Οι C. for Circus επιστρέφουν, για λίγες μόνο παραστάσεις, με το κλασικό αριστούργημα της σύγχρονης δραματουργίας «ο Γλάρος» του Άντον Τσέχωφ που παρουσιάζεται στο Θέατρο Τζένη Καρέζη από τις 19 Μαΐου. Η μετάφραση είναι της Ξένιας Καλογεροπούλου και η σκηνοθεσία του Νικόλα Παπαδομιχελάκη.

Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Μαρία Μοσχούρη, Σπύρος Χατζηαγγελάκης, Ειρήνη Μακρή, Χρύσα Κοτταράκου, Άλκης Μπακογιάννης, Παύλος Παυλίδης και Γιώργος Κισσανδράκης.

Η παράσταση τοποθετείται κατά τη διάρκεια καλοκαιρινών διακοπών στο κτήμα των Σόριν, με φόντο τη μεγάλη λίμνη. Ένα τοπίο καθ’ όλα ειδυλλιακό, όμως η θύελλα που μαίνεται μέσα στους ήρωες του Τσέχωφ, φέρνει πιο κοντά το Χειμώνα. Ανάμεσά τους, ένα αόρατο αλλά αδιαπέραστο γυαλί, δεν τους επιτρέπει να συναισθανθούν την απελπισία του διπλανού τους, παρά μόνο να επικεντρωθούν στη δική τους. Αγναντεύοντας την αντίπερα όχθη, αναζητούν επιλογές για να ξεφύγουν από αυτό το τέλμα, πίνουν βότκα, παίζουν μουσική, μιλούν για την τέχνη, τη δουλειά. Ερωτεύονται ανέλπιδα. Ο Γλάρος σύμβολο αθωότητας και ελευθερίας ή ένα πλάσμα που έχει χαθεί απ’ το φυσικό του περιβάλλον, τον ωκεανό, και έχει παγιδευτεί σ’ αυτή τη λίμνη;

Σε μία εποχή γεμάτη απελπισία, με όχημα το τσεχωφικό αριστούργημα και τη μουσική που ερμηνεύουν ζωντανά επί σκηνής, οι C. for Circus συναντιούνται σε ένα δεύτερο σχεδίασμα, για να αναμετρηθούν με το χάσμα μεταξύ παλιού και νέου, έμπνευσης, έρωτα και απελπισίας. Καθισμένοι πλάι στη νοητή λίμνη της θεατρικής σκηνής του θεάτρου Καρέζη, προσπαθούν να ανασυγκροτήσουν έναν κύκλο που μοιάζει να έχει σπάσει. Τραγουδούν και παίζουν τον έρωτα, τη ζωή και το θάνατο, θίγοντας με χιούμορ κι ευαισθησία όσα δεν έπαψαν να απασχολούν την ανθρωπότητα, από τη Ρωσία του 1895 μέχρι την Αθήνα του σήμερα.

Οι συντελεστές της παράστασης μιλούν για τον «Γλάρο» και την σκηνή που κρατούν από το έργο.

 

 

Ποια σκηνή κρατάτε από αυτήν την παράσταση και γιατί;

Αμπατζής Βαγγέλης: Η σκηνή που έρχεται στο μυαλό μου, χωρίς να το πολυσκεφτώ, είναι μία σκηνή από την τελευταία πράξη του έργου. Φαινομενικά ήσυχη χωρίς υψηλές διακυμάνσεις. Έχουν μαζευτεί όλα τα πρόσωπα του έργου με αφορμή την ασθένεια του ιδιοκτήτη του κτήματος, Σόριν. Ακόμα και η Νίνα που θα εμφανιστεί σε λίγο, είναι εκεί κοντά, πιθανόν να τους βλέπει από το παράθυρο. Επικρατεί ένα αίσθημα ασφάλειας, θαλπωρής, ελαφρότητας. Τα τραύματα του παρελθόντος έχουν φαινομενικά παρέλθει. Κρατάω αυτή τη σκηνή γιατί είναι η τελευταία φορά που θα είναι όλοι μαζί, χωρίς φυσικά να το γνωρίζουν. Αυτοί οι άνθρωποι τραγουδάνε, αστειεύονται, φλυαρούν όπως κάνουν τόσες φορές και την ίδια στιγμή η ζωή τους είναι ένα δράμα, ή μια μεγάλη ειρωνεία. Τα τελευταία λόγια που λέει ο Τρέπλιεφ στη μητέρα του είναι κάτι κοινότοπο: “Δε θέλω, μαμά, δεν πεινάω.”

