Ενας γνωστός αρθρογράφος της «Observer», της κυριακάτικης έκδοσης της «Guardian», παραιτείται έπειτα από εικοσαετή πορεία για «λόγους υγείας». Η διεύθυνση της εφημερίδας πλέκει το εγκώμιο της «λαμπρής» και «αιχμηρής» δουλειάς του.

Μία ερευνήτρια δημοσιογράφος των «Financial Times», ωστόσο, ερευνά ήδη την περίπτωσή του. Διαθέτει αποδείξεις πως ο παραιτηθείς παρενοχλούσε σεξουαλικά για χρόνια υφισταμένες του και πως η αποχώρησή του ήταν ένας εύσχημος τρόπος να κλείσει το θέμα.

Καταθέτει ένα εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ, αλλά η διευθύντρια της εφημερίδας της το «θάβει». Μία ερευνήτρια δημοσιογράφος των «New York Times», ανταποκρίτρια της αμερικανικής εφημερίδας στη Βρετανία, ξεκινά τότε δική της έρευνα, μιλώντας συνολικά σε περισσότερους από 35 δημοσιογράφους, τόσο στην «Guardian» όσο και στους «Financial Times».

Το ρεπορτάζ της ανοίγει ένα παράθυρο στην περίπλοκη σχέση των βρετανικών Μέσων με το κίνημα #MeToo, και την «ομερτά» που τείνουν να τηρούν όταν οι κατηγορούμενοι είναι «δικά τους παιδιά». Κι ας δηλώνουν πολλά από αυτά τα Μέσα υπερασπιστές του #MeToo, πρωταγωνιστώντας στις αποκαλύψεις σκανδάλων σεξουαλικής παρενόχλησης ή κακοποίησης σε άλλους χώρους.

Οι επτά καταγγελίες

Ο αρθρογράφος της «Observer» ονομάζεται Νικ Κόεν. Συνολικά επτά γυναίκες δήλωσαν στους «New York Times» πως τις είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά, κάποιες από αυτές επανειλημμένως.

Οι τρεις από αυτές το έκαναν επώνυμα, οι άλλες τέσσερις ζήτησαν να παραμείνουν ανώνυμες, από τον φόβο των αντιποίνων. Αλλά οι «New York Times» διασταύρωσαν ποικιλοτρόπως και τις επτά μαρτυρίες.

Η Λούσι Σιγκλ δήλωσε πως ο Κόεν της είχε αρπάξει τα οπίσθια ενώ στεκόταν μπροστά στο φωτοτυπικό, το 2001, μόλις είχε πρωτοπροσληφθεί στην «Guardian». Η Χίδερ Μπρουκ, ερευνήτρια δημοσιογράφος, είπε πως της είχε κάνει κάτι ανάλογο το 2008, στα παρασκήνια μιας τελετής απονομής βραβείων.

Η συντάκτρια και αρθρογράφος Ρεμπέκα Ουάτσον είπε πως της είχε χουφτώσει (για να μη φοβόμαστε τις λέξεις…) τα οπίσθια το 2009, στα παρασκήνια μιας παρουσίασης βιβλίου.

Τρεις ακόμα γυναίκες περιέγραψαν ανάλογες εμπειρίες σε παμπ, μεταξύ 2008 και 2015. Η έβδομη είπε πως ο Κόεν είχε επανειλημμένως προσφερθεί να της στείλει σεξουαλικές φωτογραφίες το 2018, όταν εργαζόταν ως απλήρωτη διορθώτρια. Η φήμη του Κόεν ήταν ευρέως γνωστή στην αίθουσα σύνταξης, σύμφωνα με δέκα πρώην συναδέλφους του, άνδρες και γυναίκες, πολλές εργαζόμενες μάλιστα κατέστρωναν ολόκληρα σχέδια προκειμένου να μη βρεθούν στον ίδιο χώρο μαζί του.

Δεν έκαναν απολύτως τίποτα

Ενθαρρυμένη από το κίνημα #MeToo, η Λούσι Σιγκλ κατήγγειλε στη διεύθυνση της «Guardian» τη σεξουαλική παρενόχληση που είχε υποστεί από τον Κόεν το 2018 – μία εβδομάδα νωρίτερα, η εφημερίδα είχε καλέσει το αναγνωστικό της κοινό να της καταθέσει περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο.

