Υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσεγγίσει κανείς την αυτοβιογραφία του πρίγκιπα Χάρι, που κυκλοφόρησε επισήμως την Τρίτη σε 16 γλώσσες, ανάμεσά τους και τα ελληνικά – καθώς και τις απανωτές συνεντεύξεις που τη συνόδευσαν, συν το docuseries «Χάρι και Μέγκαν» που είχε προηγηθεί στο Netflix.

Από τον αυστηρότερο: η ατελείωτη γκρίνια ενός εγωπαθούς υπερ-προνομιούχου, που δεν έχει ιδέα από τα προβλήματα του απλού κόσμου, επιμένει να κατηγορεί τους άλλους – τον πατέρα και τη μητριά του, τον αδελφό και τη νύφη του, τον Τύπο και τις υπόγειες δοσοληψίες του με το Παλάτι – για τις προσωπικές του ανεπάρκειες, και θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να είναι σεμνότερος σε μία περίοδο που ο πληθωρισμός έχει εκτοξευτεί στα ύψη και μαίνεται ένας φονικός πόλεμος στην καρδιά της Ευρώπης.

Μέχρι τον επιεικέστερο: η ειλικρινής προσωπική κατάθεση ενός 38χρονου που έχασε με τραγικό τρόπο τη μητέρα του στα 12 του χρόνια, δεν έλαβε ποτέ την απαραίτητη βοήθεια προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτό το τραύμα, έφτασε να μισεί τόσο τους παπαράτσι και τις «νυφίτσες της Φλιτ Στριτ», που παρακαλούσε να τον στείλουν στο πεδίο της μάχης, στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, εκεί όπου αν μη τι άλλο «υπάρχουν ξεκάθαροι κανόνες εμπλοκής», και «κάποια αίσθηση τιμής», και φοβήθηκε τόσο ότι η ιστορία της μητέρας του, της Νταϊάνα, θα επαναλαμβανόταν με τη σύντροφό του, τη Μέγκαν Μαρκλ, που ξενιτεύτηκε μαζί με την οικογένειά του στην Καλιφόρνια.

Η αλήθεια, όπως συμβαίνει συνήθως, βρίσκεται κάπου στη μέση.

Ο Χάρι και η Μέγκαν δεν είναι ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα που μάχονται κατά των Μοντέγων και των Καπουλέτων. Η αγάπη δεν είναι το μόνο πράγμα που τους ενδιαφέρει: ονειρεύονται επιρροή, δύναμη και χρήματα. Και δεν καταφέρνουν να χειραφετηθούν από τη βρετανική βασιλική οικογένεια, παρά τα λεγόμενά τους, και ενδεχομένως τα όνειρά τους. Από την άλλη πλευρά, ένας μη βρετανός αναγνώστης, που δεν έχει καμία συναισθηματική / βιωματική σχέση με τη βρετανική μοναρχία, ούτε την πληρώνει από την τσέπη του, θα μπορέσει πιθανότατα να καταλάβει, διαβάζοντας τη «Ρεζέρβα», την ανάγκη του Χάρι «να εξηγήσει τα πράγματα από τη δική του σκοπιά».

Να μιλήσει για αυτό το παιδικό τραύμα που δύσκολα επουλώνεται ακόμα και στη λιγότερο δυσλειτουργική οικογένεια (πόσο μάλλον στους Ουίνδσορ…). Και να προχωρήσει πιο πέρα την ψυχοθεραπεία που κάνει πια εδώ και αρκετά χρόνια, μιλώντας ανοιχτά για τη σχέση του με τον «αγαπημένο αδελφό του, τον μεγαλύτερο αντίπαλό του», με τον καλοπροαίρετο αλλά ανεπαρκή πατέρα, την απειλητική μητριά και τους «αυλικούς» γύρω τους που ανέχθηκαν, ή και ενθάρρυναν, ή και τροφοδότησαν, όλη αυτή την ανθρωποφάγα υστερία των βρετανικών ταμπλόιντ για την αγαπημένη του Μεγκ – και τις επιθέσεις με το ξεκάθαρα ρατσιστικό υπόβαθρο που εξακολουθεί να δέχεται η μητέρα των δύο παιδιών του.

Τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια της αυτοβιογραφίας του Χάρι δεν είναι εκείνα τα προφανή, τα πιο σκανδαλοθηρικά, που μηρυκάζουν μέρες τώρα τα απανταχού ταμπλόιντ για τη σωματική επίθεση που δέχθηκε από τον «Γουίλι», τα ναρκωτικά που πήρε μικρός ή τον τρόπο με τον οποίο έχασε την παρθενιά του. Είναι εκείνα που θυμίζουν στον αναγνώστη πως ο συγγραφέας (ή καλύτερα ο πρωταγωνιστής, γιατί είναι προφανής η ύπαρξη ghost-writer…) κουβαλάει μια ζωή την εικόνα του 12χρονου εαυτού του να βαδίζει για χιλιόμετρα πίσω από το φέρετρο της μητέρας του, με τα χέρια σφιγμένα, το κεφάλι χαμηλωμένο, τα μάτια υποχρεωτικά στεγνά και εκατομμύρια βλέμματα καρφωμένα πάνω του.

«Αυτός ήταν ο διάδοχος, ενώ εγώ ήμουν η ρεζέρβα»

Το Μπαλμόραλ είχε πενήντα κρεβατοκάμαρες, μία από τις οποίες την είχαν χωρίσει στη μέση για μένα και τον Γουίλι. Οι μεγάλοι την αποκαλούσαν παιδικό δωμάτιο. Ο Γουίλι είχε το μεγαλύτερο από τα δύο μισά, με διπλό κρεβάτι, αρκετά μεγάλο νιπτήρα, ντουλάπα με καθρέφτη στις πόρτες και ένα όμορφο παράθυρο με θέα στην αυλή, το σιντριβάνι και το μπρούντζινο άγαλμα ενός ζαρκαδιού.

Το δικό μου μισό ήταν πολύ μικρότερο και λιγότερο πολυτελές. Δεν ρώτησα ποτέ γιατί. Δεν με ένοιαζε. Αλλά επίσης δεν χρειαζόταν να ρωτήσω. Ο Γουίλι ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από μένα.

Αυτός ήταν ο διάδοχος, ενώ εγώ ήμουν η ρεζέρβα.

Δεν ήταν απλώς ότι μας αποκαλούσαν έτσι οι εφημερίδες – που όντως μας αποκαλούσαν. Ηταν μια έκφραση που τη χρησιμοποιούσαν συχνά ο μπαμπάς, η μαμά και ο παππούς. Ακόμη και η γιαγιά. Ο διάδοχος και η ρεζέρβα. Δεν υπήρχε τίποτα το υποτιμητικό σε αυτόν τον χαρακτηρισμό, αλλά ούτε και καμία ασάφεια. Εγώ ήμουν η σκιά, η εφεδρεία, το Σχέδιο Β. Με έφεραν στον κόσμο για την περίπτωση που θα συνέβαινε κάτι στον Γουίλι. Καλούμουν να παρέχω στήριξη, αντιπερισπασμό και, αν ήταν απαραίτητο, κάποιο ανταλλακτικό. Ενα νεφρό, ίσως. Μια μετάγγιση αίματος. Λίγο μυελό των οστών.

Ολα αυτά μου τα είχαν ξεκαθαρίσει από την αρχή της ζωής μου και μου τα επαναλάμβαναν τακτικά από τότε. Ημουν είκοσι ετών την πρώτη φορά που άκουσα τι φέρεται να είπε ο μπαμπάς στη μαμά την ημέρα που γεννήθηκα: Υπέροχα! Μου έχεις δώσει τον διάδοχο, τώρα μου έδωσες και τη «ρεζέρβα». Το έργο μου τελείωσε. Αστείο, υποτίθεται. Από την άλλη μεριά όμως, λένε ότι μερικά λεπτά αφού ο μπαμπάς εκφώνησε αυτό το ξεκαρδιστικό αστείο, έφυγε για να συναντηθεί με τη φιλενάδα του. Ετσι λοιπόν. Πολλές αλήθειες λέγονται υπό τύπον αστείου.

(Απόσπασμα από τις σελ 23-24)

«Ηθελα να είναι ευτυχισμένη ακόμη και η Καμίλα»

Τα σχέδια για τον γάμο άλλαξαν για άλλη μια φορά.

