Ολοένα και περισσότερο τείνουμε να βλέπουμε την πολιτική ως μια διαβουλευτική διαδικασία που αφορά πρωτίστως τη διαχείριση του υπάρχοντος. Πιο σωστά: τη διαχείριση του υπάρχοντος ως διαιώνισή του. Δεν είναι τυχαίο ότι αντιμετωπίζουμε τη διαφορετική τοποθέτηση, ιδίως όταν έχει τη μορφή της στρατηγικής αντίρρησης, ως μια πολιτική παθογένεια, ως «οπισθοδρομική» εμμονή, ως «εξτρεμισμό» και βεβαίως ως «λαϊκισμό».

Στην πραγματικότητα ζούμε ένα ιδιότυπο «στένεμα» της ίδιας της έννοιας της πολιτικής και μάλιστα προς δύο κατευθύνσεις. Από τη μια, έχουμε έναν περιορισμό του εύρους του τι ορίζουμε ως πολιτική, μέσα από την ταύτισή της με τη «δημόσια πολιτική» και τη σύνδεσή της κατά βάση με τη διαχείριση του κράτους εντός ενός δεδομένου πλαισίου κοινωνικών σχέσεων και ιεραρχιών. Από την άλλη, έχουμε έναν ανάλογο προκαταβολικό περιορισμό του φάσματος των πολιτικών που θεωρούμε ότι είναι θεμιτές και εφαρμόσιμες.

Ομως, υπάρχει ένας τρόπος να δούμε την πολιτική με έναν διαφορετικό τρόπο, πέρα από την απλή αναπαραγωγή του υπάρχοντος; Αυτό σημαίνει καταρχάς να ξαναδούμε την πολιτική στη συγκρουσιακή της δυναμική. Οχι απλώς τη σύγκρουση απόψεων ή «ομάδων συμφερόντων», αλλά τη σύγκρουση κοινωνικών τάξεων και των κινημάτων που αυτές συγκροτούν, σύγκρουση που τελικά διαμορφώνει και το πεδίο που συνηθίζουμε να ονομάζουμε πολιτική.

Με αυτή την πρόκληση αναμετριέται ο Σεραφείμ Σεφεριάδης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου στο βιβλίο του «Για την πολιτική που διαμορφώνει. Εργατικό Κίνημα και Κράτος» που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος. Τα κείμενα που συγκεντρώνονται σε αυτόν τον τόμο προσπαθούν να εξετάσουν διαφορετικές πλευρές του τρόπου που το εργατικό κίνημα στις πολλές μορφές και ιστορίες του έπαιξε έναν καθοριστικό και τελικά διαμορφωτικό ρόλο.

Η δράση των κοινωνικών κινημάτων

Το πεδίο έρευνας του Σεφεριάδη είναι αυτό που ορίζεται ως Συγκρουσιακή Πολιτική, δηλαδή οι θεωρίες και έρευνες πάνω στη συλλογική κοινωνική δράση και ιδίως τη δράση των κοινωνικών κινημάτων στη συγκρουσιακή δυναμική τους. Και η θεωρητική αφετηρία είναι ένα συγκεκριμένο ρεύμα στη Συγκρουσιακή Πολιτική, που συνδέεται κυρίως με το έργο του Τσαρλς Τίλι και των συνεργατών του όπως ο Σίντνεϊ Τάροου και ο Νταγκ Μακάνταμ.

Ο Σεφεριάδης εντάσσει αυτή την προσέγγιση στην ευρύτερη αντίδραση που υπήρξε στις ανταγωνιστικές θεωρίες, που προϋπέθεταν μια αδιαμεσολάβητη σχέση μονομερούς αιτιότητας ανάμεσα σε κοινωνικές δομές και πολιτικά φαινόμενα, αντίδραση που διεκδίκησε μια έστω και σχετική αυτονομία του πολιτικού. Θεωρεί, όμως, ότι είναι θεωρητικά πιο γόνιμη και από τις θεωρίες ορθολογικής επιλογής, που κατατείνουν τελικά σε έναν μεθοδολογικό ατομικισμό και μια ατομοκεντρική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων, αλλά και από τις μεταδομιστικές (και εν πολλοίς μεταμαρξιστικές) προσεγγίσεις που κατατείνουν σε μια αμφισβήτηση τελικά της ανάγκης ενασχόλησης με τις συλλογικές μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης και αντικαθιστούν την υπερβολική εμπιστοσύνη στις ιστορικές νομοτέλειες με μια εξίσου νομοτελειακή επιμονή στην ατομικότητα.

Ολα αυτά εξετάζονται στο βιβλίο από τον Σεφεριάδη πάνω σε συγκεκριμένα ιστορικά πεδία και σύγχρονα ερωτήματα. Αυτό περιλαμβάνει τη μελέτη των μεταλλάξεων της σοσιαλδημοκρατίας από την αρχική επαναστατικότητα σε αυτό που ορίζει ως την τρέχουσα εκδοχή σοσιαλδημοκρατικού μονεταρισμού, αλλά και ιστορικές προσεγγίσεις για το ελληνικό εργατικό κίνημα. Μάλιστα, ειδικά για το τελευταίο, υπογραμμίζει ότι ακόμη και στην προπολεμική περίοδο, παρ’ όλες τις πολιτικές του αντιφάσεις και οργανωτικές αδυναμίες, κατάφερε να έχει σημαντικά ξεσπάσματα αλλά και να επηρεάζει με τη δράση του τη διαμόρφωση πολιτικής. Ετσι μπορεί να εξηγήσει και τον ιδιαίτερα κατασταλτικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε, με αποκορύφωμα τη νομοθεσία περί «Ιδιωνύμου» και τον τρόπο που στη δεκαετία του 1920 και την αρχή της δεκαετίας του 1930 η ολοένα και πιο μεγάλη αυταρχική στροφή της βενιζελικής παράταξης είχε να κάνει με τη διπλή αναμέτρηση με την αντίδραση του μοναρχισμού αλλά με την ολοένα και εντονότερη κοινωνική ζύμωση γύρω από το εργατικό κίνημα.

Με ανάλογο τρόπο, ο Σεφεριάδης εξετάζει την αντιφατική συνθήκη του συνδικαλιστικού κινήματος, υπογραμμίζοντας πώς η εγκατάλειψη πιο μαχητικών διεκδικητικών δράσεων προς όφελος πιο συνεργατικών εργασιακών σχέσεων στο έδαφος που διαμόρφωσε ο νεοφιλελευθερισμός τελικά επιδείνωσαν και την κρίση αξιοπιστίας των συνδικάτων και τη χαμηλή συνδικαλιστική πυκνότητα, πράγμα που για τον Σεφεριάδη υπογραμμίζει την ανάγκη όχι να εγκαταλείψουν τη μαχητική κινηματική δράση, αλλά να ανανεώσουν τις μορφές και πρακτικές τους.

Τα κόμματα αυτοακυρώνονται

Αυτή την έμφαση στην κοινωνική (και τελικά ταξική) συγκρουσιακότητα χρησιμοποιεί και στην προσέγγιση των πολιτικών κομμάτων. Για τον Σεφεριάδη τα κόμματα κατατείνουν ολοένα και περισσότερο σε μια πολυσυλλεκτικότητα χωρίς συνεκτική πολιτική σε μια προσπάθεια να συνδυάσουν τη ρητορική επίκληση των κοινωνικών τους αναφορών, την ώρα που στην πράξη με τις πολιτικές που ασκούν τις ακυρώνουν. Η εγκατάλειψη του συνεκτικού πολιτικού λόγου από τα κόμματα και η υποβάθμιση του ρόλου της κομματικής βάσης υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στην πολιτική και άρα είναι λάθος να μεταφέρουμε την ευθύνη για την πολιτική κρίση στην ίδια την κοινωνία.


Το ερώτημα ενός νέου διεθνισμού

Ο Σεφεριάδης κλείνει το βιβλίο με ένα κεφάλαιο που αναφέρεται στο ερώτημα για το ποια μπορεί να είναι μια διεθνιστική πρακτική για το εργατικό κίνημα. Ο Σεφεριάδης υπογραμμίζει ότι δεν πρόκειται για έναν ουτοπικό λόγο για κάποια ιδεώδη, αλλά για μια μάχη για την εργασία, τις αμοιβές, τα δικαιώματα, που όμως αναγνωρίζει τις παγκόσμιες αλληλοσυνδέσεις και θέτει το ερώτημα του πώς μπορεί να υπάρξει διεθνής συνδικαλιστική οργάνωση και διεκδίκηση.