Και εντούτοις, για την καταγγελία στον δικό της χώρο δεν έκανε απολύτως τίποτα.

Η «Guardian» ξεκίνησε έρευνα μόνο αφότου η Σιγκλ αφηγήθηκε την εμπειρία της στο Twitter, το 2021.

Την ανέθεσε σε δικηγορική εταιρεία, ο Κόεν αρχικά τέθηκε σε διαθεσιμότητα και τελικά αποχώρησε ήσυχα, με μια γερή αποζημίωση και αμοιβαία συμφωνία εχεμύθειας. Οταν ήρθαν σε επαφή μαζί του οι «NYT», αρχικά αρνήθηκε τα πάντα και στη συνέχεια, χωρίς να απαντήσει συγκεκριμένα στις επτά καταγγελίες, είπε τα εξής: «Εχω γράψει επανειλημμένως για τον αλκοολισμό μου. Απεξαρτήθηκα πριν από επτά χρόνια, το 2016. Κοιτάζω πίσω τη ζωή μου ως εθισμένου με βαθιά ντροπή».

Το θάψιμο του ρεπορτάζ

Ολα αυτά θα μπορούσε να τα είχε αποκαλύψει, αντί της Τζέιν Μπράντλεϊ, της δημοσιογράφου των «New York Times», η Μάντισον Μάριατζ, πολυβραβευμένη ερευνήτρια δημοσιογράφος των «Financial Times».

Στο μέιλ που είχε στείλει τον Δεκέμβριο του 2022 στους συντάκτες η διευθύντριά, η Ρούλα Κάλαφ, είχε συμπεριλάβει τις έρευνες της Μάριατζ γύρω από καταχρήσεις εξουσίας στις προτεραιότητες της εφημερίδας για την επόμενη χρονιά.

«Κανένα θέμα ή σκάνδαλο δεν είναι εκτός ορίων» είχε διαβεβαιώσει τότε η Κάλαφ. Και εντούτοις, αρχές του περασμένου χειμώνα, παρότι η Μάριατζ είχε ήδη μιλήσει με πέντε γυναίκες που κατήγγειλαν τον Κόεν, η Κάλαφ φέρεται να της είπε να μην αναζητήσει άλλες πηγές.

Τον Φεβρουάριο, όταν είχε πια έτοιμο το ρεπορτάζ της, της είπε ότι μόνο ως άρθρο γνώμης θα μπορούσε να δημοσιευθεί. Τελικά, αποφάσισε να μην το δημοσιεύσει, ούτε στις σελίδες με τις γνώμες ούτε πουθενά, με το επιχείρημα ότι ο Κόεν δεν ήταν τόσο επιφανής ώστε να γίνει «FT story».

Το σκοτεινό μυστικό του «Βασιλιά Ηλιου» της γαλλικής τηλεόρασης

Επί 21 χρόνια, από το 1987 έως το 2008, ο Πατρίκ Πουάβρ ντ’ Αρβόρ, ή «PPDA», όπως είναι γνωστός, ήταν ο απόλυτος άνκορμαν της Γαλλίας.

Εως και 10 εκατομμύρια άνθρωποι, το ένα έκτο του πληθυσμού της χώρας, τον παρακολουθούσαν κάθε βράδυ στις 20:00 στο TF1, το μεγαλύτερο δίκτυο της Γαλλίας. «Βασιλιά Ηλιο της γαλλικής TV», τον αποκαλούσαν.

Ο Αλεξίς Λεβριέ, ένας ιστορικός των ΜΜΕ, είχε συγκρίνει το δελτίο ειδήσεων που παρουσίαζε με λειτουργία, με τον ίδιο να αναλαμβάνει «σχεδόν θρησκευτικό ρόλο».

Παράλληλα, ο PPDA θεωρούνταν κάτι σαν ενσάρκωση του ιδανικού γάλλου ανδρός -γεμάτος αυτοπεποίθηση, διανοούμενος, σύζυγος, πατέρας αλλά και μεγάλος «γόης». Αρθρα στο «Paris Match» τον παρουσίαζαν ένα πρότυπο γαλλικής γοητείας. Κάθε πορτρέτο του στον Τύπο μιλούσε για τις κατακτήσεις του. Ο ίδιος συντηρούσε αυτό το προφίλ γράφοντας βιβλία όπως «Οι Γυναίκες στη ζωή μου».

