Για προσπάθεια του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να παραμείνει στην εξουσία -συμπεριλαμβανομένης της υπονόμευσης μιας δίκαιης εκλογικής διαδικασίας, της αγνόησης του αποτελέσματος, ή ακόμη και της υποκίνησης μιας εξέγερσης όπως εκείνη της 6ης Ιανουαρίου 2021, στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον- προειδοποιεί ο Soner Cagaptay με φόντο τις επερχόμενες, σε 18 μήνες, εκλογές στην Τουρκία.

Σε εκτενή ανάλυσή του στην ελληνική έκδοση του περιοδικού Foreign Affairs, με τίτλο «Το τελικό παιχνίδι του Ερντογάν», ο ανώτερος συνεργάτης στο Washington Institute for Near East Policy, ο οποίος σημειωτέον παρακολουθεί επισταμένως την πορεία του τούρκου προέδρου τα τελευταία χρόνια, επισημαίνει πως τους τελευταίους μήνες, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται όλο και πιο απελπισμένος. Έχει εντείνει την καταστολή των επικριτών και των πολιτικών αντιπάλων του, συμπεριλαμβανομένου, πιο πρόσφατα, του Metin Gurcan, ιδρυτικού μέλους του αντιπολιτευόμενου Κόμματος Δημοκρατίας και Προόδου (Democracy and Progress Party, DEVA), ενώ έχει απειλήσει να απελάσει διπλωμάτες από τις Ηνωμένες Πολιτείες και από ορισμένους από τους συμμάχους της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ.

Και καθώς η δημοτικότητά του στο εσωτερικό βρίσκεται σε κάθετη πτώση, έχει ξεκινήσει ένα απερίσκεπτο πείραμα μείωσης των επιτοκίων εν μέσω ενός ήδη υψηλού πληθωρισμού, μια πολιτική που έχει ρίξει την χώρα σε οικονομική αναταραχή. Εν τω μεταξύ, αντιμετωπίζει μια ενθαρρυμένη -και όλο και πιο ενωμένη- αντιπολίτευση που για πρώτη φορά αποτελεί άμεση απειλή για την κυριαρχία του.

«Η αλλαγή ήταν δραματική» παρατηρεί, σημειώνοντας πως για μεγάλο μέρος των τελευταίων δύο δεκαετιών, αρχικά ως πρωθυπουργός μεταξύ του 2003 και του 2014 και στην συνέχεια ως πρόεδρος από το 2014 και μετά, ο Ερντογάν φαινόταν ανίκητος.

«Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, ο αυταρχικός λαϊκισμός του Ερντογάν έχει χάσει τη μαγεία του. Από την απόπειρα πραξικοπήματος και μετά, η κυβέρνησή του γίνεται όλο και πιο παρανοϊκή, καταδιώκοντας όχι μόνο υπόπτους ως πραξικοπηματίες αλλά και μέλη της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, και στη συνέχεια συλλαμβάνοντας δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους και αναγκάζοντας περισσότερους από 150.000 ακαδημαϊκούς, δημοσιογράφους, και άλλους να εγκαταλείψουν τις εργασίες τους λόγω υποψιών για δεσμούς τους με το πραξικόπημα ή απλώς επειδή όρθωσαν το ανάστημά τους στον Ερντογάν» επισημαίνει ο Soner Cagaptay στο Foreign Affairs, εστιάζοντας στις επερχόμενες εκλογές και στο κοινό μέτωπο που φαίνεται να υψώνει η αντιπολίτευση.

Φαίνεται ξεκάθαρο, όπως αναφέρει, ότι ο Ερντογάν θα προσπαθήσει να κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει στα καθήκοντά του, συμπεριλαμβανομένης της υπονόμευσης μιας δίκαιης ψηφοφορίας, της αγνόησης του αποτελέσματος, ή ακόμη και της υποκίνησης μιας εξέγερσης όπως εκείνη της 6ης Ιανουαρίου, στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον.

Το μοιραίο λάθος

Στο σημείο αυτό, ο αναλυτής «βλέπει» ένα μοιραίο λάθος του τούρκου προέδρου, το 2017. «Πέτυχε να επιβάλλει μια συνταγματική τροποποίηση που αντικατέστησε το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας από κοινοβουλευτική δημοκρατία σε εκτελεστική προεδρική [δημοκρατία]. Εκτός από την κατάργηση του αξιώματος του πρωθυπουργού, η τροπολογία έδωσε στον Ερντογάν πιο άμεσο έλεγχο της κρατικής γραφειοκρατίας και αποδυνάμωσε σημαντικά τις εξουσίες του νομοθετικού σώματος. Ουσιαστικά, ο Ερντογάν έστεψε τον εαυτό του ως τον νέο σουλτάνο της Τουρκίας —γινόμενος ταυτόχρονα επικεφαλής του κράτους, επικεφαλής της κυβέρνησης, επικεφαλής του κυβερνώντος κόμματος, και επικεφαλής της αστυνομίας (η οποία είναι μια εθνική δύναμη στην Τουρκία)».