Θα θυμάμαι αυτή την όμορφη σκηνή σαν έναν αποχαιρετισμό στο έργο που πρωτοπιάσαμε καιρό πριν, αποχαιρετισμό στους χαρακτήρες του έργου, αποχαιρετισμό στους συνεργάτες που διαφύλαξαν την καλλιτεχνική ανάγκη και ελευθερία του καθενός.

 

Δημητριάδου Βαλέρια: Δύο είναι οι αγαπημένες μου σκηνές στην παράσταση. Η στιγμή που η Αρκάντινα και ο Τριγκόριν καταφθάνουν για να παρακολουθήσουν την παράσταση που έχει ετοιμάσει ο Τρέπλιεφ, και η στιγμή που οι διακοπές τους στο κτήμα του Σόριν λαμβάνουν τέλος και φεύγουν. Είναι από τις λίγες στιγμές που οι υπόλοιποι χαρακτήρες, παρά τις όποιες διαφορές τους, έχουν κοινό σκοπό και ενώνονται, γίνονται ένα σώμα. Στην πρώτη πράξη υποδέχονται το ζευγάρι παίζοντας μουσική, χωρίς να έχουν ιδέα τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει. Χαίρονται που γνωρίζουν από κοντά τον διάσημο συγγραφέα και ανυπομονούν να περάσουν τις διακοπές τους μαζί του. Στο τέλος της τρίτης πράξης, το ζευγάρι φεύγει νωρίτερα απ’ ότι σκόπευε και οι υπόλοιποι μαζεύονται και πάλι για να τους αποχαιρετήσουν. Παρά την απογοήτευση που πιθανόν να υπάρχει, μάλλον η ανακούφιση είναι το συναίσθημα που υπερισχύει. Το ζευγάρι θα φύγει κι αυτοί θα συνεχίσουν τη ρουτίνα τους. Ίσως όμως αυτή η ρουτίνα να είναι πολύ πιο διαχειρίσιμη τελικά από το έντονο και απρόβλεπτο που έφεραν μαζί τους οι δύο επισκέπτες.

Κοτταράκου Χρύσα: Προσωπικά, βρίσκω πολύ συγκινητική μία σκηνή της δεύτερης πράξης του έργου, μεταξύ του γιατρού της περιοχής και της γυναίκας του επιστάτη. Το ζευγάρι αυτό, διατηρεί παράνομη σχέση, μάλιστα αποκαλύπτεται ότι είναι μαζί είκοσι ολόκληρα χρόνια. Σε αυτό το σημείο, εκείνη του ζητάει να φύγουν μαζί, να είναι  επιτέλους μόνον οι δυο τους. «Περνούν τα χρόνια, δεν είμαστε πια νέοι», – μία από τις πιο ανατριχιαστικές φράσεις της. Ο γιατρός αρνείται, και μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή είναι σταθερά η θέση του όλα αυτά τα χρόνια, δηλαδή είναι ευχαριστημένος με τα πράγματα ως έχουν. Η πιο δύσκολη στιγμή για μένα, γιατί την κατανοώ απόλυτα, είναι όταν εκείνη συμμορφώνεται με τη στάση του γιατρού, γιατί στο τέλος, προτιμά να συμβιβαστεί, παρά να τον χάσει.

