«Η Γαλλία είναι οργισμένη»: το πανό που κρατούσε στα χέρια του χθες ένας διαδηλωτής στο Παρίσι αποτύπωνε το λαϊκό αίσθημα σε ολόκληρη τη χώρα. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι (740.000 σύμφωνα με τις Αρχές, περισσότεροι από δύο εκατομμύρια σύμφωνα με τους διοργανωτές) συμμετείχαν στον νέο, δέκατο κατά σειρά γύρο απεργιών και κινητοποιήσεων κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης που πέρασε η κυβέρνηση του Εμανουέλ Μακρόν προσφεύγοντας στο άρθρο 49:3 του Συντάγματος, ώστε να παρακάμψει την Εθνοσυνέλευση.

Η συμμετοχή ήταν βέβαια μικρότερη σε σύγκριση με την περασμένη Πέμπτη, όπως λιγότερα ήταν και τα έκτροπα, όμως δεν έλειψαν ούτε χθες τα επεισόδια από το Παρίσι, τη Νάντη, τη Ρεν, το Μπορντό, την Τουλούζη, τη Λυών…

Σε τέλμα

Οι δύο πλευρές μοιάζει να έχουν περιέλθει σε τέλμα: η κυβέρνηση απέρριψε χθες την πρόταση του Λοράν Μπερζέ, επικεφαλής του μετριοπαθούς συνδικάτου CFDT, να παγώσει για τουλάχιστον έναν μήνα τη διαδικασία εφαρμογής του νέου συνταξιοδοτικού συστήματος ώστε να ξεκινήσει μία διαδικασία «διαμεσολάβησης ή συμφιλίωσης», με τη συνδρομή «μιας, δύο, τριών» προσωπικοτήτων που θα συμφωνηθούν κοινή συναινέσει.

«Δεν χρειαζόμαστε διαμεσολαβητές για να μιλήσουμε», απάντησε ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης, Ολιβιέ Βεράν, επαναλαμβάνοντας την κυβερνητική θέση: «Ο νόμος για τη συνταξιοδότηση είναι πλέον πίσω μας», συζήτηση μπορεί να γίνει μόνο επί των «όρων εφαρμογής του».

Σε αυτό το πλαίσιο, πολλοί πιστεύουν πως τη μόνη διέξοδο από την κοινωνική και πολιτική κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η Γαλλία, μπορούν να τη δώσουν οι επονομαζόμενοι «Σοφοί της Ρεπουμπλίκ», τα εννέα μέλη του Συνταγματικού Συμβουλίου – ανάμεσά τους δύο βετεράνοι (κεντροδεξιοί) γάλλοι πολιτικοί που ονειρεύτηκαν να γίνουν πρόεδροι της Δημοκρατίας, ο Λοράν Φαμπιούς, που είναι και πρόεδρος του Σώματος, καθώς και ο Αλέν Ζιπέ.

Το Συνταγματικό Συμβούλιο έχει διορία ενός μηνός, μέχρι τις 21 Απριλίου, να αποφανθεί αν ο νόμος που θα αυξήσει σταδιακά, έως το 2030, την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα του 1958: προσέφυγαν σε αυτό, στις 21 Μαρτίου, τόσο η συμμαχία της Αριστεράς, η Nupes, και η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση, το κόμμα της Μαρίν Λεπέν, όσο και η ίδια η γαλλίδα πρωθυπουργός, η Ελιζαμπέτ Μπορν.

Η βασική ένσταση που εγείρει η αντιπολίτευση είναι πως η κυβέρνηση επέλεξε να εντάξει τη μεταρρύθμιση σε ένα διορθωτικό νομοσχέδιο για τον προϋπολογισμό του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, αντί να την καταθέσει στην Εθνοσυνέλευση ως ξεχωριστό νομοσχέδιο – ένα «νομοθετικό τέχνασμα που παραβιάζει το Σύνταγμα». Το Συνταγματικό Συμβούλιο θα μπορούσε να απορρίψει συλλήβδην τη μεταρρύθμιση, δικαιώνοντας το 57% των Γάλλων που θεωρούν ότι δεν πρέπει να εφαρμοστεί. Θα μπορούσε επίσης να απορρίψει απλώς κάποια άρθρα της.

Το αίτημα για δημοψήφισμα

Μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα, ωστόσο, έως τις 21 Απριλίου, καλούνται να αποφανθούν οι «Σοφοί της Ρεπουμπλίκ» και επί του αιτήματος για διοργάνωση ενός «δημοψηφίσματος με κοινή πρωτοβουλία» που κατέθεσαν συνολικά 252 βουλευτές και γερουσιαστές, πρωτίστως της Αριστεράς.

Ο πρώτος όρος πληρούται: πρέπει να το ζητήσει τουλάχιστον το ένα πέμπτο των γάλλων βουλευτών (που είναι 577 συνολικά) και γερουσιαστών (348). Σύμφωνα με τη γαλλική νομοθεσία, βέβαια, δεν μπορεί να διοργανωθεί δημοψήφισμα γύρω από μία νομοθετική διάταξη που έχει τεθεί σε ισχύ «εδώ και λιγότερο από έναν χρόνο».

Κατά το παρελθόν, όμως, ο σκόπελος αυτός ξεπεράστηκε με το επιχείρημα ότι ο νόμος δεν είχε ακόμα τεθεί σε ισχύ τη στιγμή της προσφυγής στο Συνταγματικό Συμβούλιο. Εφόσον το τελευταίο κρίνει αποδεκτό το αίτημα για δημοψήφισμα, ξεκινάει μία διαδικασία συλλογής υπογραφών πολιτών, διάρκειας εννέα μηνών, από το υπουργείο Εσωτερικών, υπό τον έλεγχο του Συνταγματικού Συμβουλίου: απαιτούνται τουλάχιστον 4,9 εκατομμύρια υπογραφές, το ένα δέκατο των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους.

Ποτέ άλλοτε δεν έχει ευοδωθεί μία τέτοια διαδικασία. Οι εννέα μήνες που θα διαρκούσε η συλλογή υπογραφών, ωστόσο, θα επέτρεπαν να «τεθεί σε παύση», όπως ακριβώς ζητούν τα συνδικάτα, η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και να καλμάρει μία κατάσταση που κινδυνεύει να γίνει ανεξέλεγκτη. Γιατί η απογοήτευση του κόσμου για τη μεταρρύθμιση έχει πάρει πια τη μορφή ενός ευρύτερου «αντι-μακρονικού» αισθήματος – με μεγαλύτερη ωφελημένη, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, την Ακροδεξιά.