Θα καταφέρουν, άραγε, οι «27» να καταλήξουν σήμερα σε έναν συμβιβασμό για την υποδοχή και τη φιλοξενία των προσφύγων και μεταναστών που φτάνουν «χωρίς χαρτιά» στο έδαφος της ΕΕ, καθώς και για τη διαχείριση των αιτήσεων για άσυλο; Η εμπειρία δείχνει ότι κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο – όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το ρεπορτάζ του «Politico», οι σχετικές συζητήσεις μοιάζουν να έχουν ως στόχο «τον τετραγωνισμό του κύκλου».

Σε αυτό το φόντο, οι αρμόδιοι υπουργοί που συνεδριάζουν σήμερα στο Λουξεμβούργο επιδιώκουν περίπου ένα… θαύμα. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις των εταίρων συμφωνούν επί της αρχής πως πρωταρχικός στόχος πρέπει να είναι το «σφράγισμα» των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων και η δημιουργία μιας «Ευρώπης – φρουρίου». Οσο για την επισήμανση αρκετών ότι η ΕΕ έχει αποδείξει επανειλημμένως ότι είναι ικανή να φτάνει σε λύσεις που επιτρέπουν σε όλους να ισχυρίζονται πως «κέρδισαν», στο συγκεκριμένο ζήτημα αυτό έχει αποδειχθεί ανέφικτο, τουλάχιστον μέχρι στιγμής.

Αντίτιμο σε χρήμα ή σε… είδος

Σύμφωνα με την ισπανική «El Pais», πάντως, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι έχουν επινοήσει ένα σχέδιο που ελπίζουν ότι θα κάμψει τις αντιδράσεις, θα γεφυρώσει τις αντιθέσεις και θα φέρει ένα κοινά αποδεκτό αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, η επίτροπος η οποία χειρίζεται το ζήτημα, η Ιλβα Γιόχανσον, και η Σουηδία που ασκεί την εξάμηνη περιοδική προεδρία της ΕΕ ως την 30ή Ιουνίου, οπότε αναλαμβάνει η Ισπανία, προτείνουν την αποκαλούμενη «ευέλικτη αλληλεγγύη», που προβλέπει εναλλακτικούς τρόπους για να συνεισφέρουν οι «27» στην αντιμετώπιση του προβλήματος.

Οπως αναφέρει η «El Pais», πέρα από ορισμένες κινήσεις καλής θέλησης προς τις χώρες πρώτης υποδοχής (Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα και Μάλτα), όπως η μείωση του χρόνου ευθύνης τους από τα 2½ στα 2 χρόνια, το «κλειδί» βρίσκεται στο εξής σημείο: όσα κράτη – μέλη δεν δέχονται να φιλοξενήσουν τον αριθμό που προβλέπουν οι ποσοστώσεις των μετεγκαταστάσεων θα υποχρεούνται να συνδράμουν με δύο τρόπους: είτε με χρηματική αποζημίωση – οι πληροφορίες κάνουν λόγο για ένα ποσό της τάξης των 10.000-22.000 ευρώ – για κάθε πρόσφυγα και μετανάστη που θα απορρίπτουν είτε με προσφορά υλικοτεχνικής υποδομής «αντίστοιχης αξίας» προς τους εταίρους που αντιμετωπίζουν την πιο πιεστική κατάσταση.

Ο αριθμός των ανθρώπων που θα καλούνται να φιλοξενήσουν τα κράτη – μέλη θα υπολογίζεται με βάση έναν αλγόριθμο που θα λαμβάνει υπόψη το ΑΕΠ, τον πληθυσμό και άλλα στοιχεία. Γι’ αυτό η Κομισιόν, σε συνεργασία με τις εθνικές κυβερνήσεις και τις ειδικές υπηρεσίες, θα προετοιμάζει μια ετήσια έκθεση στην οποία θα αποτιμά την κατάσταση και θα αναθεωρεί τα δεδομένα. Ταυτόχρονα, θα ορίζονται με ενιαία κριτήρια οι αποκαλούμενες «ασφαλείς χώρες», κάτι που αναμένεται ότι θα διευκολύνει και θα επιταχύνει τις διαδικασίες αποδοχής ή απόρριψης των αιτήσεων για άσυλο.

Οι αντιδράσεις και το σκληρό μπλοκ

 

«Δεν μπορείς να απαιτείς από ορισμένες χώρες να συμμετέχουν στη διαδικασία μετεγκατάστασης, την ίδια στιγμή που άλλες δεν κάνουν απολύτως τίποτα», δήλωσε την Τρίτη η Γιόχανσον, επιχειρώντας να απαντήσει στις έντονες επικρίσεις που έχουν διατυπωθεί εξαρχής απέναντι στο νέο σχέδιο. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι οι σχετικές αποφάσεις λαμβάνονται με ενισχυμένη πλειοψηφία, κάτι που σημαίνει πως δεν αποτελεί προϋπόθεση η στήριξη της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Αυστρίας και ορισμένων άλλων χωρών.

Παρ’ όλα αυτά, αρκεί να διαφωνήσει μία από τις μεγάλες χώρες της ΕΕ για να αλλάξουν άρδην οι συσχετισμοί και να ναυαγήσει και αυτή η προσπάθεια. Η αλήθεια δε είναι ότι η στάση της Ιταλίας και της Τζόρτζια Μελόνι κάνει πολλούς να ανησυχούν, καθώς η Ρώμη θέτει όρους και ζητά ανταλλάγματα – ενώ την ίδια στιγμή προβληματισμό προκαλούν και τα μηνύματα από τη Γερμανία, όπου η επέλαση της Ακροδεξιάς και η οικονομική ύφεση περιπλέκουν περαιτέρω τα πράγματα…

Σε κάθε περίπτωση, η σημερινή συνεδρίαση θεωρείται κρίσιμη, ενώ πρόθεση της Κομισιόν είναι το θέμα να μην παραπεμφθεί στη σύνοδο κορυφής του Ιουνίου. Το σίγουρο δε είναι πως έρχεται σε μία στιγμή που το πρόβλημα διογκώνεται εκ νέου, όπως δείχνουν οι περίπου 330.000 παράτυπες αφίξεις στην ΕΕ το 2022, που είναι ο μεγαλύτερος αριθμός μετά το 2016 – και καθώς, φυσικά, μπαίνει η καλοκαιρινή περίοδος που παραδοσιακά ευνοεί τις «ροές» λόγω των καλύτερων καιρικών συνθηκών που επικρατούν.

Θα μπορούσε, φυσικά, να ισχυριστεί κανείς ότι λόγο σε όλη αυτή τη διαδικασία θα έπρεπε να έχουν και οι ίδιοι οι πρόσφυγες και μετανάστες. Αλλά αυτούς ποιος τους λογαριάζει;