Το καλοκαίρι του 2013 τα έγγραφα του πληροφοριοδότη Εντουαρντ Σνόουντεν αποκάλυψαν την έκταση της παρακολούθησης που πραγματοποιούσε η NSA, η υπηρεσία πληροφοριών των ΗΠΑ, σε χρήστες του Διαδικτύου σε όλον τον κόσμο. Εκτοτε, όπως γράφει η «Monde», οι βασικοί παίκτες σε αυτή την υπόθεση έχουν ακολουθήσει πολύ διαφορετικούς δρόμους.

Στις 6 Ιουνίου 2013 η εφημερίδα «Guardian» (και, την επόμενη ημέρα, η «Washington Post») δημοσίευσε τα πρώτα άρθρα μιας από τις μεγαλύτερες σειρές αποκαλύψεων της δεκαετίας. Για αρκετές εβδομάδες μια μικρή ομάδα δημοσιογράφων από τις βρετανικές και αμερικανικές εφημερίδες είχε πρόσβαση σε εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες εσωτερικών εγγράφων της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA), της ισχυρής αμερικανικής υπηρεσίας ηλεκτρονικών πληροφοριών που είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση του Διαδικτύου.

Τα αρχεία αυτά αποκαλύπτουν την ύπαρξη δεκάδων, άκρως απόρρητων, προγραμμάτων που επιτρέπουν στους αμερικανούς κατασκόπους να επιθεωρούν το Δίκτυο σε κλίμακα που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ. Ηλεκτρονικά μηνύματα, τηλεφωνικά δεδομένα, μηνύματα στα κοινωνικά δίκτυα, γεωγραφικός εντοπισμός… Με τη μεγαλύτερη μυστικότητα και ουσιαστικά χωρίς κανέναν έλεγχο, η NSA μπόρεσε να θέσει σε εφαρμογή εργαλεία μαζικής παρακολούθησης που της έδιναν πρόσβαση σε τεράστιες ποσότητες πληροφοριών, μέρος των οποίων μοιράστηκε με τους εταίρους της στη συμμαχία των «πέντε ματιών» (Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Καναδάς, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία).

Ο άνθρωπος που τα άφησε να διαρρεύσουν αποκάλυψε την ταυτότητά του τρεις ημέρες αργότερα: ο Εντουαρντ Σνόουντεν, υπάλληλος ενός υπεργολάβου της NSA, εξήγησε ότι ενήργησε για να προστατεύσει την ιδιωτική ζωή και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των χρηστών του Διαδικτύου σε όλον τον κόσμο. Κατάφερε να αποθηκεύσει χιλιάδες εσωτερικά έγγραφα της υπηρεσίας και κατέφυγε στο Χονγκ Κονγκ, όπου τα παρέδωσε σε βρετανούς και αμερικανούς δημοσιογράφους. Δέκα χρόνια μετά οι κύριοι παράγοντες αυτής της υπόθεσης έχουν ακολουθήσει πολύ διαφορετικούς δρόμους.

Εντουαρντ Σνόουντεν

Ο πληροφοριοδότης είναι πλέον ρώσος πολίτης – διατηρεί και την αμερικανική υπηκοότητα, αλλά το αμερικανικό του διαβατήριο έχει λήξει εδώ και καιρό. Στα τέλη του 2022 το Κρεμλίνο τού χορήγησε τη ρωσική ιθαγένεια αφότου οι περισσότερες δυτικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, είχαν απορρίψει το αίτημά του για άσυλο. Ο Σνόουντεν επικρίθηκε επειδή άλλαξε την υπηκοότητά του μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά εξήγησε τότε ότι το έκανε για να προσφέρει ένα ασφαλές περιβάλλον στα παιδιά του – έχει δύο γιους με τη σύζυγό του, Λίντσεϊ. Το 2019 δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του στην οποία ανατρέχει εκτενώς στην καριέρα του και στους λόγους που τον οδήγησαν να δώσει αυτά τα έγγραφα στον Τύπο.

