Λίγο μετά την ήττα του στις αυτοδιοικητικές εκλογές, την περασμένη Κυριακή, η οποία τον ανάγκασε να ανακοινώσει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες για τις 23 Ιουλίου, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Ισπανίας έθεσε ένα ερώτημα για τους συμπατριώτες του.

Ενα ερώτημα το οποίο ο ίδιος θεωρεί καίριο και, προφανώς, θα επιχειρήσει να ανάγει σε δίλημμα αυτής της κρίσιμης αναμέτρησης: «Θέλουν έναν πρωθυπουργό που να στέκεται στο πλευρό του Μπάιντεν ή του Τραμπ, του Λούλα ή του Μπολσονάρο;».

Δυστυχώς για τον Πέδρο Σάντσεθ, όμως, ούτε ο «μπαμπούλας» της Δεξιάς ούτε η επέλαση της Ακροδεξιάς δεν δείχνουν να τρομάζουν τους Ευρωπαίους όσο στο παρελθόν. Αυτό, τουλάχιστον, δείχνουν όλες οι εκλογικές αναμετρήσεις που έχουν διεξαχθεί από τα μέσα του 2022 μέχρι σήμερα – στη Γαλλία και την Ιταλία, στις σκανδιναβικές χώρες, στην Ουγγαρία και την Πολωνία, στη Βουλγαρία και, φυσικά, την Ελλάδα.

Γιατί, λοιπόν, να συμβεί κάτι άλλο με τους Ισπανούς, οδηγώντας τους να ξαναψηφίσουν Σάντσεθ και PSOE, αντί του Λαϊκού Κόμματος και του ακροδεξιού Vox, στο οποίο έχουν βρει το νέο τους σπίτι οι νοσταλγοί του δικτάτορα Φράνκο;

Το παραπάνω ερώτημα, που είναι διαφορετικό από αυτό του Σάντσεθ, αφορά πολύ περισσότερους από τους Ισπανούς. Αφορά, πρακτικά, όλους τους Ευρωπαίους, καθώς ο πολιτικός χάρτης της Γηραιάς Ηπείρου δείχνει να βάφεται ταχύτατα στα χρώματα της Δεξιάς, με ολοένα πιο πολλά μαύρα στίγματα.

Οπως, άλλωστε, σημειώνει στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυσή του στην ιταλική «La Repubblica» ο Αντρέα Μπονάνι, «όλες οι προβλέψεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στις επόμενες εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο, που θα διεξαχθούν σε ένα χρόνο από σήμερα, το ΕΛΚ θα επιβεβαιώσει τη θέση του ως η ηγεμονική δύναμη στην ΕΕ».

Ο ίδιος, ωστόσο, σπεύδει να θέσει ένα ακόμη ερώτημα, που βάζει το «μαχαίρι» πιο βαθιά και μας υποχρεώνει να σκεφτούμε πέρα από τα τρέχοντα: «Εχουμε να κάνουμε με μια κανονική πολιτική στροφή, στο πλαίσιο της φυσικής μετακίνησης της κοινής γνώμης στις δημοκρατίες ή πρόκειται για ένα νέο φαινόμενο, το οποίο μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες και δομικές συνέπειες;».

Τα τρία… κρατούμενα. Αναμφίβολα, η απάντηση δεν είναι εύκολη ούτε μπορεί να δοθεί ελαφρά τη καρδία. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι ούτε πολύ δύσκολη ούτε, πολύ περισσότερο, αδύνατη, καθώς οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη είναι πλούσιες και πυκνές.

Πρώτο κρατούμενο:

Η εκλογική ενίσχυση των κομμάτων της παραδοσιακής Δεξιάς φαίνεται πως ήρθε για να μείνει. Ενδεχομένως και για καιρό, καθώς απέναντί του έχει μια σοσιαλδημοκρατία η οποία βρίσκεται σε εμφανή αδυναμία να αρθρώσει ένα ουσιαστικά εναλλακτικό σχέδιο διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα να περιορίζεται στα επιμέρους και να ταυτίζεται με τους πάλαι ποτέ πολιτικούς της αντιπάλους στα περισσότερα. Δεν είναι τυχαίο ότι η ανάλυση της «La Repubblica» εκτιμά ότι πλέον «έχει καταρρεύσει το μοντέλο εναλλαγής» ανάμεσα σε αυτούς τους δύο χώρους.

Δεύτερο κρατούμενο:

Τόσο η παραδοσιακή Αριστερά που επιμένει να συντηρεί τις αναφορές σε ένα παρελθόν με το οποίο δεν έχει σχέση όσο και εκείνα τα αριστερής αναφοράς σχήματα που προέκυψαν από την «έκρηξη» της κρίσης χρέους και των μνημονίων βρίσκονται σε μια βαθιά κρίση ταυτότητας, μην μπορώντας – και τολμώντας – να αρθρώσουν ένα ριζικά διαφορετικό αφήγημα.

Τρίτο κρατούμενο:

Με βάση αυτά και στο φόντο των αλλεπάλληλων κρίσεων και του μοντέλου «Ευρώπη-φρούριο», όλο το σκηνικό μετατοπίζεται προς τα δεξιά, ευνοώντας τους εκφραστές της Ακροδεξιάς, που όχι απλώς νομιμοποιούνται ως κόμματα εξουσίας, αλλά βλέπουν τις ιδέες και τις θέσεις τους να «μπολιάζουν» και το αποκαλούμενο «δημοκρατικό τόξο». Καταφέρνοντας, εκτός των άλλων, να καπηλεύονται και ορισμένα από τα συνθήματα της Αριστεράς.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, κανείς από τους νυν πρωταγωνιστές και κομπάρσους δεν μπορεί να… κοιμάται ήσυχος. Ολοένα περισσότεροι προβλέπουν, εξάλλου, ότι τα χρόνια που έρχονται θα είναι ταραγμένα. Κάτι που σημαίνει πως το σημερινό σκηνικό ίσως αλλάξει πολύ γρήγορα. Προς ποια κατεύθυνση, όμως;