Πριν λίγες μέρες η κυρία Φωτεινή (η μανάβισσά της γειτονιάς μας), την ώρα που ζύγιζε τα φρούτα (μοιρασμένα σε 6 μικρές πλαστικές σακούλες), με ρώτησε με απόγνωση «τι θα γίνει κυρ Νίκο, θα μας κάψουν όλους τελικά;».

Αυθόρμητη ήταν ερώτησή μου «μα ποιοι είν’ αυτοί, κυρία Φωτεινή μου;». Αλλά η απάντησή της ήλθε αποστομωτική «μα ξέρετε καλά εσείς, τάχατε γράψει τότε… μήπως τελικά προτιμάτε ένα χαρτόκουτο για τα ψώνια σας;». Έτσι, έγινε… παρανάλωμα μαζί με τα δάση κι η απόφασή μου να μη ασχοληθώ ξανά με το θέμα των πυρκαγιών (ύστερα από την αρθρογραφία μου το 2007-2009 για τις τότε φωτιές σε Πελοπόννησο, Αττική, Ρόδο…), κι αποφάσισα να ξεσκονίσω τις σημειώσεις μου για να θυμηθώ (και να θυμίσω) ποιοι είναι αυτοί που καίνε τα δάση μας και γιατί.

Καταρχήν, όπως δυστυχώς συμβαίνει και με άλλα ακραία φυσικά  φαινόμενα (πλημμύρες, καύσωνες, ξηρασία), η αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης και έντασής τους επιβεβαιώνει τη σύνδεση με την κλιματική κρίση, που βιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες.

Ο Δρ. Νίκος Σηφάκις

Σήμερα κανένας πλέον επιστήμονας δεν τολμά να αμφισβητήσει ότι οι εκπομπές των «αερίων του θερμοκηπίου» από τις ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν, τα τελευταία 170 χρόνια, προκαλέσει σοβαρή κλιματική βλάβη στον πλανήτη μας. Εκεί που οι απόψεις ακόμη διίστανται σε αισιόδοξες και απαισιόδοξες, είναι στο πόσο στενά είναι τα περιθώρια που έχουμε για να περιορίσουμε το πρόβλημα. Είναι βέβαιο πως οι παγετώνες λιώνουν, ενώ η πρόσβαση στο πόσιμο νερό γίνεται δυσκολότερη, πως η βιοποικιλότητα μειώνεται, και πως στα ερχόμενα 50 χρόνια θα αντέξουν μόνο τα μισά είδη της Ευρωπαϊκής χλωρίδας…

Επίσης, αναμένεται πως θα προκύψουν και νέες πανδημίες (κι όμως έχουν κι αυτές σχέση!) και, παρότι φαίνεται να μη επηρεάζονται ακόμη όλες οι χώρες στον ίδιο βαθμό, σχεδόν όλοι θα βιώσουμε τις επιπτώσεις αργά ή γρήγορα γιατί, τέτοια φαινόμενα, δεν σταματούν φυσικά στα σύνορα των κρατών…

Οι τελευταίες μετρήσεις, μάλιστα, δείχνουν ότι η Ευρώπη «ανεβάζει πυρετό» ταχύτερα από το μέσο όρο της γήινης θερμοκρασίας! Βροχόπτωση και χιονόπτωση ήδη πλήττουν τις βόρειες χώρες, ενώ η ξηρασία και η ερημοποίηση χτυπούν την πόρτα της Μεσογείου. Προβλέπονται ακόμα, μεταβολές στη στάθμη της θάλασσας, τις ακτογραμμές, τις κοίτες των ποταμών, καθώς και ακόμη περισσότερες καταιγίδες και πλημμύρες σε πυκνοκατοικημένες περιοχές της Ευρώπης.

Κάποιοι θα ρωτήσουν «μα τι κάνει επιτέλους η Ευρωπαϊκή Ένωση»; Πέραν λοιπόν των πολιτικών, νομοθετικών και χρηματοδοτικών δράσεων σχετικά με το περιβάλλον, τη γεωργία, τη βιομηχανία, την ενέργεια, τις μεταφορές, και την υγεία, η ΕΕ έχει δεσμευτεί να συγκρατήσει την αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από 2 βαθμούς Κελσίου.

Και αυτό διότι οι επιστήμονες έχουν αποφανθεί ότι πάνω από τους 2°, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα είναι ανεξέλεγκτες. Με νομοθετήματα, η ΕΕ ζητά από τα κράτη μέλη να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά 55 % έως το 2030 και να γίνουν «κλιματικά ουδέτερα» το 2050.

Η ΕΕ προωθεί επίσης τη συνεργασία μεταξύ των χωρών και χρηματοδοτεί καθοριστικές δράσεις για το κλίμα σε κρατικό-περιφερειακό-τοπικό επίπεδο καθώς και την απαραίτητη επιστημονική έρευνα.