Κισσανδράκης Γιώργος: Η σκηνή που επιστρέφει ο Τριγκόριν μετά από δύο χρόνια στο σπίτι του Σόριν, ένα μέρος γεμάτο αναμνήσεις και χαιρετάει μάλιστα τον Τρέπλιεφ. Είναι ιδιαίτερη σκηνή γιατί είναι πολύ ιδιαίτερη η στιγμή που περιγράφει. Όποτε μου έχει συμβεί να επιστρέψω μετά από καιρό σε μέρη ή πρόσωπα που έχω νιώσει κάτι πολύ δυνατό, πάντα η ατμόσφαιρα, η προσμονή και η ίδια η στιγμή είναι πολύ φορτισμένες. Εμπεριέχει μια συνειδητοποίηση του χρόνου που περνάει, του ποιος ήσουν τότε και ποιος είσαι τώρα και υπάρχει πάντα μια γλυκιά μελαγχολία σε σχέση με τις επιλογές σου αλλά και την ύπαρξη γενικότερα. Είναι μια στιγμή απαιτητική που σε βγάζει από την όποια ασφάλεια μπορεί να έχεις χτίσει.

Μακρή Ειρήνη: Μια σκηνή που μου κέντρισε την προσοχή και με ανακίνησε εξαρχής ήταν η σκηνή που η Αρκάντινα τσακώνεται με τον γιο της, Κόστια. Είναι μια πραγματικά σκληρή σκηνή, γιατί συγκρούεται πέρα από το παρόν και το παρελθόν, η παιδικότητα με την ενηλικίωση και διαρρηγνύονται βαθείς οικογενειακοί δεσμοί. Ο πιο βαθύς και εγγύς δεσμός, αυτός της μητέρας με το παιδί της. Ο τσακωμός γίνεται αμέσως μετά την απόπειρα αυτοκτονίας του Κόστια, γεγονός που καθιστά τον καυγά ακόμα πιο κρίσιμο και ανελέητο από μέρους της Αρκάντινα, μιας και συμπεριφέρεται επί ίσοις όροις και καθόλου προστατευτικά ως προς την εύθραυστη ψυχική υγεία του γιου της. Από την άλλη είναι μια σκηνή άκρως πραγματική μες στη σκληρότητα της, με εντάσεις που κυριαρχούν σε περίπλοκες οικογενειακές σχέσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις που η κακώς εννοούμενη εμπιστοσύνη ή πίστη ότι η αγάπη είναι αδιαμφισβήτητη, πολλές φορές επιτρέπονται συμπεριφορές ανάλγητες και εξωφρενικές. Το ίδιο συμβαίνει κι εδώ. Κακίες και σκληρές αλήθειες, που ξεστομίζονται δίχως την παραμικρή αντίσταση με μόνο σκοπό να πληγώσουν και να εκδικηθούν, προκειμένου να μην καταρρεύσουν οι ίδιοι. Μια σκηνή ακτινογραφία σε μια μητρική αλλά και τρόπον τινά ερωτική σχέση καθόλου προφυλαγμένη και καθ’ όλα μη ισορροπημένη.

Μοσχούρη Μαρία: Αγαπώ όλες τις σκηνές στον Τσέχωφ. Σε όλα τα έργα του. Στον «γλάρο» αύτη την περίοδο με συγκινεί η πρώτη σκηνή της τέταρτης πράξης. Είναι μια μεγάλη ομαδική σκηνή που μπαινοβγαίνουν σχεδόν όλα τα πρόσωπα του έργου και απλώς κάνουν παρέα. Φλυαρούν, φιλοσοφούν, τσακώνονται, παίζουν παιχνίδια. Οι άνθρωποι δεν είναι απαραίτητο να συμπαθιούνται, οι άνθρωποι πάντα έχουν ισχυρά αιτήματα ο ένας από τον άλλο τα οποία συνήθως δεν ικανοποιούνται κιόλας, οι άνθρωποι πάντα έχουν κάτι να πουν ο ένας πίσω από την πλάτη του άλλου και όλα αυτά όσο και αν φαίνονται προβληματικά άλλο τόσο είναι και ανθρώπινα και συγκινητικά. Έτσι είναι όλες οι οικογένειες, όλες οι παρέες, όλα τα ζευγάρια ή τα ερωτικά τρίγωνα! Και ακόμα και σήμερα που η ψυχοθεραπεία μας δίνει πρόσβαση και εργαλεία να αντιμετωπίσουμε ή έστω να μιλήσουμε πιο ειλικρινά για όλα αυτά οι άνθρωποι παραμένουν μεγάλοι ανεξιχνίαστοι κόσμοι που παλεύουν να συνδεθούν. Όπως η παρέα του γλάρου στο σπίτι του θείου Σόριν εκείνο το βράδυ με τη βροχή!

Μπακογιάννης Άλκης: Η τελευταία σκηνή της τρίτης πράξης. Η σκηνή τελειώνει με ένα φιλί ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Δύο ανθρώπους που έχουν την ανάγκη να ερωτευτούν να υπάρξουν. Ένας αποχαιρετισμός πολλά υποσχόμενος για ένα μέλλον που δεν θα έρθει ποτέ. Πάντα έχει ενδιαφέρον να βλέπεις από πού ξεκινάει κάτι και που καταλήγει. Σου θυμίζει ότι η ζωή είναι ανεξέλεγκτη και ποτέ δεν ξέρεις τελικά πως θα στα φέρει. Απρόβλεπτη, ασυγκράτητη και άλλοτε ήρεμη. Σαν ένα καρδιογράφημα που κάθε χτύπος του μπορεί να καταλήξει σε μια ευθεία γραμμή. Μια ευθεία γραμμή που σηματοδοτεί το τέλος ή μια καινούργια αρχή ανάλογα πάντα ποιος την κοιτάζει και από ποια σκοπιά.

Παυλίδης Παύλος: Μ αρέσουν όλες οι σκηνές που όλοι οι χαρακτήρες γίνονται μια παρέα και παίζουν, τραγουδούν, φιλοσοφούν. Αγαπημένη μου όμως είναι η σκηνή μετά την παράσταση του Τρέπλιεφ και της Νίνας. Κάθονται γύρω απ’ το πιάνο, τραγουδούν, χορεύουν. Προσπαθούν , μετά τον τσακωμό να τα ξαναβρούν.

 

Παπαδομιχελάκης Νικόλας: Επέλεξα ως αγαπημένη μου σκηνή το πρώτο φιλί του Τρέπλιεφ και της Νίνα, σ’ αυτή τη μικρή στιγμή που μένουν μόνοι πριν παρουσιάσουν την παράστασή τους. Είναι μια στιγμή που ο χρόνος διαστέλλεται, ένα φιλί όπως θα το φανταζόταν κάποιος σε μια κινηματογραφική ταινία, ή βγαλμένο από ένα όμορφο νεανικό όνειρο. Ο ήλιος έχει μόλις δύσει, όλα έχουν πάρει μια μαβιά απόχρωση, η μεγάλη λίμνη στον ορίζοντα και ένα μεγάλο Αυγουστιάτικο φεγγάρι που μόλις ανατέλλει, αντανακλάται στην επιφάνεια. Το νεαρό ζευγάρι, μοιράζεται ένα κρυφό φιλί κάτω από τα δένδρα, τη στιγμή που ένα απαλό αεράκι στροβιλίζει γύρω τους πεσμένα φύλλα και πέταλα από γιασεμιά. Σε ένα υποφωτισμένο βάθρο κάπου στο βάθος, εμφανίζεται ο Παύλος Παυλίδης, ο κανονικός, από τα Ξύλινα Σπαθιά, όχι ο δικός μας, ακούγεται η εισαγωγή από το «Ατλαντίς» και τραγουδάει απαλά: «Μού χες πει πως θα ‘ρθείς και ήρθες Ατλαντίς στο βυθό φωτισμένα άρματα Μπρος στα μάτια σου περνάνε Και με παίρνουνε και πάνε» Ως σκηνοθέτης, αυτήν την εικόνα φαντάζομαι κάθε φορά που διαβάζω αυτή τη σκηνή. Δυστυχώς, το μπάτζετ μας ήταν εξαιρετικά περιορισμένο, οπότε υποχρεώθηκα να αρκεστώ σε ένα απλό, παθιασμένο φιλί.

Χατζηαγγελάκης Σπύρος: Αγαπημένη μου σκηνή είναι προς το τέλος της πρώτης πράξης όπου όλοι μαζί, σαν παρέα μαζευόμαστε στην άκρη της σκηνής , ξεχνώντας σχεδόν πως είμαστε στην παράσταση και παίζουμε μουσική. Εκεί νιώθω πως ενώνεται περισσότερο το έργο του Τσέχωφ με εμάς, εκεί δημιουργείται ο πραγματικός αντίκτυπος.