Ωστόσο -συνεχίζει- παρόλο που έδωσε στον Ερντογάν περισσότερη εξουσία, η συνταγματική μεταρρύθμιση ενίσχυσε ακούσια την αντιπολίτευση. Σύμφωνα με το κοινοβουλευτικό σύστημα, οι εκλογές διεξάγονταν μεταξύ όλων των κομμάτων ταυτόχρονα, δίνοντας στο AKP ένα φυσικό πλεονέκτημα έναντι των πολλαπλών αντιπάλων του. Όμως το νέο προεδρικό σύστημα απαιτεί δεύτερο γύρο μεταξύ των δύο πρώτων υποψηφίων. Αυτό σημαίνει ότι ο πρώτος υποψήφιος της αντιπολίτευσης έχει πλέον την δυνατότητα να ενώσει έναν ευρύ συνασπισμό κατά του Ερντογάν κάτω από ένα λάβαρο.

Εν τω μεταξύ, η προεδρική βάση του ΑΚΡ παραπαίει. Η υποστήριξη για το κυβερνητικό λαϊκιστικό μπλοκ, που περιλαμβάνει το AKP και το μικρότερο Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (Nationalist Action Party, MHP), ένας σύμμαχος του Ερντογάν από το 2018, έχει μειωθεί σε περίπου 30% με 40% στις δημοσκοπήσεις, από 52% στις προεδρικές εκλογές του 2018. Κάποιοι πρώην υποστηρικτές του AKP έχουν συρρεύσει στο MHP και άλλοι έχουν πάει σε πιο πρόσφατα ιδρυθέντα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως το DEVA, με επικεφαλής τον πρώην υπουργό Οικονομίας, Ali Babacan. «Αυτό σημαίνει», εξηγεί ο αναλυτής, «ότι ο Ερντογάν πρέπει τώρα να βασισθεί σε μια μειοψηφία για να καταπιέσει την πλειοψηφία, κάτι που, με το νέο επαναληπτικό σύστημα, θα είναι όλο και πιο δύσκολο να γίνει».

Όπως επισημαίνεται στο άρθρο του Foreign Affairs, οι ηγέτες της αντιπολίτευσης, έχοντας επίγνωση των νικών τους το 2019, έχουν δεσμευθεί να μείνουν μαζί. Εξαιρουμένης μιας δραματικής τροπής των γεγονότων, όπως ο Ερντογάν να αποκλείσει βασικά κόμματα της αντιπολίτευσης και να φυλακίσει τους ηγέτες τους ή να αναβάλλει επ’ αόριστον τις εκλογές, το πιο πιθανό αποτέλεσμα για τον Ερντογάν το 2023 είναι, λοιπόν, μια ηχηρή ήττα που αυτός και οι υποστηρικτές του θα κάνουν ό,τι μπορούν για να ανατρέψουν.

Ερντογάν εναντίον εκλογικού σώματος

Εάν διατηρηθεί η σημερινή κατάσταση, ο Ερντογάν οδεύει προς μια σύγκρουση με το εκλογικό σώμα, η οποία θα έχει βαθιές επιπτώσεις στο μέλλον της Τουρκίας.

Υπάρχουν δύο πιθανοί τρόποι για το πώς μπορεί να εξελιχθεί η σύγκρουση. Στην πρώτη, ο Ερντογάν χάνει τις εκλογές αλλά ισχυρίζεται αμέσως [ότι έγινε] εκτεταμένη νοθεία. Στη συνέχεια, σε μια επανάληψη της [εκλογής της] Κωνσταντινούπολης το 2019, επιδιώκει να απορριφθεί το αποτέλεσμα, ρίχνοντας τη χώρα σε κρίση.

Σύμφωνα με τον Soner Cagaptay, όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2020, μια τέτοια επίθεση στο εθνικό εκλογικό σύστημα δεν θα είχε προηγούμενο. Ωστόσο, φαίνεται εύλογο για τον Ερντογάν, δεδομένης της προηγούμενης προθυμίας του να υπονομεύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς στην Τουρκία, της φύσης του σημερινού στενού κύκλου του, και της αποφασιστικότητάς του να διατηρήσει την εξουσία.