Η μια καθυστέρηση μετά την άλλη. Αν αφουγκραζόσουν προσεκτικά, είχες την αίσθηση ότι μέσα στο Παλάτι αντηχούσαν στριγκλιές και βογκητά απελπισίας. Και ήταν φανερό από ποιους: από τον διοργανωτή του γάμου και από την Καμίλα (ή τον μπαμπά).

Τους λυπόμουν, όμως από την άλλη δεν μπορούσα να μη σκεφτώ ότι κάποια δύναμη στο σύμπαν (η μαμά;) δεν ευλογούσε αλλά εμπόδιζε τον γάμο τους. Ισως το σύμπαν καθυστερεί ό,τι δεν εγκρίνει…

Οταν τελικά έγινε ο γάμος – χωρίς τη γιαγιά, που επέλεξε να μην παραστεί – υπήρξε μια αίσθηση κάθαρσης για όλους, ακόμη και για μένα. Στεκόμουν κοντά στην Αγία Τράπεζα και την περισσότερη ώρα είχα το κεφάλι σκυμμένο, το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα, αλλά όπως και στην κηδεία της μαμάς, έριξα μερικές παρατεταμένες ματιές στον γαμπρό και τη νύφη, και κάθε φορά σκεφτόμουν: Μπράβο σας.

Ομως επίσης: Αντίο.

Ηξερα χωρίς καμιά αμφιβολία ότι αυτός ο γάμος θα έπαιρνε τον μπαμπά από μας. Οχι με την κυριολεκτική σημασία, ή σκόπιμα, ή από κακεντρέχεια, παρ’ όλα αυτά θα τον έπαιρνε. Πλέον θα έμπαινε σε έναν νέο χώρο, έναν κλειστό χώρο, έναν στεγανό, απομονωμένο χώρο.

Ο Γουίλι κι εγώ θα τον βλέπαμε λιγότερο, προέβλεψα, και αυτό μου προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα. Δεν μου άρεσε η προοπτική να χάσω και τον άλλο γονιό μου, και ένιωθα αντιφατικά συναισθήματα για την απόκτηση μιας μητριάς που πίστευα ότι πρόσφατα με είχε θυσιάσει στον βωμό των προσωπικών της δημόσιων σχέσεων. Ομως έβλεπα τον μπαμπά να χαμογελά, και ήταν δύσκολο να εναντιωθείς σε αυτό, και ακόμη πιο δύσκολο να αρνηθείς ποιος ήταν ο λόγος: η Καμίλα. Ηθελα τόσα πολλά, αλλά στον γάμο τους ανακάλυψα με έκπληξη ότι ένα από αυτά που ήθελα πιο πολύ, ακόμα, ήταν να είναι ευτυχισμένος ο πατέρας μου.

Κατά έναν περίεργο τρόπο, ήθελα να είναι ευτυχισμένη ακόμη και η Καμίλα.

Ισως τότε θα ήταν λιγότερο επικίνδυνη;

(Απόσπασμα από τις σελ. 122-123)

«Πρίγκιπας είσαι –  δεν έχεις προβλήματα»

Η ψυχοθεραπεύτρια έτυχε να γνωρίζει την Τίγκι. Τι εκπληκτική σύμπτωση. Πόσο μικρός που είναι ο κόσμος. Ετσι, σε μία συνεδρία μιλήσαμε για την Τίγκι, η οποία υπήρξε δεύτερη μητέρα για εμένα και τον Γουίλι, για το πώς ο Γουίλι κι εγώ μετατρέπαμε συχνά τις γυναίκες σε υποκατάστατα μητέρων. Πόσο συχνά αναλάμβαναν οι ίδιες εκούσια τον ρόλο αυτό.

Παραδέχτηκα ότι τα υποκατάστατα αυτά με έκαναν να νιώθω καλύτερα και χειρότερα, επειδή αισθανόμουν ενοχές. Τι θα σκεφτόταν η μαμά;

Μιλήσαμε για τις ενοχές.

