιορτή», στην αίθουσα εκδηλώσεων υπήρχαν σε μεγέθυνση οι ιστορικές φωτογραφίες του – εκείνες που δείχνουν το τεθωρακισμένο ΑΜΧ-30 έτοιμο να κινηθεί εν πλήρη ισχύ προς την πύλη του Μετσοβίου τα ξημερώματα μιας άλλης 17ης Νοέμβρη. Της πρώτης.

Τριάντα χρόνια μετά από αυτήν την ακούσια γνωριμία μας, σε ένα τραπέζι στη Γλυφάδα δίπλα στη θάλασσα, έχω απέναντί μου τον άνθρωπο που οπτικοποίησε την Εξέγερση του ’73 και με τα φωτογραφικά τεκμήριά του κατέρριψε εν τη γενέσει του το αφήγημα που επιχείρησαν να στήσουν οι Απριλιανοί, το επόμενο κιόλας πρωί, περί «αναίμακτης εκκένωσης της καταλήψεως».

Στις τέσσερις ώρες που περάσαμε μαζί, αυτός προσπάθησε να συμπυκνώσει μια ζωή πλήρη εμπειριών που «ξεκίνησε το 1937 στη «συνοικία των πριγκίπων» ή το «ελληνικό Στάλινγκραντ», όπως προτιμά ο καθένας, την Καισαριανή», πέρασε από το Σάντος της Βραζιλίας, το Σιάτλ, το Σακραμέντο και επέστρεψε στην Καισαριανή, στην αγκαλιά της σμυρνιάς μάνας, μόνο για να ξαναφεύγει κάθε τόσο με προορισμό όλα τα καυτά μέτωπα του πλανήτη μέχρι την αυγή του 21ου αιώνα. Εγώ άκουγα, έκανα ερωτήσεις και κατέγραφα.

«Αυτή τη ζωή, λοιπόν, την είχα κοστολογήσει τρεις δραχμές. Οσο κοστίζει μία σφαίρα» λέει στα «ΝΕΑ» ο Aris Saris, όπως τον αποκαλούσαν οι συνάδελφοί του από τα μεγάλα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων από τα μέσα του ’60 ως και τα τέλη του ’90. Ηταν η εποχή που ως φωτορεπόρτερ του Associated Press κατέγραφε την Ιστορία στα σπάργανα. Λιβύη, Ιράν, Ιράκ, Λίβανος, Ισραήλ, Αίγυπτος, Συρία: κατάφερνε να γλιστράει με τη φωτογραφική μηχανή του, πότε υπό μάλης και πότε περασμένη χιαστί στο στήθος, από το ένα αντιμαχόμενο στρατόπεδο στο άλλο και «να καταγράφει τα γεγονότα πάντα και από τις δύο πλευρές», ως θεωρεί ότι όφειλε. Τη μια στιγμή πλάι σε λιβανέζους φαλαγγίτες, την άλλη με παλαιστίνιους φενταγίν, έπειτα στις γραμμές των ισραηλινών στρατιωτών, στα χαρακώματα του οκταετούς πολέμου Ιράν – Ιράκ, στην Τεχεράνη ανάμεσα σε πραιτοριανούς του σάχη και οπαδούς του Χομεϊνί… Κάπως έτσι έχτισε πηγές και φιλίες, κατακτώντας δίκαια τη φήμη του ειδικού στα πολύπλοκα ζητήματα της Μέσης Ανατολής. Καθόλου τυχαία, ο πρόεδρος και γενικός διευθυντής του ΑΡ, Λουίς Μποκάρντι, του έδωσε το προσωνύμιο «one man band» (άνθρωπος ορχήστρα).