«Σε εκείνο το σημείο, ο Ερντογάν θα αντιμετώπιζε μια συντριπτική δημόσια κατακραυγή, με εκατοντάδες χιλιάδες υποστηρικτές της αντιπολίτευσης να γεμίζουν τους δρόμους των μεγάλων πόλεων της Τουρκίας. Αλλά θα μπορούσε να αναπτύξει την εθνική αστυνομία -μια σύγχρονη, καλά οπλισμένη δύναμη πάνω από 300.000 [ατόμων] που αναφέρουν απευθείας σε αυτόν- επισπεύδοντας μια καταστολή. Θα έθετε αμέσως εκτός νόμου όλες τις διαδηλώσεις, θα συλλάμβανε βασικούς διοργανωτές των διαμαρτυριών, θα έκλεινε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και πιθανότατα θα κήρυττε απαγόρευση κυκλοφορίας, ακολουθούμενη από μια πιθανή κατάσταση έκτακτης ανάγκης όπως αυτή που επέβαλε μετά το πραξικόπημα του 2016. Ομάδες υπέρ του Ερντογάν θα μπορούσαν επίσης να ασκήσουν αυτόκλητη βία κατά των διαδηλωτών με την σιωπηρή υποστήριξη της αστυνομίας».

Αλλά η κίνηση για την ακύρωση των αποτελεσμάτων, σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, δεν είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο Ερντογάν θα μπορούσε να υπονομεύσει τις εκλογές.

Μια δεύτερη πιθανότητα είναι ότι αυτός και οι σύμβουλοί του θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να «στήσουν» την ψηφοφορία εκ των προτέρων. Αν το κάνουν, είναι πολύ πιθανό να αποτύχουν. Από αυτή την άποψη, η εμπειρία της Κωνσταντινούπολης το 2019 είναι αποκαλυπτική. Όταν ο Ερντογάν ακύρωσε την πρώτη ψηφοφορία, η αντιπολίτευση διοργάνωσε μια αριστοτεχνική εκστρατεία «προστατεύστε την ψήφο» για τις επαναληπτικές εκλογές, προσελκύοντας περίπου 100.000 εθελοντές για να παρακολουθούν τα εκλογικά τμήματα, να τεκμηριώνουν την καταμέτρηση των ψήφων σε smartphone, ακόμη και να περνούν τη νύχτα κοιμώμενοι κυριολεκτικά πάνω στις κάλπες για να εμποδίσουν τη νοθεία. Οποιαδήποτε προσπάθεια από τον Ερντογάν να παρέμβει στις εκλογές του 2023 θα τεκμηριωθεί, πυροδοτώντας μια άμεση λαϊκή αντίδραση, μεταξύ πολλών από αυτούς που τον ψήφισαν.

Το πιο πιθανό αποτέλεσμα, λοιπόν, θα είναι είτε τεράστιες διαδηλώσεις, στις οποίες η αστυνομία και η αντιπολίτευση πρόκειται, και δυστυχώς, να εμπλακούν για άλλη μια φορά σε μια κούρσα για να πάρουν τον έλεγχο των δρόμων της Τουρκίας, είτε, εάν εντοπιστεί νωρίς η παρέμβαση και προστατευθεί επιτυχώς η ψηφοφορία, μια νίκη για την αντιπολίτευση.

Καταλήγοντας ο Soner Cagaptay, υποστηρίζει ότι «αν είχε φύγει ο Ερντογάν από το προσκήνιο μετά την πρώτη δεκαετία της θητείας του, με ένα ιστορικό ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και ευρείας λαϊκής υποστήριξης, θα θεωρείτο σήμερα ένας από τους πιο επιτυχημένους ηγέτες της Τουρκίας».

«Αλλά η επιδίωξή του για ανεξέλεγκτη εξουσία τα τελευταία χρόνια οδήγησε αυτόν και την Τουρκία σε μια πολύ πιο επικίνδυνη κατεύθυνση. Και αν δεν εφαρμοστεί τώρα μια αποτελεσματική στρατηγική για να τον αναγκάσει να φύγει από το προσκήνιο, μπορεί κάλλιστα να καταλήξει να τον θυμούνται ως τον Τούρκο ηγέτη που «έκανε τον Τραμπ», ισχυριζόμενος ότι οι εκλογές νοθεύτηκαν και ρίχνοντας τη χώρα του και τους πολίτες της στο χάος».

Πηγή: Foreign Affairs