Κάθε χρόνο, στο Βατικανό της Ρώμης, διοργανώνεται μια ξεχωριστή εξεταστική διαδικασία, την οποία και οι ιερείς του περιμένουν με αγωνία: οι εξετάσεις για την πιστοποίηση της ελληνικής γλώσσας! Πολλοί καθολικοί ιερείς θέλουν σήμερα να μάθουν ελληνικά για να συμπληρώσουν τη μόρφωσή τους, ενώ την ίδια διάθεση εκφράζουν άνθρωποι από πολλές χώρες του κόσμου, όπως δείχνουν τα στοιχεία από τα δεκάδες παραρτήματα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας. «Αν παραλείψω τα προβλεπτά, μπορώ να σας ξεναγήσω από το Κολουέζι της Δημοκρατίας του Κονγκό ως το Πεκίνο και τη Σαγκάη και από την Αργεντινή και τη Βραζιλία μέχρι το Τόκιο και την Ουρουγουάη» λέει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ακαδημαϊκός Θεόδωρος Παπαγγελής.

«Το Κέντρο μας είναι υπερατλαντικό, είναι ωκεάνιο, είναι υποσαχάριο, είναι οικουμενικό» αναφέρει ο Θ. Παπαγγελής. Κάτι που επιβεβαιώνεται από το ότι κάθε χρόνο περίπου 6.000 ευέλπιδες της ελληνομάθειας προσέρχονται στα ανά τον κόσμο εξεταστικά κέντρα για να δώσουν εξετάσεις για τα ελληνικά τους. «Και χαίρομαι να σας πω ότι τη στενωπό του Covid-19 την περάσαμε και την περνάμε με μικρές σχετικά απώλειες» συνεχίζει ο Θ. Παπαγγελής.

Αγάπη

Στην ερώτηση «υπάρχει αγάπη για την ελληνική γλώσσα στο εξωτερικό», απαντάει ακαριαία. «Μια και χρησιμοποιήσατε ένα φορτισμένο ρήμα, το «αγαπούν», θα μπορούσατε να μου βάλετε πιο δύσκολα ρωτώντας: γιατί ένας Βραζιλιάνος ή ένας Αργεντινός (εκτός από το ποδόσφαιρο) μπορεί να αγαπάει τα ελληνικά; Τα στοιχεία που διαθέτουμε λένε ότι ο πιθανότερος λόγος είναι κάποιες απώτερες ή όχι και τόσο απώτερες ελληνικές ρίζες. Και είναι γεγονός ότι ο συναισθηματικός, αν μπορώ να το πω έτσι, τύπος ελληνομάθειας εντοπίζεται κυρίως στον χώρο της ομογένειας. Μπορώ επίσης να ταυτίσω και έναν άλλο, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, τύπο αγάπης για τα ελληνικά, που είναι δευτερογενής δεδομένου ότι εκδηλώνεται από εκείνους που έχουν πρότερη θητεία, συνήθως αλλά όχι πάντα ακαδημαϊκή, στα αρχαία ελληνικά».

«Αν τα στατιστικά μας δεν ψεύδονται, τα περισσότερα περιστατικά αυτού του τύπου απαντούν σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία» συνεχίζει ο ίδιος. «Δεν ξέρω αν είναι κάποια αταύτιστη εκδοχή αγάπης ή αμιγές ακαδημαϊκό ενδιαφέρον που ωθεί ρωμαιοκαθολικούς φοιτητές της θεολογίας να μάθουν ελληνικά, αλλά το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας έχει «διεισδύσει» και στο Βατικανό για πιστοποίηση ελληνομάθειας. Δύσκολο επίσης να εικάσω τα κίνητρα της ευγενούς κινεζικής μειονότητας που καταπιάνεται με τα ελληνικά (μήπως το αμοιβαία καμαρωτό αφήγημα «για τους δύο από τους αρχαιότερους πολιτισμούς»;), αλλά με αφορμή την ερώτησή σας σκέφτομαι τώρα ότι θα άξιζε να καταρτίσουμε ένα ερωτηματολόγιο προκειμένου να διαγνώσουμε τα ποικίλα, υποθέτω, κίνητρα που ωθούν τους ρέκτες της ελληνομάθειας».

Σκέφτεται όμως ξανά την ερώτηση και προσθέτει: «Δεν αποκλείεται να αγαπά κάποιος με πάθος τα αγγλικά ή τα ισπανικά, αλλά λαμβάνοντας υπόψη την ευρύτατη γεωγραφική κατανομή αυτών των γλωσσών μπορώ βάσιμα να υποθέσω ότι το κίνητρο για την εκμάθησή τους είναι στις περισσότερες περιπτώσεις πρακτικό, για να μην πω ωμά χρησιμοθηρικό. Πόσοι ξένοι προσεγγίζουν τα ελληνικά για καθαρά πρακτικούς λόγους; Οι 6.000 που ανέφερα προηγουμένως μπορεί να είναι συγκριτικά ελάχιστοι αλλά είναι πολύ πιθανό στην πλειονότητά τους να κάνουν ακριβώς αυτό που είπατε – «να αγαπούν». Το τι μπορούμε να κάνουμε για να στεριώσει και να αβγατίσει κι άλλο αυτή η αγάπη είναι σύνθετο ζήτημα που δεν αφορά μόνο ή κυρίως το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας».