Η μήνυση

Και ξαφνικά, τον Φεβρουάριο του 2021, η εφημερίδα «Le Parisien» αποκάλυψε πως μία 38χρονη συγγραφέας, η Φλοράνς Πορσέλ, είχε καταθέσει μήνυση σε βάρος του 73χρονου τότε Πατρίκ Πουάβρ ντ’ Αρβόρ για βιασμό και σεξουαλική επίθεση.

Πιο συγκεκριμένα, τον κατηγορούσε πως την είχε βιάσει το 2004, όταν ήταν 21 χρόνων, και την είχε εξαναγκάσει σε πεολειχία το 2009. Οι Αρχές ξεκίνησαν προκαταρκτική έρευνα. Συνολικά 22 γυναίκες κατέθεσαν σε βάρος του PPDA στους ανακριτές, κάνοντας λόγο για βιασμούς, σεξουαλικές επιθέσεις και σεξουαλική παρενόχληση.

Ο Τύπος γέμισε μαρτυρίες για το «υπερσεξουαλικό» περιβάλλον που συντηρούσε ο PPDA στο αρχηγείο του TF1, πιέζοντας νεαρές εργαζόμενες για σεξ ή παρενοχλώντας τις. Ο,τι και να έκαναν οι γυναίκες έχαναν, κατέθεσε η 44χρονη Σεσίλ Ντελαρί, που έχει καταγγείλει τον PPDA ότι την είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά όταν εργαζόταν για εκείνον, πριν από δύο δεκαετίες: αν πήγαιναν στο γραφείο του, τις αντιμετώπιζαν ως «τσούλες» και η καριέρα τους παρέμενε για πάντα αμαυρωμένη· αν αρνούνταν τις προτάσεις του, η καριέρα τους δεν πήγαινε πουθενά.

Στο αρχείο

Τον Ιούνιο του 2021, εκείνη η έρευνα μπήκε στο αρχείο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων γιατί τα καταγγελλόμενα γεγονότα είχαν παραγραφεί. Η Φλοράνς Πορσέλ κατέθεσε νέα μήνυση, αυτή τη φορά σε συνδυασμό με αγωγή αποζημίωσης. Τον Δεκέμβριο του 2021 ξεκίνησε λοιπόν νέα προκαταρκτική έρευνα, που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Συνολικά 19 γυναίκες έχουν καταθέσει, οι 10 από αυτές έχουν επίσης υποβάλλει μήνυση. Το ποινικό τμήμα του εφετείου των Βερσαλλιών, μάλιστα, διεύρυνε το πεδίο των ερευνών σε γεγονότα που μοιάζει να έχουν παραγραφεί -άλλωστε, δεν υπάρχει απαραίτητα παραγραφή αν οι ανακριτές αποφανθούν πως τα καταγγελλόμενα γεγονότα επαναλήφθηκαν και συγκροτούν μια σειρά.

Το τίμημα

Ο ίδιος ο Πατρίκ Πουάβρ ντ’ Αρβόρ αρνείται τα πάντα, διακηρύττει πως οι γυναίκες που τον έχουν καταγγείλει υποκινούνται από μια επιθυμία για «εκδίκηση», επειδή «δεν απόλαυσαν το βλέμμα, ή και μια απλή ματιά, ενός άνδρα που κάποτε θαύμαζαν». Εχει μάλιστα καταθέσει με τη σειρά του αγωγή για συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος περίπου 10 γυναικών. Το ίδιο είχε κάνει και σε βάρος της εφημερίδας «Le Parisien», αυτής που αποκάλυψε τη μήνυση της Φλοράνς Πορσέλ, τον περασμένο Απρίλιο ωστόσο την απέσυρε. Σε αφιέρωμα που είχε κάνει τον περασμένο Οκτώβριο, με αφορμή τα πέντε χρόνια του κινήματος #MeToo, η «Le Monde» είχε αναδείξει το προσωπικό και επαγγελματικό τίμημα το οποίο κλήθηκαν να πληρώσουν πολλές από τις γυναίκες που μίλησαν εναντίον του.