Η Ελλάδα δεν είναι η ακριβότερη χώρα της Ευρώπης. Αυτό είναι μια πραγματικότητα, ανεξάρτητα από τις σημαντικές αυξήσεις τιμών με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωποι τους τελευταίους μήνες οι έλληνες καταναλωτές.

Φτάνει όμως αυτό για να μπορούν οι Έλληνες να ανταπεξέλθουν στην προσπάθειά τους να καλύψουν βασικές καθημερινές ανάγκες; Η απάντηση είναι αρνητική διότι με μια απλή σύγκριση μπορεί κανείς να πει ότι σε άλλες χώρες οι καταναλωτές μπορεί να πληρώνουν περισσότερα χρήματα για να αγοράσουν τα ίδια ακριβώς προϊόντα και υπηρεσίες, ωστόσο δαπανούν σημαντικά χαμηλότερο μέρος του εισοδήματός τους.

Μισθοί: Σε «μέγγενη» ακρίβειας οι χαμηλόμισθοι

Η σύγκριση αυτή κάνει κατανοητό ότι ανάμεσα στα κύματα των συνεχών ανατιμήσεων εκείνο που πνίγει ακόμα περισσότερο τα ελληνικά νοικοκυριά – εκτός από τα αυξημένα κόστη που προκύπτουν από αυτές – είναι και η σχέση των τιμών με τους χαμηλούς μισθούς στην Ελλάδα. Αν κάποιος εξετάσει την αναλογία κόστους αγοράς των αγαθών με τα εισοδήματα θα δει ότι οι Έλληνες καλούνται να δαπανήσουν μεγαλύτερο ποσοστό των εισοδημάτων τους σε σύγκριση ακόμα και με χώρες με αρκετά υψηλότερες τιμές.

ΟΙ 7 ΧΩΡΕΣ

Σε ένα υποθετικό σενάριο, λοιπόν, έχουμε οκτώ καταναλωτές σε αντίστοιχες χώρες της Ευρώπης: Ελλάδα, Κύπρο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ρουμανία. Και οι οκτώ αμείβονται με τον μέσο μισθό στη χώρα τους και θέλουν να εξυπηρετήσουν τις ίδιες ανάγκες αγοράζοντας τα ίδια είδη και υπηρεσίες. Ο μέσος μισθός υπολογίζεται μετά τους φόρους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Numbeo για τιμές αγαθών και υπηρεσιών και εισοδήματα σε διάφορες χώρες που επεξεργάστηκαν «ΤΑ ΝΕΑ», προκύπτει ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις χώρες. Η έρευνα λαμβάνει υπόψη της 24 προϊόντα και υπηρεσίες, ανάμεσά τους είδη παντοπωλείου (π.χ. γάλα, ψωμί), κόστος μεταφορών (εισιτήρια, καύσιμα), κόστος ψυχαγωγίας και ευεξίας (εστιατόρια, κινηματογράφος, έξοδα για άθληση) καθώς και πάγιες δαπάνες για θέρμανση, ύδρευση, τηλεφωνία, ηλεκτρική ενέργεια, χωρίς να περιλαμβάνεται το κόστος στέγασης. Από την ανάγνωση των στοιχείων φαίνεται ότι το καλάθι για τον Ελληνα είναι μάλλον βαρύτερο αφού για την αγορά αυτών των 24 προϊόντων και υπηρεσιών δαπανά σχεδόν το μισό καθαρό μηναίο εισόδημά του, χωρίς μάλιστα η Ελλάδα να εμφανίζει τις υψηλότερες τιμές σε όλες τις κατηγορίες ειδών στις εξεταζόμενες χώρες. Το στοιχείο αυτό κάνει ορατή τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά νοικοκυριά εξαιτίας ενός μείγματος που από τη μια περιλαμβάνει υψηλές τιμές και από την άλλη χαμηλά εισοδήματα.

Ετσι, Ελληνας με εισόδημα 812,61 ευρώ για να αγοράσει τα 24 συγκεκριμένα προϊόντα και υπηρεσίες καλείται να πληρώσει 396,87 ευρώ τον μήνα. Δηλαδή το 49% του μηναίου εισοδήματος των 812,61 ευρώ. Αντίστοιχα, ο Ισπανός δαπανά για τις ίδιες ακριβώς αγορές μόλις το 21% από τα 1.688,28 ευρώ που είναι το εισόδημά του. Ο Πορτογάλος το 31% από τα 984,89 ευρώ, ο Γερμανός και ο Γάλλος το 19% από τα 2.277,24 ευρώ και 2.730,52 ευρώ, αντίστοιχα. Ο Ρουμάνος το 36% από τα 717,19 ευρώ. Και αυτό παρά το γεγονός ότι τουλάχιστον σε τέσσερις από τις οκτώ χώρες (Κύπρος, Ιταλία, Γαλλία και Γερμανία) το κόστος του συνολικού καλαθιού κυμαίνεται από 411,52 έως 520,22 ευρώ, όταν στην Ελλάδα κοστίζει 396,87 ευρώ.

ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

Φυσικά, αν κανείς παρατηρήσει και μεμονωμένα τα προϊόντα, θα δει και εκεί σημαντικές διαφορές στις μέσες τιμές μιας σειράς ειδών. Ενδεικτικά, ενώ η μέση τιμή για ένα λίτρο γάλα στην Ελλάδα είναι 1,38 ευρώ, στην Κύπρο είναι 1,5, στην Ιταλία 1,21, στην Ισπανία 0,86, στη Γαλλία 1,04, στη Γερμανία 1,03 και στη Ρουμανία 1,29 ευρώ. Ανάλογη εικόνα και στο ρύζι, όπου η μέση τιμή στην Ελλάδα είναι 1,9 ευρώ, στη Γερμανία 2,05, στη Γαλλία 1,98, στην Ισπανία 1,20, στην Πορτογαλία 1,08 και στη Ρουμανία 1,39 ευρώ το κιλό.

Εξετάζοντας και τον Δείκτη Αγοραστικής Δύναμης της Νumbeo, φαίνεται ότι η Ελλάδα υπολείπεται σημαντικά των άλλων εξεταζόμενων χωρών. Ενδεικτικά ο Δείκτης Αγοραστικής Δύναμης ενός κατοίκου της Αθήνας είναι στο 42,4%, όταν στο Μόναχο είναι στο 101,6%, στη Μαδρίτη στο 85,7%, στο Παρίσι στο 77,9%, στο Βουκουρέστι στο 55,5%, στη Ρώμη στο 55,4% και στη Λισαβόνα στο 45,4%.