Πρωταθλήτρια στην υπερβολική επιβάρυνση του κόστους στέγασης των νοικοκυριών σε σχέση με το εισόδημά τους αναδεικνύεται η Ελλάδα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat.

Ως ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ορίζεται το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριά που δαπανούν ποσοστό μεγαλύτερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση.

Ακίνητα: 9+1 κινήσεις για αλλαγές και διορθώσεις στο Ε9

Ο συγκεκριμένος δείκτης διαμορφώθηκε το 2021 στο 10,4% του πληθυσμού της ΕΕ στις πόλεις, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις αγροτικές περιοχές ήταν 6,2%.

Τα μεγαλύτερα ποσοστά, μακράν υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα, όπου το 32,4% των νοικοκυριών στις αστικές περιοχές ήταν αναγκασμένο να πληρώνει περισσότερο από το 40% του εισοδήματός του για κόστος στέγασης, στη Δανία (21,9%) και στην Ολλανδία (15,3%).

Στον αντίποδα, οι πόλεις της Λιθουανίας, της Μάλτας και της Ουγγαρίας κατέγραψαν τα χαμηλότερα ποσοστά (1,6%, 2,9% και 3,1% αντίστοιχα).

Αγροτικές περιοχές

Και στις αγροτικές περιοχές η Ελλάδα κατέχει αρνητική πρωτιά. Έναντι του μέσου όρου 6,2% του πληθυσμού που επιβαρύνεται υπερβολικά με το κόστος στέγασης, το αντίστοιχο ποσοστό για τις αγροτικές περιοχές της χώρας μας ανήλθε το 2021 σε 22,0%. Ακολούθησε η Βουλγαρία (13,3%) και η Ρουμανία (10,8%).

Τα χαμηλότερα ποσοστά υπερφόρτωσης κόστους στέγασης σε αγροτικές περιοχές καταγράφηκαν στην Κύπρο (1,3%), στην Ιρλανδία (1,6%) και στην Ουγγαρία (2,2%).

Το 2021, η υπερφόρτωση του κόστους στέγασης ήταν υψηλότερη στις πόλεις από ό, τι στις αγροτικές περιοχές σε όλες τις χώρες της ΕΕ εκτός από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Κροατία, τη Λιθουανία και τη Λετονία.

Τι ποσοστό του εισοδήματος «τρώει» η στέγαση

Από τη σκοπιά του πόσο προσιτό είναι το κόστος στέγασης σε σχέση με το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα, κατά μέσο όρο στην ΕΕ το 2021, το 18,9% του διαθέσιμου εισοδήματος διατέθηκε σε αυτό. Τα ποσοστά διέφεραν μεταξύ των κρατών μελών, με τα υψηλότερα ποσοστά και πάλι στην Ελλάδα (34,2%), στη Δανία (26,3%) και στις Κάτω Χώρες (23,9%).