Για να δούμε όμως, ποιοι ευθύνονται για τις ανθρωπογενείς εκπομπές στην ατμόσφαιρα και κατά συνέπεια για την κλιματική κρίση. Καταρχάς, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ευθύνεται για το 1/4 των αερίων του θερμοκηπίου, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου αφορά στη θέρμανση/ψύξη των κτιρίων.

Άλλο 1/4 προέρχεται από τις παραγωγικές διαδικασίες αλλά, αντίθετα με ότι θα μπορούσε κανείς να υποθέσει, η καθαυτό συμμετοχή της βιομηχανίας (πέραν της χρήσης ενέργειας) δεν ξεπερνά το 6%. Όλα μαζί τα μέσα μεταφοράς εκπέμπουν σχεδόν το 20%, τρία τέταρτα του οποίου προέρχονται από τα επίγεια μέσα (αυτοκίνητα, λεωφορεία, φορτηγά,…), ενώ η συμμετοχή των αεροπλάνων, δεν ξεπερνά το 3%. Η γεωργία, η κτηνοτροφία και η αποψίλωση των δασών είναι υπαίτιες για περίπου το 20%, με την εκτροφή των βοοειδών να παίζει σημαντικό ρόλο. Όσο για τα πλαστικά, πέραν του τεράστιου προβλήματος που προκαλούν στο περιβάλλον (κυρίως στη θαλάσσια ζωή), συμμετέχουν άμεσα στην υπερθέρμανση του πλανήτη και μέσω του κύκλου παραγωγής τους.

Όμως, άσχετα με την όποιες προσπάθειες μείωσης των εκπομπών υλοποιηθούν, τα μαθηματικά μοντέλα δείχνουν με βεβαιότητα, πως οι επιπτώσεις της μεταβολής που ήδη έχουμε προκαλέσει στη Γη θα συνεχίσουν να γίνονται αισθητές τις ερχόμενες δεκαετίες.

Γι’ αυτό κι η κλιματική κρίση δημιουργεί τώρα πια μια διπλή πρόκληση για την κοινωνία: όχι μόνο για άμεση πρόληψη με αντιμετώπιση των αιτίων, αλλά και για μετριασμό των επιπτώσεων με τη μακροπρόθεσμη προσαρμογή μας σε μια νέα κλιματική κατάσταση. Αυτές οι διαδικασίες αφορούν τόσο την πολιτεία σε κρατικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, όσο και στον κάθε πολίτη χωριστά.

Η πολιτεία και η αυτοδιοίκηση πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη της ενίσχυσης των υποδομών και της προετοιμασίας των υπηρεσιών αντιμετώπισης των επερχόμενων ακραίων καιρικών φαινομένων. Όμως, είναι τελικά στο χέρι του καθενός μας, και όχι μόνο στο κράτος ή την ΕΕ, το να προετοιμαστούμε και να εξοικειωθούμε με τις νέες, λιγότερο φιλικές περιβαλλοντικές συνθήκες, που ως ένα βαθμό θα είναι αναπόφευκτες. Βγαίνοντας από την ασφαλή ζώνη και την άνεση της πολυθρόνας μας, και παύοντας να αναζητάμε την ευκολία και την ταχύτητα στην καθημερινότητά μας θα είναι το πρώτο και ίσως δυσκολότερο βήμα.

Θα πρέπει να περιορίσουμε δραστικά: την κατανάλωση (και συνεπώς την παραγωγή) ενέργειας μέσω αυτοκίνησης και αλόγιστης χρήσης κλιματιστικών, την απόκτηση μη αναγκαίων αγαθών (συμπεριλαμβανομένων και των κινητών τελευταίας τεχνολογίας), και την άσκοπη χρήση πλαστικού. Πρέπει, επίσης, να μειώσουμε την κατανάλωση κρέατος και να προτιμάμε να αγοράζουμε προϊόντα που δεν έχουν παραχθεί σε μεγάλες αποστάσεις. Ας είμαστε προετοιμασμένοι ακόμη και ν’ αλλάξουμε τους προορισμούς των διακοπών μας!

Όσο για τα δάση, τώρα που ξέρουμε πως υφίστανται κι αυτά τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, αφού είναι διαρκώς καταπονημένα από τις υψηλές θερμοκρασίες και πιο εύφλεκτα λόγω μείωσης των επιπέδων της υγρασίας, θα πρέπει να τα θεωρήσουμε ως κοινωνικό αγαθό και κοινή περιουσία.

Μια «περιουσία» που αν την προστατεύσουμε και τη διαχειριστούμε έξυπνα τώρα, όχι μόνο θα μας βοηθήσει στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, αλλά θα μας γλυτώσει από πολύ μεγαλύτερες κρατικές δαπάνες στο μέλλον. Οι τρόποι διαχείρισης του δασικού πλούτου είναι γνωστοί: προτού φτάσουμε στη καταγραφή και αξιολόγηση των συνεπειών (π.χ. μέσω χαρτογράφησης των καμένων), η πρόληψη και η αντιμετώπιση με χρήση μετεωρολογικών δεδομένων, μοντέλων και μετρήσεων, αλλά και αισθητήρων και δορυφορικών παρατηρήσεων, δίνει τη δυνατότητα σε συστήματα γεωπληροφορικής να συμβάλλουν στην επιχειρησιακή αντιμετώπιση ακραίων φαινομένων.