Ανέφερα τις εμπειρίες της μαμάς με την ψυχοθεραπεία, όπως τις κατανοούσα. Δεν τη βοήθησε. Ισως έκανε, μάλιστα, τα πράγματα χειρότερα. Πολλοί προσπαθούσαν να την εκμεταλλευτούν – ανάμεσα σε αυτούς και οι ψυχοθεραπευτές της.

Μιλήσαμε για τη μαμά ως γονέα, για το πώς μερικές φορές γινόταν ασφυκτική στον ρόλο της και έπειτα εξαφανιζόταν για μέρες. Μου φαινόταν μια συζήτηση σημαντική μα ταυτόχρονα προδοτική.

Περισσότερες ενοχές.

Μιλήσαμε για τη ζωή μέσα στη βρετανική προστατευτική φούσκα, μέσα στη βασιλική φούσκα. Μια φούσκα μέσα σε μια φούσκα – κάτι αδύνατον να το περιγράψεις σε κάποιον που δεν το έχει ζήσει. Ο κόσμος πολύ απλά δεν το καταλαβαίνει: ακούν τη λέξη «βασιλικός» ή «πρίγκιπας» και χάνουν κάθε ίχνος λογικής. Α, πρίγκιπας είσαι – δεν έχεις προβλήματα.

Υποθέτουν… όχι, τους έχουν μάθει… ότι όλα είναι ένα παραμύθι. Οτι δεν είμαστε άνθρωποι.

Μια συγγραφέας που πολλοί Βρετανοί εκτιμούσαν, συγγραφέας πολυσέλιδων ιστορικών μυθιστορημάτων με πολλά λογοτεχνικά βραβεία, είχε γράψει ένα άρθρο σχετικά με την οικογένειά μου, στο οποίο είπε ότι είμαστε… πάντα.

Η βασιλική οικογένεια μπορεί να μην έχεις τις αναπαραγωγικές δυσκολίες των πάντα, αλλά τα πάντα και οι γαλαζοαίματοι θέλουν λεπτά για να συντηρηθούν και προσαρμόζονται δύσκολα σε κάθε σύγχρονο περιβάλλον. Αλλά δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον; Δεν χαίρεσαι να τους κοιτάς;

Ποτέ δεν θα ξεχάσω τον σεβαστό αρθρογράφο που έγραψε στο πιο σεβαστό λογοτεχνικό περιοδικό της Βρετανίας ότι «ο πρόωρος θάνατος» της μητέρας μου «μας έσωσε από υπερβολική ανία». (Στο ίδιο άρθρο αναφέρθηκε στο «ραντεβού της Νταϊάνα στη σήραγγα».) Αλλά η παρομοίωση με τα πάντα μού φαινόταν εξαιρετικά έξυπνη και μοναδικά βάρβαρη. Ζούσαμε σε έναν ζωολογικό κήπο, αλλά, όπως ξέρω από την ιδιότητά μου ως στρατιώτη, όταν μετατρέπεις ανθρώπους σε ζώα, σε μη ανθρώπους, γίνεται το πρώτο βήμα για να τους συμπεριφέρεσαι άσχημα και να τους καταστρέψεις. Εάν ακόμα και μια πολυβραβευμένη διανοούμενη μας θεωρεί ζώα, τότε τι θα πιστεύει ένας κοινός άνθρωπος εκεί έξω;

Εκανα μια σύνοψη στην ψυχοθεραπεύτρια του ρόλου που αυτή η αποκτήνωση είχε διαδραματίσει στο πρώτο μισό της ζωής μου. Αλλά τώρα, απέναντι στη Μεγκ, υπήρχε περισσότερο μίσος, περισσότερο δηλητήριο – συν τον ρατσισμό. Της είπα τι είχα δει, τι είχα ακούσει, όλα αυτά στα οποία είχα γίνει μάρτυρας τους τελευταίους μήνες. Κάποια στιγμή, ανακάθισα στον καναπέ και τέντωσα τον λαιμό μου για να δω αν ακούει. Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ζούσε στη Βρετανία όλη της τη ζωή. Πίστευε ότι ήξερε.

Δεν ήξερε.

