Τυπικά, η περίοδος ξεκίνησε το βράδυ της 26ης Μαΐου του 2012. Τότε, το άλλοτε κραταιό Κίνημα έχασε 30,74% της δύναμης του και 119 έδρες, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ αύξησε τη δική του κατά 12,18% και 39 έδρες. Το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή, απώλεσε τη θέση του στον δικομματισμό κι ένα μικρό ριζοσπαστικό κόμμα την κατέλαβε. Φέτος, η Αριστερά που κατόρθωσε να γίνει κυβερνώσα είδε τη διαφορά της με τη ΝΔ να φτάνει τις 20 μονάδες και την απόσταση που τη χωρίζει από το τρίτο κόμμα να μειώνεται στο 8,6%. Το αποτέλεσμα της προηγούμενης Κυριακής σηματοδοτεί για κάποιους πολιτικούς αναλυτές το τέλος μιας εποχής όπου η μοναδική βεβαιότητα ήταν οι διαρκείς μεταβολές του πολιτικού σκηνικού. Αν έχουν δίκιο, αξίζει να επιχειρήσει κανείς μια αναδρομή στις αλλαγές στα ειωθότα που παρατηρήθηκαν την τελευταία ενδεκαετία. Γιατί πίσω από τα ποσοστά που τις αποτυπώνουν, ενδέχεται να διαφαίνεται η έναρξη ενός τρίτου κύκλου της Μεταπολίτευσης.

Το μπιγκ μανγκ

Εμπειρος δημοσκόπος θυμάται μέχρι σήμερα πως τα νούμερα στα γκάλοπ πριν από τις πρώτες κάλπες του 2012 και καθ’ όλη τη διάρκεια του 2013 «προκαλούσαν ζαλάδα από τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων». Η φυγή της πράσινης εκλογικής βάσης προς την Κουμουνδούρου ήταν το πιο δυνατό ρεύμα. Ωστόσο, και τα ποσοστά των υπολοίπων κομμάτων ανεβοκατέβαιναν διαρκώς. Εξάλλου, η πρώτη στην αναμέτρηση του Μαΐου ΝΔ πήρε το χαμηλότερο της ιστορίας της, 18,85%. Αυτές οι εκλογές περιγράφονται από τους εκλογολόγους ως το Μπιγκ Μπανγκ του ελληνικού δικομματισμού, μια κι η επίδοσή του βρέθηκε στο ναδίρ.

Τα δύο μεγαλύτερα κόμματα – ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ – είχαν αθροιστικά συγκεντρώσει το 35,63% των ψήφων. Σε εκείνες που ακολούθησαν τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς έφτασαν το 56,55%. Το 2015 έγραψαν μαζί 64,15% τον Ιανουάριο και 63,55% τον Σεπτέμβριο. Τον Ιούλιο του 2019 ανέβηκαν στο 71,38%, ενώ την περασμένη Κυριακή ξανάπεσαν στο 60,86%. Ακόμη κι όταν φάνηκε να ανακάμπτει ο δικομματισμός, πριν από μία τετραετία, το σκορ ήταν κατά πολύ χαμηλότερο απ’ αυτά που έκανε στο ένδοξο παρελθόν του. Το 1996, για παράδειγμα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ είχαν πάρει 79,61%. Το ακόμη πιο μακρινό 1985 εκπροσωπούσαν το 86,67% του εκλογικού σώματος.

Γι’ αυτό επαγγελματίες των μετρήσεων και πολιτικοί αναλυτές μίλησαν αρχικά για καχεκτικό δικομματισμό κι αργότερα για δικομματισμό του ενάμισι κόμματος. Ο πρώτος όρος περιγράφει τη σημαντική απώλεια ισχύος των δύο μεγαλύτερων κομμάτων από τα μνημονιακά χρόνια μέχρι σήμερα, ενώ ο δεύτερος χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει τους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ τους από το 2019 κι έπειτα. Το πολιτικό σύστημα, δηλαδή, στο οποίο υπάρχει κυριαρχεί ένα πρώτο κόμμα χωρίς το δεύτερο να λογίζεται ως αξιόπιστη κυβερνητική εναλλακτική.

Στροφή στα μικρά κόμματα

Τα τελευταία έντεκα χρόνια αυξήθηκαν κι οι ψηφοφόροι που εγκατέλειψαν τις λεγόμενες συστημικές – ή αν προτιμάτε κοινοβουλευτικές – δυνάμεις, στρεφόμενοι σε επιλογές από τον κουβά των λοιπών κομμάτων. Τον Μάιο του 2012 το ποσοστό που έλαβαν όλα τα κόμματα τα οποία έμειναν εκτός Βουλής άγγιξε το 19,02% – ήταν το υψηλότερο ολόκληρης της μεταπολιτευτικής ιστορίας και φυσικά μαρτυρά το κύμα της αγανάκτησης που είχε αρχίσει να φουσκώνει. Το δεύτερο μεγαλύτερο ρεκόρ τους το έκαναν φέτος, λαμβάνοντας 16% των ψήφων. Από τις εκλογές του 2009 και πίσω δεν ξεπερνούσαν ποτέ το 5%. Το 2019 βρέθηκαν στο 8,07%, τον Σεπτέμβριο του 2015 στο 6,40%, τον Ιανουάριο του 2015 στο 8,62% και τον Ιούνιο του 2012 στο 5,98%

Οι αισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι η ελεύθερη πτώση των συριζαϊκών ποσοστών την 21η Μαΐου σφραγίζει το τέλος της περιόδου που ξεκίνησε 11 χρόνια νωρίτερα επειδή «ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος στην πραγματικότητα καταψηφίστηκε, ήταν το τελευταίο των κομμάτων που αναπτύχθηκαν όταν η κοινωνία ήταν πράγματι αγανακτισμένη». Σύμφωνα μ’ αυτή την ανάγνωση, «τον μαύρισαν ως αντιπολίτευση γιατί η ρητορική και το ύφος του δεν αντιστοιχούν στη νέα εποχή η οποία τώρα διαμορφώνεται».

Ενα νέο κομματικό σύστημα

Για έναν συστηματικό μελετητή των δημοσκοπικών διαθέσεων και των εκλογικών συμπεριφορών, «ίσως μπαίνουμε πια καθαρά σε μια τρίτη φάση της Μεταπολίτευσης. Κλείνει ο μνημονιακός κύκλος, μια κι αποδυναμώνεται το κομματικό σύστημα που μεσουράνησε από το 2012 ως το 2019 και φαίνεται να υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να δημιουργηθεί ένα νέο». Κατά την άποψή του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποπειράται ήδη να αλλάξει το κόμμα του, ο Αλέξης Τσίπρας οφείλει να το προσπαθήσει μετά τη συντριβή κι ο Νίκος Ανδρουλάκης πρέπει να επανεφεύρει το ΠΑΣΟΚ, εφόσον θέλει εκείνο να επιστρέψει ως κορμός του δεύτερου πόλου – γιατί η επίκληση των ωραίων πασοκικών χρόνων «έχει ταβάνι σαν στρατηγική».

Η ίδια πηγή πιστεύει ότι «το αίτημα για επιστροφή στην κανονικότητα, που διατυπώθηκε στις εκλογές του 2019, καθαρογράφθηκε το 2023. Το έδειξε η λαϊκή ετυμηγορία». «Φυσικά», προσθέτει, «στις 25 Ιουνίου θα φανεί κατά πόσο διαβάζουμε σωστά τα σημάδια». Η αλήθεια είναι πως μπορείς πάντα να προβλέψεις τα γεγονότα αφού έχουν γίνει. Κι εδώ έχουν γίνει τα μισά.