Οι «πρόσφυγες του Σνόουντεν»

Πριν φύγει από το Χονγκ Κονγκ για τη Μόσχα ο Σνόουντεν αναγκάστηκε να κρυφτεί για κάποιο χρονικό διάστημα φοβούμενος τη σύλληψη. Για αρκετές ημέρες τον φιλοξένησαν πρόσφυγες από τη Σρι Λάνκα και τις Φιλιππίνες, οι οποίοι είχαν διαφύγει από τη βία στις χώρες τους (όπως η Βανέσα Μάε Μπονταλιάν Ροντέλ και η κόρη της Κελαπάθα, στη φωτογραφία). Επιδίωκαν να φύγουν για τον Καναδά, καθώς το Χονγκ Κονγκ δεν χορηγεί σχεδόν ποτέ άσυλο. Από το 2013 έξι από τους επτά «πρόσφυγες Σνόουντεν», ο ελάχιστα γνωστός ρόλος των οποίων αναδείχθηκε από την ταινία του Ολιβερ Στόουν «Σνόουντεν», που κυκλοφόρησε το 2016, έχουν λάβει βίζα για τον Καναδά. Ο Αζίτ Πουσπακουμάρα, πρώην στρατιώτης από τη Σρι Λάνκα, περιμένει ακόμη να φύγει.

Λόρα Πόιτρας

Η αμερικανίδα δημοσιογράφος και κινηματογραφίστρια είχε ήδη δημιουργήσει αρκετά αναγνωρισμένα ντοκιμαντέρ για τις καταχρήσεις του αμερικανικού στρατού και των υπηρεσιών ασφαλείας πριν έρθει σε επαφή μαζί της ο Σνόουντεν, ο οποίος της έδωσε πρόσβαση στα έγγραφα και της επέτρεψε να κινηματογραφήσει τις ημέρες που προηγήθηκαν της δημοσίευσής τους, στο ξενοδοχείο Mira στο Χονγκ Κονγκ. Το αποτέλεσμα ήταν ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ, το «Citizenfour», το οποίο σημείωσε παγκόσμια επιτυχία. Εκτοτε, σκηνοθέτησε μεταξύ άλλων, το «Risk» (2017), ένα πορτρέτο του Τζούλιαν Ασάνζ που εστιάζει στις κατηγορίες για σεξουαλική επίθεση που διατυπώθηκαν εναντίον του ιδρυτή των WikiLeaks και του ακτιβιστή Τζέικομπ Απελμπαουμ, με τον οποίο η Πόιτρας είχε σύντομη σχέση.

Γκλεν Γκρίνγουαλντ

Οταν δημοσίευσε τα πρώτα του άρθρα με βάση τα έγγραφα του Σνόουντεν, ο Γκλεν Γκρίνγουαλντ ήταν τακτικός αρθρογράφος της αμερικανικής έκδοσης του «Guardian». Εναν χρόνο αργότερα μαζί με τη Λόρα Πόιτρας και τον Τζέρεμι Σκάχιλ συνίδρυσε τον ιστότοπο The Intercept, ο οποίος χρηματοδοτείται από τον αμερικανό δισεκατομμυριούχο Πιερ Ομιντιάρ. Η έντονα επικριτική του στάση απέναντι στις διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις αποξένωσε σταδιακά μεγάλο μέρος της αμερικανικής Αριστεράς, η οποία ωστόσο είχε επαινέσει το έργο του σχετικά με τα έγγραφα Σνόουντεν. Το 2020 παραιτήθηκε από το The Intercept, πιστεύοντας ότι ένα από τα άρθρα του για τον Τζο Μπάιντεν είχε λογοκριθεί, κάτι που η ομάδα των μέσων ενημέρωσης διέψευσε σθεναρά. Ο σύζυγός του, Νταβίντ Μιράντα,  βραζιλιάνος πολιτικός που είχε κρατηθεί για λίγο στο αεροδρόμιο του Λονδίνου επειδή η βρετανική αστυνομία τον υποπτευόταν ότι μετέφερε έγγραφα του Σνόουντεν, πέθανε στις 9 Μαΐου από εντερική λοίμωξη, σε ηλικία 37 ετών.

Στρατηγός Κιθ Αλεξάντερ

Την εποχή της δημοσίευσης των αποκαλύψεων Σνόουντεν, ο Κιθ Αλεξάντερ ήταν επικεφαλής της NSA. Ο στρατηγός τεσσάρων αστέρων υπέβαλε την παραίτησή του στον τότε πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος αρνήθηκε να την κάνει δεκτή. Τελικά αποστρατεύθηκε τον επόμενο χρόνο. Εκτοτε, έχει ιδρύσει μια συμβουλευτική εταιρεία κυβερνοασφάλειας, την IronNet, και συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο της Amazon. Τα έγγραφα του Σνόουντεν έδειξαν ότι είπε ψέματα ενόρκως σε κοινοβουλευτική ακρόαση το 2012, κατά την οποία διαβεβαίωνε το κοινό ότι η NSA δεν συλλέγει δεδομένα για αμερικανούς πολίτες.