«Είναι η μεγαλύτερη ήττα του Μάνφρεντ Βέμπερ». Αυτή η φράση επαναλαμβανόταν συνεχώς χθες στο Στρασβούργο. Διότι το πράσινο φως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για το κείμενο «Φύση», για τη θέσπιση νομικά δεσμευτικών στόχων για την αποκατάσταση των υποβαθμισμένων φυσικών περιοχών στην ΕΕ, επέφερε πλήγμα στη γραμμή του προέδρου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Στην αόριστη δεξιά συμμαχία μεταξύ του Λαϊκού Κόμματος και των Συντηρητικών της Τζόρτζια Μελόνι.

Για να καταλάβουμε πόσο η έκβαση αυτής της αστραπιαίας σύγκρουσης έχει αλλάξει τις προοπτικές και τις μελλοντικές ισορροπίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, γράφει η ιταλική εφημερίδα «Repubblica», πρέπει να ταξιδέψουμε στο Βίλνιους.

Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ. Διότι ενώ οι 31 αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων συζητούσαν για τη συμμετοχή της Σουηδίας στην Ατλαντική Συμμαχία και, κυρίως, για τις εξελίξεις στον πόλεμο στην Ουκρανία, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έστρεφε την προσοχή της στο Στρασβούργο. Και μετά την ψηφοφορία ξέσπασε σε πλατύ χαμόγελο κάνοντας ένα συγκροτημένο νεύμα αγαλλίασης.

Τίμερμανς και Φον ντερ Λάιεν

Διότι αυτό, εκτός από το παιχνίδι του Φρανς Τίμερμανς, του ολλανδού «πατέρα» της Πράσινης Συμφωνίας, ήταν και το μεγάλο στοίχημα της Φον ντερ Λάιεν.

Είναι και αυτή δημοφιλής και Γερμανίδα, άσπονδος εχθρός του κομματικού «συναδέλφου» της Βέμπερ. Κάπως έτσι ξέσπασε μια διαμάχη στο εσωτερικό του ΕΛΚ.

Τόσο μεγάλη που τους τελευταίους μήνες, όταν η Επιτροπή Envi για το Περιβάλλον του Ευρωκοινοβουλίου έπρεπε να εξετάσει το μέτρο, ο αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος αντικατέστησε τα μέλη της ομάδας του που έδειχναν αμφιβολίες για τη γραμμή του, βάζοντας μόνο πιστούς. Μια εκνευριστική διαδικασία, η οποία στο τέλος προκάλεσε ανησυχία και δυσαρέσκεια στα ίδια τα μέλη του ΕΛΚ.

Τα αποτελέσματα, λοιπόν, του πράσινου φωτός που δόθηκε χθες στο Στρασβούργο (εκτός από την έγκριση του μέτρου που αποτελεί σημαντικό μέρος της Πράσινης Συμφωνίας) είναι ουσιαστικά τρία. Το πρώτο αφορά την πολιτική γραμμή του ΕΛΚ.

Αποδείχθηκε ότι η υπόθεση της οικοδόμησης μιας μελλοντικής πλειοψηφίας μεταξύ Λαϊκών και Συντηρητικών δεν έχει βιώσιμη βάση τώρα και όχι μόνο μετά τις επόμενες ευρωεκλογές. Υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι του ΕΛΚ, από τους Ιρλανδούς μέχρι τους Πολωνούς και από τους Σκανδιναβούς μέχρι τους Τσέχους, που δεν μπορεί να αποδεχθεί μια συμμαχία με τη δεξιά πτέρυγα της συντηρητικής ομάδας της Μελόνι.

Ακόμη και ο μοναδικός δημοφιλής μαλτέζος ευρωβουλευτής προτίμησε να απέχει παρά την έκκληση της συμπατριώτισσάς του Ρομπέρτα Μέτσολα, προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Η προεδρία της Κομισιόν

Το δεύτερο αποτέλεσμα επικεντρώνεται στην προεδρία της Κομισιόν. Ο Βέμπερ προσπαθεί εδώ και καιρό να ανατρέψει τη Φον ντερ Λάιεν.

Εργάζεται για να την εμποδίσει από μια δεύτερη θητεία στο τιμόνι της ευρωπαϊκής εκτελεστικής εξουσίας μετά τις ευρωεκλογές του 2024. Δεν έχει κρύψει ποτέ ότι φιλοδοξεί να αναλάβει αυτόν τον ρόλο ή να επιλέξει κάποιον από το ΕΛΚ.

Η ενδεχόμενη συμφωνία με τους Συντηρητικούς θα εξυπηρετούσε την αλλαγή των πολιτικών ισορροπιών και την αποσύνθεση της λεγόμενης «πλειοψηφίας της Ούρσουλα» που οδήγησε στην εκλογή της Φον ντερ Λάιεν το 2019. Ομως έχασε. Το «ζευγάρι» Φον ντερ Λάιεν – Τίμερμανς νίκησε τους Βέμπερ και Μελόνι.

Και αυτό είναι το τρίτο αποτέλεσμα. Η στροφή του ΕΛΚ προς τα δεξιά έγινε προοδευτικά πιο έντονη μετά τη νίκη της Κεντροδεξιάς στην Ιταλία.

Ακόμη και για την ιταλίδα πρωθυπουργό, η οποία παρέταξε ολόκληρη την πλειοψηφία της ενάντια στο κείμενο «Φύση», ήταν μια ευκαιρία να μπει στη μεγάλη σκακιέρα της ευρωπαϊκής εξουσίας. Απέτυχε. Ο δρόμος για έναν νέο συνασπισμό, ικανό να κατευθύνει τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανά της, αποκλείστηκε. Τουλάχιστον προς το παρόν.

Χαμένο στοίχημα

Αυτή η δοκιμή ήταν ένα χαμένο στοίχημα για τις συμμαχίες, αλλά αποτέλεσε υπενθύμιση της κεντρικής θέσης του ΕΛΚ στο κοινοβούλιο και της δέσμευσής τους να υπερασπιστούν τους αγρότες και έναν συγκεκριμένο τρόπο αντίληψης της Πράσινης Συμφωνίας.

Σε μια καθαρά εκλογική λογική. Το ΕΛΚ προσπαθεί να κλείσει το μάτι τόσο στον αγροτικό κόσμο (η δυσαρέσκεια του οποίου είναι πιθανό να επηρεάσει, για παράδειγμα, τις ολλανδικές εκλογές το φθινόπωρο) όσο και σε εκείνους που δεν αρνούνται την κλιματική αλλαγή αλλά επιθυμούν μια «ήπια επανάσταση».