Οι έδρες Νεοελληνικών Σπουδών στο εξωτερικό συρρικνώνονται περαιτέρω ή μπαίνουν σε μια νέα περίοδο άνθησης;

Πρόσφατα, ευρισκόμενος στην Πάντοβα πληροφορήθηκα ότι ο ευφήμως γνωστός νεοελληνιστής Μάσιμο Πέρι, προκειμένου να μείνει ζωντανή η έδρα Νεοελληνικών Σπουδών, προσέφερε το συνταξιοδοτικό του εφάπαξ – που προφανώς δεν έχει υποστεί την ανήκεστο βλάβη των αντίστοιχων ελληνικών. Και ακόμη πιο πρόσφατα, έμαθα ότι από τις εννιά νεοελληνικές έδρες στη Σκανδιναβία απέμεινε μία και έρημη, στη Λουντ της Σουηδίας. Το πρόβλημα είναι πολυπαραγοντικό και η ανάσχεση αυτής της πτωτικής πορείας απαιτεί χουβαρνταλίκι από τους έχοντες (ομογενείς ή όχι), οργανωμένο σχέδιο από το ελληνικό κράτος και γλωσσικό πατριωτισμό από τους αρμόδιους.

Ποια είναι η εμπειρία σας από τον έναν χρόνο στην «υπηρεσία» της ελληνικής γλώσσας (μέσω της θέσης του προέδρου του Κέντρου δηλαδή, γιατί την ελληνική, νομίζω την υπηρετείτε ποικιλοτρόπως στο σύνολο της ζωής σας!)

Οπως το λέτε: πάντα στην υπηρεσία της ελληνικής γλώσσας, με τα ακαδημαϊκά και τα άλλα γραπτά μου, τώρα και από άλλο μετερίζι. Και όπως το είπε ο παλαιός λαϊκός αοιδός: «Τούτη η θητεία δεν σταματάει πουθενά».

Πώς λειτουργεί σήμερα το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας;

Πρόκειται για ερευνητικό και εκπαιδευτικό φορέα που εποπτεύεται από το υπουργείο Παιδείας και είναι «φυγόκεντρος» δεδομένου ότι από το 1994 λειτουργεί και ακμάζει έξω από το βαρυτικό πεδίο του αθηναϊκού κέντρου, στη Θεσσαλονίκη. Οι λόγοι είναι ιστορικοί: πρόκειται για ψυχοπαίδι της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης η οποία υπήρξε πρόμαχος του νηφάλιου δημοτικισμού όταν η ομόλογη της Αθήνας επέμενε ακόμη στο νι και το σίγμα μιας ληξιπρόθεσμης καθαρεύουσας.

Οι ερευνητές του Κέντρου έχουν δημιουργήσει και επεξεργαστεί πλήθος εκπαιδευτικών εργαλείων και ένα από τα σημαντικότερα είναι η «Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα», ένα διαδραστικό ηλεκτρονικό περιβάλλον υψηλής επισκεψιμότητας με εκατομμύρια θαμώνες από τον χώρο των σπουδαστών και εκπαιδευτικών και γενικά όσων προσέρχονται μετ’ ευλαβείας στην ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία. Και βεβαίως έχουμε τη σειρά διδακτικών εγχειριδίων «ΚΛΙΚ στα Ελληνικά» για τη διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης ή ξένης γλώσσας, σε έντυπη και ψηφιακή μορφή.

Στο πλούσιο απόθεμά μας σε εκπαιδευτικό και ερευνητικό υλικό και σώματα κειμένων προστέθηκε εδώ και λίγες μέρες και ένα νέο τιμαλφές, το ψηφιακό ιστορικό αρχείο των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ», γενναιόδωρη προσφορά της ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ ΑE. Το αρχείο προσφέρει μια εκατοντάχρονη κάτοψη δημοσιογραφικού έλληνος λόγου που συγκροτεί από μόνος του ένα πολιτισμικό αφήγημα και  ταυτόχρονα δίνει το διακεκριμένο δημοσιογραφικό στίγμα των δύο εφημερίδων – τόσο διακεκριμένο όσο και η χορεία των στοχαστών, των μαστόρων του λόγου, γραφιάδων, καλλιτεχνών και κριτικών που έσυραν καλαμάρι πάνω στο χαρτί τους. Θέλω να φαντάζομαι ότι οι χιλιάδες σελίδες του αρχείου είναι «δώρημα τέλειον» κυρίως για γλωσσολόγους, κοινωνιογλωσσολόγους και ιστορικούς της λογοτεχνίας.