Το νησί Μάουι της Χαβάης συνεχίζει να φλέγεται, λίγες ημέρες μετά την εκδήλωση μεγάλης πυρκαγιάς που μετέτρεψε μια όμορφη παραθαλάσσια πόλη σε ένα απανθρακωμένο ερείπιο. Έχουν ήδη αναφερθεί 55 νεκροί, ενώ χιλιάδες άνθρωποι εξακολουθούν να αγνοούνται.

«Αυτό που είδαμε σήμερα ήταν καταστροφικό», δήλωσε ο κυβερνήτης, Τζος Γκριν, μετά την περιήγησή του στη Λαχάινα, μια ιστορική πόλη-θέρετρο περίπου 12.000 κατοίκων, η οποία χρησίμευσε ως πρωτεύουσα του βασιλείου της Χαβάης στις αρχές του 19ου αιώνα.

Αν και τα αίτια της πυρκαγιάς, που ξεκίνησε το βράδυ της Τρίτης, δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί, αρκετές αναφορές αυτοπτών μαρτύρων δείχνουν ότι οι ισχυροί άνεμοι που προκλήθηκαν από τον τυφώνα «Ντόρα» ενίσχυσαν τη φωτιά, η οποία εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα σε ολόκληρη την πόλη.

Τώρα τα βίντεο που προκύπτουν από την καταστροφική νύχτα αποτυπώνουν την αγωνία των κατοίκων, που αναγκάστηκαν να πηδήξουν στη θάλασσα για να επιβιώσουν από τις πυρκαγιές οι οποίες μαίνονται.

Ανατριχιάζουν οι μαρτυρίες των διασωθέντων

Οι επιζώντες στον καταυλισμό διάσωσης ισχυρίζονται ότι οι αστυνομικοί τους ζήτησαν να πηδήξουν στη θάλασσα, καθώς αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν από τη φωτιά. Πολλοί παρέμειναν στο νερό, με το φόβο να σκοτωθούν από τον τυφώνα, για 3-4 ώρες πριν τελικά διασωθούν.

«Απλά προσευχήθηκα στον Θεό και του ζήτησα ‘όχι σήμερα, Θεέ μου’», δήλωσε χαρακτηριστικά ένας επιζών στα μέσα ενημέρωσης.

Οι φλόγες κινήθηκαν τόσο γρήγορα που πολλοί αιφνιδιάστηκαν, παγιδεύτηκαν στους δρόμους ή πήδηξαν στον ωκεανό, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να διαφύγουν.

«Δεν έχει μείνει τίποτα, έχει εξαφανιστεί, είναι μια πόλη-φάντασμα», δήλωσε η Sarai Cruz, 28 ετών, η οποία εγκατέλειψε τη Λαχάινα με τους γονείς της, την αδελφή της και τα τρία παιδιά της.

Ο Μπράντον Γουίλσον, ένας Καναδός που είχε ταξιδέψει στη Χαβάη με την σύζυγό του για να γιορτάσουν την 25η επέτειό τους, είπε ότι «μοιάζει πραγματικά σαν κάποιος να ήρθε και να βομβάρδισε ολόκληρη την πόλη. Είναι εντελώς κατεστραμμένη».