Και ο κίνδυνος; «Ημουν περίεργος από παιδί. Αυτό με οδήγησε να δω πολλά. Ακουγα πυροβολισμό δίπλα μου και δεν έτρεχα να φύγω. Συμπεριφερόμουν σαν να είναι κάτι φυσιολογικό, ενώ δεν είναι» παραδέχεται και ανακαλεί τις πρώτες σκληρές εικόνες που αντίκρισε εν μέσω Δεκεμβριανών. «Είδα εγκλήματα και από τις δύο πλευρές. Εκεί που είναι το Hilton σήμερα – περνούσε ο Ιλισός τότε – είχαν συλλάβει οι αριστεροί έναν στρατιώτη και τον ανέκριναν. Αυτός έβγαλε το πορτοφόλι και έδειξε μια φωτογραφία. Τους είπε «λυπηθείτε τα παιδιά μου, όχι εμένα». Τον καθησύχασαν, όμως συνέχισαν. Τον έγδυσαν, τον κατέβασαν πιο κάτω στην όχθη και τον εκτέλεσαν με μια σφαίρα στο κεφάλι. Από την άλλη πλευρά, θυμάμαι «τσολιάδες» μαζί με αστυνομικούς να έχουν σταυρώσει έξω από το σχολείο μου, το Σχολείο Βενιζέλου (σ.σ.: σήμερα 1ο Δημοτικό Σχολείο Καισαριανής), έναν αριστερό και να τον χαρακώνουν με τα μαχαίρια τους. Εμεινε έτσι όλο το βράδυ, με το αίμα του να χύνεται. Το επόμενο πρωί είχε πεθάνει».

Fast forward 35 χρόνια μετά, 1979, στην Τεχεράνη της Ισλαμικής Επανάστασης: «Στο τριήμερο της ανατροπής του Ρεζά Παχλαβί και ενώ αυτός είχε ήδη εγκαταλείψει τη χώρα για να γλιτώσει την οικογένειά του – αλλά η κυβέρνησή του δεν είχε ακόμα πέσει – υπήρχαν οδομαχίες με τους μουτζαχεντίν του Χομεϊνί. Εμενα στο Intercontinental. Τα βράδια είχε απαγόρευση κυκλοφορίας. Τη μέρα, ωστόσο, όταν ακούγαμε το πρώτο «μπαμ» τρέχαμε όλοι μαζί για το ρεπορτάζ, δεν χρειαζόταν να παρακολουθούμε ειδήσεις. Ετσι, ένα πρωί πήγα σε μία σήραγγα, μέσω της οποίας προσπαθούσε να διαφύγει ένας στρατηγός του καθεστώτος που κατέρρεε. Τον σταμάτησαν, όμως, οι μουτζαχεντίν και τον εκτέλεσαν επιτόπου. Ενόσω φωτογράφιζα, ένιωσα μία ζεστή κάννη – Καλάσνικοφ όπως διαπίστωσα μετά – να ακουμπάει τον κρόταφό μου. Η ίδια η κάννη δεν με τρόμαξε. Αυτό που με τρόμαξε ήταν το τρέμουλο του χεριού του. Ακριβώς επειδή ήξερα πόσο εύκολο είναι να τραβηχτεί η σκανδάλη, τα χρειάστηκα».

Μόλις η απειλή αποσοβήθηκε, με το σαγηνευτικό – ακόμα τότε – για Πέρσες και Αραβες «Γιουνάν» (Ελληνας), επέστρεψε στο ίδιο σημείο για να συνεχίσει τη δουλειά του, αφού «φύσει ανικανοποίητος, ήθελε πάντα κι άλλες λήψεις». Μόνο όταν στιγμιαία σκέφτηκε τους τρεις γιους και τη γυναίκα του Παναγιώτα, τον «Τάκη» του, υποχώρησε. «Βουλγάρικο κεφάλι» από μικρός, όπως έλεγε και ο θετός θείος του, Γιώργος Αλιφραγκής, πριν από χρόνια στις ΗΠΑ, τότε που κλώτσησε μια στρωμένη ζωή, μια προσοδοφόρα δουλειά (πέρασε από πολλές ως νεαρός, επτά χρόνια στην ξενιτιά: ναυτικός, επιπλοποιός, μεταφορέας, ελαιοχρωματιστής, εργάτης), ένα φιλόξενο σπιτικό, μια παθιασμένη «Ιταλιδούλα» και ένα ζηλευτό… προξενιό, για να επιστρέψει σε μία Ελλάδα που στις αρχές της δεκαετίας του ’60 δεν καθόταν φρόνιμα. Σε μία Αθήνα που έβραζε ξανά: Ανένδοτος, «1-1-4», πορείες, καταστολή, βασιλικές μηχανορραφίες, πολιτική ανωμαλία…

Οι λόγοι του επαναπατρισμού δύο και ενδεικτικοί της ιδιοσυγκρασίας του: νοσταλγία και αίσθηση καθήκοντος – επ’ ουδενί ήθελε να κηρυχτεί ανυπότακτος. Πράγματι, ύστερα από λίγες εβδομάδες ανεμελιάς, διασκέδασης στην Τρούμπα με φίλους από τα παλιά και ολονύχτιων συζητήσεων στα πλατύσκαλα της Καισαριανής με τον «παραπάνω κι από αδερφό» Γιάννη Φακιριάδη, παρουσιάστηκε στο Λουτράκι. Υπηρέτησε στο Μηχανικό ως χειριστής λέμβου. Η θάλασσα, εξάλλου, ήταν και παραμένει το στοιχείο του. Αυτήν αγναντεύει με τον πρωινό καφέ από το μπαλκόνι του στη Γλυφάδα και σε αυτήν κολυμπάει τα μεσημέρια, χειμώνα – καλοκαίρι.

«Εγινε μέσα μου ένα κλικ»

Οταν απολύθηκε από τον Στρατό, βέβαια, η ιδέα του φευγιού επανήλθε. «Τι να καθόμουν να κάνω εδώ, σκεφτόμουν, δεν υπήρχε προκοπή». Αυτό διαισθάνθηκε, μάλλον, η μάνα, που τα επτά χρόνια της απουσίας του λάμβανε κάθε μήνα 200 δολάρια, και βάλθηκε να τον κρατήσει κοντά της. «Να πας για δουλειά στον Κλεισθένη Δασκαλάκο, τον φωτογράφο (σ.σ.: του πρακτορείου «Η Ενωση»), που είναι και γείτονας», του είπε. Για να μην της χαλάσει το χατίρι, παρότι είχε ήδη στείλει γράμμα στον γερμανό εργοστασιάρχη που δούλευε παλιά στην Αμερική, δέχτηκε. «Του είπα «εγώ θα κάτσω μία βδομάδα και μετά θα φύγω. Εσύ θα πεις στη μητέρα μου ότι δεν κάνω για τη δουλειά». Ολο αυτό για να φύγω με πιο ελαφριά συνείδηση. Ελα, όμως, που όταν κατέβηκα στο υπόγειο, με την πρώτη εμφάνιση φωτογραφίας έγινε μέσα μου ένα κλικ. Αυτό ήταν. Εμεινα 40 χρόνια. Δεν μετάνιωσα ποτέ. Εμαθα τόσα που ούτε το Χάρβαρντ δεν θα μου μάθαινε. Δεν έγινα πλούσιος, κανένας φωτορεπόρτερ δεν γίνεται. Μονάχα από γνώσεις και εμπειρίες. Τη μία μέρα φωτογραφίζεις έναν γάμο βασιλικό, όπως του Χουσεΐν της Ιορδανίας, την άλλη είσαι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου και την τρίτη είσαι στην πρώτη γραμμή του Πολέμου των Εξι Ημερών – εκεί πήρα και το βάπτισμα του πυρός. Η εναλλαγή συναισθημάτων, η επικοινωνία με τον κόσμο, οι μεταβολές στη ζωή σου και κυρίως η συνειδητοποίηση ότι κάθε φωτογραφία είναι ένα ντοκουμέντο που λέει μόνο την αλήθεια, ότι από τα χέρια σου θα φύγει η φωτογραφία που θα δουν χιλιάδες, ακόμα και στην άλλη άκρη του πλανήτη, σου δίνει μια ικανοποίηση που δεν βρίσκεις σε άλλο επάγγελμα».

Ακριβώς αυτό θα έκανε και εκείνο το πνιγμένο στα δακρυγόνα ξημέρωμα στην Πατησίων. Λίγες ώρες νωρίτερα, ήταν στο πλυσταριό – αυτοσχέδιο σκοτεινό θάλαμο στην ταράτσα των γραφείων του AP, στην Ακαδημίας 27. «Ξαφνικά ακούω έναν γνώριμο θόρυβο. Τρέχω στην αίθουσα σύνταξης και φωνάζω τον διευθυντή μου. «Φιλ (σ.σ.: Δόπουλος), έλα να ακούσεις κάτι…» Στήνει αφτί. «Oh shit man, these are tanks!». Κάπως έτσι, γέμισα την τσάντα μου με μηχανές και φιλμ, μπήκαμε στην Jaguar 2.4 που είχε αυτός – με αγγλικές πινακίδες – και ξεκινήσαμε. Κατεβαίνοντας την οδό Αμερικής, πέσαμε πάνω στη φάλαγγα 10-12 αρμάτων που κινούνταν στην Πανεπιστημίου προς Ομόνοια. Χωθήκαμε ανάμεσα, γίναμε μέρος της φάλαγγας, όμως πιο κάτω μας σταμάτησε το μοναδικό αυτοκίνητο που κυκλοφορούσε στην Αθήνα, ένα περιπολικό». Εμπειρος πια, ήξερε πώς να σταθεί απέναντι στους τραμπουκισμούς των αφηνιασμένων τότε ενστόλων: «Αφού μας κατέβασε μερικές χριστοπαναγίες και με το περίστροφο προτεταμένο, του έκανα τη χαρακτηριστική κίνηση να σιωπήσει. Αυτός, βλέποντας τις πινακίδες, θεώρησε ότι είμαστε «κάτι». Της CIA; Της Intelligence Service; Ημασταν και κοντοκουρεμένοι. Τελικά έφυγε. Ψάρωσε».

Εξω από το Πολυτεχνείο

Η Jaguar με τις αγγλικές πινακίδες εκείνο το βράδυ και η ταυτότητα του AP σε όλη τη διάρκεια της Επταετίας τον έβγαλαν από πολλές δυσκολίες, παραδέχεται. «Αφήσαμε το αμάξι κάπου στο ύψος του Μινιόν». Πατησίων και Στουρνάρη, μεταξύ στρατιωτών, αστυνομικών και προβοκατόρων με πολιτικά – «γνωστές φάτσες» – τράβηξε τις πρώτες φωτογραφίες με επιφυλακτικότητα, 20 μέτρα από το Πολυτεχνείο. «Το φλας μέσα στη νύχτα θα ήταν μεγάλη πρόκληση, οπότε αρκέστηκα στο φως των προβολέων και του νυχτερινού φωτισμού. Ανά οκτώ – εννιά καρέ άλλαζα φιλμ και έδινα τα καρούλια στον Φιλ να τα κρύψει στις τσέπες του, ώστε αν με άρπαζαν να είχαμε υλικό να δημοσιεύσουμε. Η Μπουμπουλίνας ήταν δίπλα, βόλευε. Γύρω στα μεσάνυχτα του είπα να γυρίσει στο γραφείο. Τότε σκέφτηκα «τι διάολο κάνω εδώ» – ήμουν πάντα με τους ασθενέστερους. Ωστόσο, έπρεπε να δω το τέλος. Από τη μία οι φοιτητές «αδέρφια μας στρατιώτες, είμαστε άοπλοι», τραγούδια του Μίκη, «Κι εσύ λαέ βασανισμένε», συνθήματα… Από την άλλη, ένας λοχίας μιλούσε στον ασύρματο «μάλιστα, μάλιστα, διατάξτε». Ωσπου, 02.55 το τανκ γυρίζει την μπούκα, κάνει όπισθεν μέχρι τη γωνία της Αβέρφωφ, κάτω από το ξενοδοχείο Ακροπόλ, μαρσάρει – τότε έκανα τον σταυρό μου – και πέφτει στην πύλη. Οσοι ήταν σκαρφαλωμένοι στα κάγκελα και στις κολόνες έπεσαν όπως τα γινωμένα πορτοκάλια από ένα δέντρο που κουνάς. Επειτα ακούγονταν μόνο ουρλιαχτά, βογγητά και ριπές. Ηταν κάτι πάνω και από κόλαση. Inferno».

Το πρωί, πια, ενώ οι κηλίδες αίματος στην Πατησίων ξεπλένονταν με τις μάνικες, ο Παττακός κάλεσε έλληνες και ξένους δημοσιογράφους με σκοπό να τους επιπλήξει για την «παραπληροφόρηση» και να τους ενημερώσει αρμοδίως «πως δεν συνέβη το παραμικρό στο Πολυτεχνείο». «Το μεσημέρι, όμως, όταν έφτασε ο ξένος Τύπος με πρωτοσέλιδες τις φωτογραφίες του τανκ, ο Παττακός ξανακάλεσε άπαντες στο υπουργείο Εσωτερικών και είπε στους δημοσιογράφους: «Ναι, έπρεπε να επέμβουμε για να τελειώνει αυτή η ιστορία με τα παλιόπαιδα»…».

Μισό αιώνα μετά, τα φωτογραφικά ντοκουμέντα του Αριστοτέλη Σαρρηκώστα που έδειξαν στην υφήλιο το αρετουσάριστο πρόσωπο της χούντας των συνταγματαρχών θα εκτίθενται, από τις 15 έως τις 22 Νοεμβρίου, στην αίθουσα πολιτισμού «Ιωνία» του Δήμου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης. Ο ίδιος θα βρίσκεται εκεί για να μιλήσει για το έργο του.