Το ελληνικό δικομματικό σύστημα βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε μια περίεργη λίμπο: ο ένας πόλος του είναι αρκετά ισχυρός ώστε να σχηματίζει αυτοδύναμη κυβέρνηση, ενώ ο άλλος διεκδικείται από δύο κόμματα – τον ΣΥΡΙΖΑ, που κυβέρνησε τελευταίος και κέρδισε τα ποσοστά του την περίοδο της κρίσης, και το ΠΑΣΟΚ, τον παραδοσιακό εκφραστή του κεντροαριστερού χώρου, που μετά τις αλλαγές του τελευταίου χρόνου επιδιώκει την ολική επαναφορά του. Για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία, τα ποσοστά του δεύτερου και του τρίτου κόμματος έχουν διαφορά μικρότερη από 10 μονάδες, δίνοντας μια σχετική αισιοδοξία στη Χαριλάου Τρικούπη και αναγκάζοντας την Κουμουνδούρου να επιλέξει μια άλλη στρατηγική προσέγγισης του προοδευτικού ακροατηρίου, που περνάει μέσα από τις αλλαγές που έρχονται στο επικείμενο συνέδριο του κόμματος.

Ο νεοσύστατος δικομματισμός θεωρήθηκε αδύναμος, γιατί μετά το αποτέλεσμα των εκλογών του 2019 οι περισσότεροι διέβλεπαν μια επιστροφή στην πολιτική κανονικότητα: απαλλαγμένες από το δίλημμα Μνημόνιο – αντιμνημόνιο, οι πολιτικές δυνάμεις θα έπρεπε να «μετρηθούν» από την αρχή σε συνθήκες οικονομικής ανάκαμψης. Και φαινόταν πως σε αυτή την καινούργια περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ, από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν διέθετε πειστικές απαντήσεις – εξού και οι χαμηλές πτήσεις στις δημοσκοπήσεις.

Οι απανωτές κρίσεις

Το μέλλον, βέβαια, μόνο κανονικό δεν ήταν: τη δίχρονη πανδημία ακολούθησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Πολλοί αναλυτές ερμηνεύουν τις απανωτές κρίσεις ως νέα κανονικότητα και είναι σε αυτό το πλαίσιο που οι πολιτικές δυνάμεις ανασυντάσσονται – τόσο στην Ελλάδα όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Η περίοδος ευνοεί τις υπάρχουσες κυβερνήσεις, καθώς σε εμπόλεμη περίοδο η πλειονότητα των πολιτών θέλει να αποφύγει τα πειράματα και «συσπειρώνεται στη σημαία». Οι αντιπολιτεύσεις (ειδικά αν γνωρίζουν από κρίσεις) μπορούν να συσπειρώσουν τον αντίπαλο στον κυρίαρχο πόλο. Η ΝΔ υπάγεται στην πρώτη κατηγορία και ο ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη: το Μέγαρο Μαξίμου τις τελευταίες μέρες επέλεξε να συνταχθεί πλήρως με το πλευρό της Δύσης, εκπροσωπώντας και τους πολίτες εκείνους που τάσσονται χωρίς άνω αστερίσκο στο πλευρό της Ουκρανίας – στηρίζοντας μια γραμμή εξωτερικής πολιτικής που τοποθετεί τη χώρα στο πλευρό των συμμάχων της όσον αφορά τις κυρώσεις στη Ρωσία, ενώ παράλληλα στέλνει αμυντικό υλικό στην Ουκρανία και επιδιώκει διμερείς αμυντικές συμφωνίες.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, εξέφρασε μεν αλληλεγγύη στην Ουκρανία, όμως κράτησε αποστάσεις από το δίπολο Ανατολή – Δύση: «Είμαστε και Δύση και Ανατολή και Βορράς και Νότος. Είμαστε η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού. (…) Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες», ανέφερε στη Βουλή ο Αλέξης Τσίπρας.

Η πόλωση τους βολεύει

Πέραν της όποιας κριτικής για τη μία ή για την άλλη στάση, η ρητορική κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης (που στις τελευταίες δημοσκοπήσεις εμφανίζονται να κερδίζουν πόντους και οι δύο) έχει αναφορές σε μια παλαιότερη περίοδο ισχυρού διπολισμού που δεν μοιάζει με τη σημερινή κατάσταση και σίγουρα λειτουργεί ενισχύοντας την πόλωση. Οσοι ασχολούνται χρόνια με εκλογές σπεύδουν να διευκρινίσουν ότι κανένα εκλογικό αποτέλεσμα δεν κρίθηκε στην εξωτερική πολιτική. Ομως το σκηνικό που έχει αρχίσει να δημιουργείται με φόντο την Ουκρανία διευκολύνει τόσο τη μία πλευρά όσο και την άλλη: οι διεθνείς εξελίξεις και η γενικευμένη παγκόσμια κρίση επιτρέπουν στην κυβέρνηση να συνεχίσει τη στήριξη σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αποδίδοντας παράλληλα τον πληθωρισμό και την έκρηξη της ακρίβειας σε εξωγενείς παράγοντες, ενώ ο Αλέξης Τσίπρας μιλάει για «δικαιολογίες», κατηγορώντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη για «πολιτική επιλογή να μη συγκρουστεί με τα συμφέροντα και την αισχροκέρδεια».

Πειστικές απαντήσεις

 Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ποια επιλογή έχει το τρίτο κόμμα; Στη Χαριλάου Τρικούπη γνώριζαν από την πρώτη στιγμή πως ο Νίκος Ανδρουλάκης θα ερχόταν αντιμέτωπος με αυξημένη πόλωση, ενδεχομένως όμως υπολόγιζαν πως οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί πριν από τα όσα έγιναν στην Ουκρανία θα τους ευνοούσαν περισσότερο – πράγμα που σημαίνει πως χρειάζονται πειστικές πολιτικές απαντήσεις στον δρόμο προς τις επόμενες εκλογές. Αυτή τη στιγμή, στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, το Κίνημα Αλλαγής θέλει να βγάλει ένα προφίλ ενίσχυσης της ευρωπαϊκής παρουσίας στον παγκόσμιο χάρτη, υπενθυμίζοντας από τη μία τα λάθη της Δύσης το προηγούμενο διάστημα, αλλά τηρώντας απόλυτη στάση καταδίκης προς την πλευρά της Ρωσίας και συμφωνώντας με την αποστολή όπλων. Στο ραντεβού Μητσοτάκη – Ερντογάν, που έτυχε θετικής ανταπόκρισης από την αξιωματική αντιπολίτευση, η Κεντροαριστερά βγήκε με πιο επικριτική χροιά μιλώντας ακόμα και για κακή προετοιμασία, χωρίς συμφωνημένη ατζέντα. Το θετικό για το ΚΙΝΑΛ είναι πως έρχεται με κεκτημένη ταχύτητα να χτυπήσει την – πληγωμένη, το προηγούμενο διάστημα – αξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ, προβάλλοντας ως η πιο σοβαρή προοδευτική εναλλακτική απέναντι στη ΝΔ. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, γιατί έχει να αντιμετωπίσει έναν ΣΥΡΙΖΑ στο στοιχείο του και, κυρίως, το γεγονός πως το Μέγαρο Μαξίμου έχει επιλέξει τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση ως βασικό αντίπαλο.