Στην πρώτη δημόσια τοποθέτησή του μετά την παραίτησή του από τη θέση του υπουργού Μεταφορών, ύστερα από το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη που στοίχισε τη ζωή σε 57 άτομα, προχώρησε ο Κώστας Καραμανλής.

Από το βήμα της Βουλής και συγκεκριμένα της επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ο Κώστας Καραμανλής επεσήμανε ότι «παραιτήθηκα γιατί στον τομέα της πολιτικής μου εποπτείας συνέβη μια ανείπωτη τραγωδία, γιατί σέβομαι τον ανθρώπινο πόνο. Ούτε είχα, ούτε έχω εξάρτηση από κυβερνητική θέση. Παραιτήθηκα κόντρα στην πολιτική πεπατημένη που θέλει να ζητούνται παραιτήσεις υφισταμένων. Δεν το ακολούθησα. Παραιτήθηκα από τον τόπο της τραγωδίας.

Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης θα μείνει, όμως, κενό γράμμα χωρίς έρευνα για τις πραγματικές ευθύνες και την αντιμετώπιση των σφαλμάτων ώστε να μην ξαναγίνουν τέτοιες τραγωδίες. Είναι χρέος μας να φωτιστεί η αλήθεια και σε αυτό το ιερό χρέος θέλω να συμβάλω σήμερα εδώ και στον δημόσιο διάλογο».

Ο πρώην υπουργός υποστήριξε στην Επιτροπή ότι ο δημόσιος διάλογος έχει κατακλυστεί από ψέματα σε σχέση με το δυστύχημα αναφορικά με την ασφάλεια του σιδηροδρομικού δικτύου και έδωσε τις δικές του απαντήσεις για τα ζητήματα που έχουν ανακύψει.

Δείτε live τη συζήτηση στη Βουλή

Η σύμβαση 717

Αρχικά σε σχέση με την περιβόητη σύμβαση 717 του 2014, σημείωσε ότι πρόκειται για μία σύμβαση που εάν είχε ολοκληρωθεί η λειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου θα ήταν ασφαλέστερη. Ωστόσο αντεπιτέθηκε σε όσα είπε προηγουμένως ο Χρήστος Σπίρτζης σχετικά με την ολοκλήρωση του έργου.

Συγκεκριμένα ο κ. Καραμανλής είπε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ παρέλαβε το έργο βαλτωμένο και το προχώρησε από το 18% στο 70%, τονίζοντας ότι δεν ισχύει αυτό που είπε ο κ. Σπίρτζης περί ολοκλήρωσης του έργου στο 60% επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ.

«Η προηγούμενη κυβέρνηση παρέδωσε λειτουργικά μόνο το 18% της σύμβασης. Από το 2017 έως το 2019 δεν έγινε καμία εργασία», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ως πρόβλημα για τη μη ολοκλήρωση των συμβάσεων ο κ. Καραμανλής ανέφερε τον κατακερματισμό και το σπάσιμο των εργολαβιών, κάτι για το οποίο όπως είπε η ΝΔ νομοθέτησε σχετικά ώστε να επιλυθεί.

Ο κ. Καραμανλής υποστήριξε ότι το σύστημα τηλεδιοίκησης προχώρησε σε αρκετούς σταθμούς τα τελευταία χρόνια, μεταξύ των οποίων και της Λάρισας που παραδόθηκε τον Νοέμβριο του 2022.

Προς επίρρωση των ισχυρισμών του ο κ. Καραμανλής επικαλέστηκε έγγραφο του ΟΣΕ που αναφέρει ότι οι σταθμάρχες οφείλουν να χαράσσουν την πορεία των τρένων ηλεκτρονικά στον πίνακα.

Όπως είπε υπάρχουν δημοσιεύματα που έχουν πάρει έκταση και αναφέρουν αναλήθειες και ανακρίβειες και προσπάθησε να απαντήσει.

«Η τηλεδιοίκηση υπήρχε και λειτουργούσε»

Ένα από αυτά όπως είπε είναι ότι δεν υπήρχε σύστημα τηλεδιοίκησης στη Λάρισα. «Υπήρχε και ήταν σε λειτουργία μέχρι μία ώρα πριν το δυστύχημα», είπε και πρόσθεσε: « Σύμφωνα με το ανακριτικό υλικό που έχει δει το φως της δημοσιότητας από το μαύρο κουτί φαίνεται ότι λειτουργούσε το σύστημα. Επομένως ο σταθμάρχης μπορούσε να χαράξει ηλεκτρονικά την πορεία των τρένων. Μπορούσε επίσης να βλέπει επί 12 λεπτά το τρένο, καθώς λειτουργούσε το σύστημα αλλά δεν το έκανε».

Όπως υποστήριξε ο κ. Καραμανλής εφόσον ο σταθμάρχης επέλεξε να μην χρησιμοποιήσει το σύστημα τηλεδιοίκησης αλλά να λειτουργήσει χειροκίνητα, και άρα έδωσε την εντολή στον μηχανοδηγό να αγνοήσει το κόκκινο, κανένα άλλο σύστημα ασφαλείας (ΕΤCS ή σηματοδότηση) δεν θα μπορούσε να σώσει την κατάσταση, αν και θα υπήρχαν περισσότερες δυνατότητες να αποτραπεί το δυστύχημα, κάτι που ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα.

Το επόμενο που δεν ισχύει, είπε ο κ. Καραμανλής, είναι ότι υπήρξε ποτέ στην Καρόλου πύργος ελέγχου. Όπως τόνισε δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο σύστημα αλλά περισσότερο λειτουργούσε ως κέντρο τηλεφωνικής εποπτείας.

Σε σχέση με το εάν υπήρχαν δύο σταθμάρχες μέχρι το 2019 και μετά μόνο ένας, ο πρώην υπουργός σημείωσε ότι υπάρχουν έγγραφα που δείχνουν ότι σε διάφορους σταθμούς υπήρχε μόνο ένας σταθμάρχης μέχρι το 2019, ενώ τώρα στην τραγωδία στα Τέμπη κανονικά ήταν τρεις σταθμάρχες αλλά οι δύο είχαν αποχωρήσει.

Για την ανυπαρξία δικλείδων ασφαλείας, ο κ. Καραμανλής σημείωσε ότι αυτές υπήρχαν αλλά δεν χρησιμοποιήθηκαν. Ως δικλείδες ασφαλείας ανέφερε την τηλεδιοίκηση στη Λάρισα, τους δύο σταθμάρχες που έπρεπε να είναι στη θέση τους αλλά δεν ήταν, το πρωτόκολλο βάσει του οποίου πρέπει να γίνονται οι αναγγελίες, το γεγονός ότι ο σταθμάρχης είχε τη δυνατότητα να βλέπει το τρένο επί 12 λεπτά.

Τέλος υποστήριξε ότι επί ΝΔ και η χρηματοδότηση και οι προσλήψεις προσωπικού είχαν επανεκκινήσει.