(Απόσπασμα από τις σελ. 363-364)

«Αρκετά με τον θάνατο – αρκετά»

Ο νους μου ξάφνου πλημμύρισε από αναμνήσεις της σχέσης μας. Μία, ωστόσο, είναι ολοζώντανη. Ο Γουίλι κι εγώ ήμασταν στην Ισπανία, πολλά χρόνια πριν. Σε μια όμορφη κοιλάδα, με τον αέρα να λαμπυρίζει στο ασυνήθιστα καθαρό μεσογειακό φως, οι δυο μας ήμασταν γονατιστοί πίσω από έναν τοίχο από πράσινο καραβόπανο τη στιγμή που ακούστηκαν τα πρώτα βούκινα του κυνηγιού.

Χαμηλώσαμε τις τραγιάσκες μας και οι πρώτες πέρδικες πέταξαν μπροστά μας. Μπαμ μπαμ, κάποιες έπεσαν, δώσαμε τα όπλα μας σε εκείνους που τα γέμιζαν, οι οποίοι με τη σειρά τους μας έδωσαν άλλα, μπαμ μπαμ, κι άλλες πέρδικες έπεσαν, ξαναδώσαμε τα όπλα μας, οι μπλούζες μας είχαν σκουρύνει από τον ιδρώτα, το έδαφος είχε γεμίσει με πουλιά που θα μπορούσαν να ταΐσουν τα διπλανά χωριά για εβδομάδες ολόκληρες, μπαμ, μια τελευταία βολή, δεν γινόταν να αστοχήσουμε.

Στο τέλος, σηκωθήκαμε, κάθιδροι, πεινασμένοι, χαρούμενοι επειδή ήμασταν νέοι και μαζί, σε αυτό το μέρος που ήταν δικό μας, το πραγματικό, κατάδικό μας μέρος, μακριά από Αυτούς, κοντά στη Φύση. Ηταν μια τέτοια θεϊκή στιγμή, που γυρίσαμε και κάναμε κάτι σπάνιο – αγκαλιαστήκαμε. Κάναμε μία πραγματική αγκαλιά.

Αλλά τώρα μπορούσα να δω ότι ακόμη και στις καλύτερες στιγμές μας, στις καλύτερες αναμνήσεις μας, όλα είχαν κάποια σχέση με τον θάνατο. Οι ζωές μας ήταν χτισμένες γύρω από τον θάνατο, οι πιο φωτεινές μας ημέρες βρίσκονταν στη σκιά του.

Οταν στρεφόμουν στο παρελθόν, δεν έβλεπα χρονικές στιγμές, αλλά στιγμές που χορέψαμε με τον θάνατο. Εβλεπα πώς βυθιστήκαμε μέσα του. Βαφτιστήκαμε, πήραμε τίτλους, αποφοιτήσαμε και παντρευτήκαμε, γίναμε στρατιώτες και θάψαμε τους αγαπημένους μας.

Το Κάστρο του Ουίνδσορ είναι ένας τάφος, οι τοίχοι του είναι γεμάτοι με προγόνους. Ο Πύργος του Λονδίνου είχε χτιστεί με το αίμα των ζώων που έσφαξαν οι χτίστες του πριν από χίλια χρόνια, για να εμπλουτίσουν το κονίαμα ανάμεσα στα τούβλα.

Οσοι είναι έξω από τον χορό λένε ότι είμαστε μια σέχτα, αλλά ίσως είμαστε μια σέχτα θανάτου και αυτό δεν είναι χειρότερο; Ακόμη και αφότου θάψαμε τον παππού, δεν είχαμε πάρει τη δόση μας; Γιατί βρισκόμασταν εδώ, στα σύνορα αυτής της «ανεξερεύνητης χώρας, από την οποία κανείς ταξιδιώτης δεν γυρίζει»;

Αυτή, ίσως, είναι μια καλύτερη περιγραφή της Αμερικής.

Ο Γουίλι συνέχιζε να μιλάει, ο μπαμπάς μιλούσε ταυτόχρονα και εγώ δεν άκουγα ούτε λέξη από όσα έλεγαν. Ημουν ήδη αλλού, καθ’ οδόν για την Καλιφόρνια και μια φωνή μέσα μου έλεγε: Αρκετά με τον θάνατο – αρκετά.

Πότε κάποιος σε αυτή την οικογένεια θα απελευθερωθεί για να ζήσει;

(Απόσπασμα από τις σελ. 462-463)