Όλα αυτά, βέβαια, δεν αναιρούν ούτε υποκαθιστούν την αναγκαιότητα των βασικών μέτρων: καθαρισμού από ξερά και αραίωσης των δέντρων, διάνοιξης μονίμων και έκτακτων αντιπυρικών ζωνών, διαθεσιμότητας νερού για πυρόσβεση, ακόμη και χρήσης ελεγχόμενων πυρκαγιών. Η τεχνολογία πλέον είναι στη διάθεση μας και θα πρέπει να συνδυαστεί με κοινή λογική για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε την κυριότερη και αμεσότερη απειλή που έχει σήμερα να αντιμετωπίσει το ανθρώπινο είδος: την κλιματική κρίση.

Οφείλω και μια εξήγηση σχετικά με τις πανδημίες! Ο COVID-19 δεν ήταν παρά μια ακόμη υπενθύμιση της στενής σχέσης της υγείας μας με τις περιβαλλοντικές συνθήκες. Οι άνθρωποι είμαστε μόνο ένα είδος από τα 8 εκατομμύρια στον πλανήτη και παραμένουμε ευπρόσβλητοι σε ιούς που ξεκινούν από τα άλλα είδη.

Η προστασία μας από τέτοιους ιούς έχει άμεση σχέση με τη διατήρηση της υγείας του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας. Γιατί η βιοποικιλότητα δυσχεραίνει τη διάδοση ασθενειών μέσω διαδικασιών που ενδυναμώνουν τα διαφορετικά είδη ζώων. Το αντίθετο προκαλείται με την εντατική κτηνοτροφία, η οποία ενθαρρύνει την παραγωγή παραπλήσιων ειδών αυξάνοντας την ευπάθειά τους σε ασθένειες και εκθέτοντας έτσι κι εμάς σε αυτές.

Δεν έχει πιά κανένα νόημα το ερώτημα «από τι προκλήθηκε τούτη τη φορά η φωτιά». Αυτό που μετράει είναι η συνειδητοποίηση ότι δεν ξεσπούσαν τόσες καταστροφικές δασικές πυρκαγιές στο παρελθόν, με τόση ευκολία και τέτοια συχνότητα.

Εξάλλου, ως ένα βαθμό, η φωτιά είναι ένα φυσικό φαινόμενο που εξυπηρετεί οικολογικούς σκοπούς κι αποτελεί κομμάτι του κύκλου θανάτου-αναγέννησης της βλάστησης. Ωστόσο, πυρκαγιές μεγάλης διάρκειας και έκτασης που επηρεάζουν χιλιάδες ανθρώπους πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα και αποτελεσματικά. Ας έχουμε υπόψη μας, πάντως, πως στο μέλλον θα προκαλούνται όλο και περισσότερες, σε όλο και πιο απρόσμενες και ίσως δύσβατες περιοχές.

Κι όλο αυτό είναι αποτέλεσμα μιας μεταβολής που εμείς οι ίδιοι προκαλέσαμε από έλλειμμα γνώσης και ενημέρωσης. Τώρα που τα αίτια μας είναι πλέον γνωστά, αντί να ψάχνουμε αλλού για τους υπεύθυνους, ας αναλάβουμε όλοι μαζί δράσεις με εγρήγορση και κοινωνική ευαισθησία. Αλλά επειδή το πρόβλημα είναι ήδη πολύ σοβαρό, δεν αρκούν μόνο οι ενέργειες για τη μείωση του «αποτυπώματος του άνθρακα». Η κοινωνία θα πρέπει να προετοιμάζεται ενεργά για τις αναπόφευκτες συνέπειες και την προσαρμογή στις νέες συνθήκες.

Αντί άλλης απάντησης στο ρητορικό ερώτημα της κυρίας Φωτεινής για το «ποιος φταίει για τις μαινόμενες φωτιές», της ζήτησα τελικά να μου δώσει ένα μεταχειρισμένο χαρτοκιβώτιο για τα ψώνια μου αντί για τις 6 μικρές πλαστικές σακούλες. Τώρα μένει να δω πως θα το μεταφέρω πάνω στο ποδήλατο…

Ο Δρ. Νίκος Σηφάκις είναι επιστημονικός υπεύθυνος του τομέα των Γεωεπιστημών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (ERC) και Διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών στο πεδίο της δορυφορικής τηλεπισκόπησης. Διετέλεσε σύμβουλος της NASA στο πρόγραμμα ‘Περιβάλλον και Υγεία’, καθώς και μέλος της επιστημονικής ομάδας της Ε.Ε. που δημιούργησε τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος.